Tα μικροπλαστικά γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια, δημιουργώντας πολλαπλά προβλήματα στο περιβάλλον και θέτοντας σε συναγερμό τις περιβαλλοντικές οργανώσεις αλλά και τους υγειονομικούς φορείς. Τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο προσπαθούν να πα΄ρουν μέτρα, που άλλες φορές είναι αποτελεσματικά και άλλες όχι.
Ο όρος μικροπλαστικό χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Εργαστήριο Υλικών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ το 1968.
Αναφερόταν σε σωματίδια που σχηματίζονταν ως αποτέλεσμα της παραμόρφωσης σε πλαστικά υλικά που υπόκεινται σε υψηλά επίπεδα πίεσης.
4 χρόνια αργότερα, ανακαλύφθηκε ότι μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια βρέθηκαν στο επιφανειακό νερό της θάλασσας των Σαργασσών στον Βόρειο Ατλαντικό, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που ο κόσμος αντιλήφθηκε τέτοια σωματίδια στο υδάτινο περιβάλλον.
Το 2004, οι επιστήμονες όρισαν τα μικρά πλαστικά σωματίδια ως μικροπλαστικά. Αργότερα, ο ορισμός αυτός διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει πλαστικά μικρότερα των 5 mm από τη διευθύνουσα επιτροπή του προγράμματος για τα θαλάσσια απορρίμματα της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA).
Κατόπιν αυτού, τα πλαστικά κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα με το μέγεθος: Μακροπλαστικά ≥ 25 mm, Μεσοπλαστικά 25 - 5 mm, Μικροπλαστικά ≤5 - 1 mm, Μίνι-μικροπλαστικά <1mm - 1μm και Νανοπλαστικά < 1μm. Ενώ η πρωταρχική προέλευση των μικροπλαστικών στα υδάτινα περιβάλλοντα είναι η αποικοδόμηση μεγαλύτερων πλαστικών αντικειμένων, τα μικροπλαστικά παράγονται επίσης βιομηχανικά για διάφορους σκοπούς.
Εκείνα που προέρχονται από την υποβάθμιση μεγαλύτερων στοιχείων αναφέρονται ως δευτερογενή μικροπλαστικά, ενώ εκείνα με βιομηχανική προέλευση είναι γνωστά ως πρωτογενή μικροπλαστικά.
Τα πρωτογενή μικροπλαστικά έχουν συνήθως τη μορφή μικρών, κυκλικών μικροσφαιριδίων που κατασκευάζονται σκόπιμα από τη βιομηχανία πλαστικών για χρήση σε καλλυντικά, είδη προσωπικής φροντίδας, δερματικά απολεπιστικά, καθαριστικά και μηχανές αμμοβολής.
Τα σφαιρίδια είναι πρόσθετα είδη μικροπλαστικών, καθώς αποτελούν βιομηχανικές πρώτες ύλες που παράγονται από τη βιομηχανία πλαστικών με σκοπό να λειωθούν και να μορφοποιηθούν για την κατασκευή μεγαλύτερων πλαστικών υλικών.
Οι συνθετικές ίνες αποτελούν ένα ακόμη είδος μικροπλαστικών και χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενδυμάτων.
Τα μικροπλαστικά μεταφέρονται τόσο στο γλυκό νερό όσο και στο θαλάσσιο περιβάλλον μέσω του ανέμου ή μέσω της αστικής απορροής.
Η ευρεία χρήση των μικροπλαστικών επί δεκαετίες έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία τους σε κάθε στρώμα της θάλασσας.
Τα ακανόνιστα κομμάτια πλαστικού, γνωστά ως δευτερογενή μικροπλαστικά, σχηματίζονται λόγω της αποικοδόμησης μεγαλύτερων πλαστικών αντικειμένων, όπως σακούλες, δοχεία, μπουκάλια και, ιδίως, σχοινιά και δίχτυα. Με την πάροδο του χρόνου, τα μεγάλα κομμάτια πλαστικών απορριμμάτων διασπώνται σε μικρότερα κομμάτια λόγω της έκθεσης στο ηλιακό φως και σε μηχανικές δυνάμεις, όπως τα παλιρροϊκά κύματα.
Μια πειραματική έρευνα αποκάλυψε ότι το κάλυμμα ενός ποτηριού καφέ από πολυστυρένιο μεγέθους 1 cm2 μπορεί να δημιουργήσει 126000000 νανοσωματίδια ανά χιλιοστόλιτρο, με μέσο μήκος 224 nm, μετά από 56 ημέρες έκθεσης σε υπεριώδες φως 320-400 nm στους 30 βαθμούς Κελσίου.
Αυτά τα μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια μπορούν εύκολα να εξαπλωθούν στο θαλασσινό νερό και να καταναλωθούν από πολυάριθμους θαλάσσιους οργανισμούς ως τροφή.
Κίνδυνος για την Υγεία
Πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα μικροπλαστικά μπορούν να καταποθούν από πολλά ζώα. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι τα νεκρά πτηνά που βρέθηκαν γεμάτα πλαστικά στο στομάχι τους.
Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι περισσότερα από 1000 θαλάσσια ζώα επηρεάζονται άμεσα από τα μικροσωματίδια.
Τα περισσότερα πολυμερή, για παράδειγμα το πολυαιθυλένιο (PE) και το πολυπροπυλένιο (PP), θεωρούνται γενικά βιολογικά αδρανή. Ωστόσο, ορισμένα από τα μονομερή και τα ολιγομερή που χρησιμοποιούνται σε πλαστικά προϊόντα έχει αποδειχθεί ότι εκλύονται κατά τη χρήση και στη συνέχεια βρέθηκαν στον άνθρωπο.
Συνήθως αναφερόµενα παραδείγµατα είναι η δισφαινόλη Α (BPA), µονοµερές δοµικό στοιχείο του πολυκαρβονικού (PC), που χρησιµοποιείται όµως και ως πρόσθετο σε άλλα πλαστικά, και το στυρένιο, που χρησιµοποιείται στην παραγωγή του πολυστυρενίου (PS), το οποίο χρησιµοποιείται συνήθως στις συσκευασίες από φελιζόλ.
Και τα δύο αυτά μονομερή είναι ύποπτα για ενδοκρινικές διαταραχές (EDCs). Η BPA είναι μία από τις σχετικά λίγες χημικές ουσίες που σχετίζονται με τα πλαστικά και έχουν μελετηθεί εκτενώς και έχει επανειλημμένα αναφερθεί σε δείγματα ούρων,αίματος, μητρικού γάλακτος και ιστών.
Οι κύριες οδοί έκθεσης θεωρούνται η εισπνοή, η δερματική επαφή και η κατάποση, ενώ υπάρχουν όλο και περισσότερα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πολλά από τα πρόσθετα μονομερή, ολιγομερή και χημικές ουσίες που σχετίζονται με τα πλαστικά μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον άνθρωπο, με την έκθεση να συσχετίζεται π.χ. με αναπαραγωγικές ανωμαλίες.
Μια ομάδα χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συνήθως ως πρόσθετα σε πλαστικά καταναλωτικά προϊόντα είναι οι φθαλικοί εστέρες, όπως ο φθαλικός δι-n-οκτυλεστέρας (DnOP) και ο φθαλικός δι (2-αιθυλεξυλ) εστέρας (DEHP).
Οι φθαλικοί εστέρες συνδέονται με ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων στην υγεία σε ζώα και ανθρώπους, και λόγω της εκτεταμένης χρήσης τους βρίσκονται συχνά σε δείγματα ούρων και αίματος από ανθρώπους (Hauser and Calafat, 2005).
Οι φθαλικοί εστέρες έχουν συνδεθεί με αναπτυξιακές ανωμαλίες- έχει για παράδειγμα αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την εφηβική ανάπτυξη, την ανδρική και γυναικεία αναπαραγωγική υγεία, τα αποτελέσματα της εγκυμοσύνης και την αναπνευστική υγεία.
Σύμφωνα με τον «European Chemicals Agency» ενώ τα πλαστικά κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη, χωρίς ορθή απόρριψη ή ανακύκλωση, μπορεί να καταλήξουν στο περιβάλλον, στο οποίο παραμένουν για αιώνες, και να διασπαστούν σε πολύ μικρά κομμάτια. Τα μικρά αυτά κομμάτια (συνήθως μεγέθους μικρότερου των 5 mm) ονομάζονται μικροπλαστικά και προκαλούν ανησυχία.
Μελέτη της Greenpeace κρούει τον κώδωνα του κινδύνου
Ενόψει της τελικής προσπάθειας των διαπραγματεύσεων για μια παγκόσμια συμφωνία για τα πλαστικά απόβλητα, η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace κρούει τον κώδωνα του κινδύνου με μια μελέτη για τα μικροπλαστικά: πλαστικά σωματίδια έχουν βρεθεί σε δείγματα κοπράνων από άγρια ζώα στο Χονγκ Κονγκ, ακόμη και μακριά από αστικές περιοχές, ανακοίνωσε η οργάνωση.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν επίσης ερευνητές από πανεπιστήμια του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν, τα σωματίδια ανακαλύφθηκαν στα κόπρανα βουβαλιών, αγριογούρουνων, άγριων βοδιών, μακάκων και σκαντζόχοιρων.
Τα συνολικά 100 δείγματα κοπράνων ελήφθησαν το 2022 σε επτά διαφορετικές τοποθεσίες στην κινεζική Ειδική Διοικητική Περιοχή, η οποία είναι κυρίως γνωστή για τους ουρανοξύστες της, αλλά περιβάλλεται επίσης από φύση: Άγρια ζώα ζουν επίσης στα δασώδη βουνά ή στο νησί Λαντάου.
Σύμφωνα με την Greenpeace, μικροπλαστικά βρέθηκαν στο 85% των δειγμάτων που εξετάστηκαν - κυρίως πολυαιθυλένιο και πολυπροπυλένιο, τα οποία χρησιμοποιούνται συχνά για συσκευασίες μιας χρήσης.
Χρειάζονται ακόμη περαιτέρω έρευνες για τις επιπτώσεις των μικροπλαστικών σωματιδίων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Ωστόσο, εάν τα ζώα προσλαμβάνουν μικροπλαστικά από το περιβάλλον, αυτό θα μπορούσε σταδιακά "να επηρεάσει και την ανθρώπινη υγεία", δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων AFP η ακτιβίστρια της Greenpeace, Leanne Tam.
Ένας από τους φόβους είναι ότι τα μικροπλαστικά θα μπορούσαν να καταλήξουν στην τροφική αλυσίδα. Τα σωματίδια έχουν ήδη ανιχνευθεί στα βάθη της θάλασσας καθώς και σε κορυφές βουνών, ακόμη και στην ατμόσφαιρα και στο μητρικό γάλα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης που παρουσιάστηκε τώρα είναι "σημαντικά επειδή αποδεικνύουν ότι τα άγρια ζώα μπορούν να προσλαμβάνουν μικροπλαστικά στην ξηρά, μακριά από αστικές περιοχές και ανθρώπινες δραστηριότητες", δήλωσε η ερευνήτρια Κριστέλ Νοτ από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ.
Ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών δείχνει μικροπλαστικά σε πολλά φυσικά περιβάλλοντα και ακόμη και στο ανθρώπινο σώμα, η πλαστική ρύπανση έχει γίνει "παγκόσμιο πρόβλημα" που πρέπει να αντιμετωπιστεί "επειγόντως", πρόσθεσε η ίδια, ζητώντας την υιοθέτηση μιας "ισχυρής παγκόσμιας συμφωνίας".
Τον Νοέμβριο, συνολικά 175 χώρες θέλουν να ξεκινήσουν στην Νότια Κορέα την τελική φάση των διαπραγματεύσεων του ΟΗΕ για μια διεθνή συμφωνία κατά των πλαστικών απορριμμάτων.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι Η παγκόσμια παραγωγή πλαστικού έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε 20 χρόνια σε περίπου 460 εκατομμύρια τόνους. Μόλις το 9% των πλαστικών ανακυκλώνεται.
Πηγές: «Microplastic Research Group», «Greenpeace», «European Chemicals Agency»