Αυτό διαπιστώνει η Ελληνική Εταιρεία Χειρουργικής Ογκολογίας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου. Ενθαρρυντικό πάντως είναι το γεγονός ότι στη χώρα μας ακόμα δεν καταγράφεται μεγάλη μείωση στις χειρουργικές επεμβάσεις για καρκίνο, όπως παρατηρήθηκε σε άλλες, εξαιτίας υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας από το πλήθος νοσηλευομένων με Covid-19, της έλλειψης κλινών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, αλλά και του κινδύνου μετάδοσης του ιού μέσα στο νοσοκομείο.
Επιμέλεια
Νικολέττα Κολυβάρη
ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ
Ο καρκίνος αποτελεί και στη χώρα μας την πρώτη αιτία θανάτου, με ποσοστό 27% γενικά και 38% στις ηλικίες άνω των 65 ετών, αφήνοντας πίσω τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Στην Ελλάδα σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Χειρουργικής Ογκολογίας, εκτιμάται ότι παρουσιάζονται 67.000 νέα κρούσματα καρκίνου και περίπου 32.000 θάνατοι ετησίως. Την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου, που σκιάστηκε από τις σοβαρότατες επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση των καρκινοπαθών ασθενών.
Η λοίμωξη Covid-19 απειλεί δυσανάλογα τις ευπαθείς αυτές ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες έχουν έως και 10 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου εάν προσβληθούν από τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, και η διαχείριση των ασθενών με καρκίνο στις συνθήκες αυτές αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση.
ΜΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ
Βέβαια και στη χώρα μας υπάρχουν καθυστερήσεις στις χειρουργικές επεμβάσεις για κακοήθειες λόγω της πανδημίας, οι οποίες, σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Χειρουργικής Ογκολογίας, έχουν σε μεγάλο βαθμό καλυφθεί από τον υπερβάλλοντα ζήλο του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Επιπλέον, ο ενδελεχής προεγχειρητικός έλεγχος των καρκινοπαθών ασθενών για Covid-19, με μοριακό έλεγχο που εκτελείται απαρέγκλιτα, έχει ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους λοίμωξης τόσο των ασθενών όσο και του υγειονομικού προσωπικού.
Ωστόσο, η Εταιρεία τονίζει την ανάγκη οι ογκολογικοί ασθενείς να προηγούνται στη σειρά εμβολιασμού ανεξάρτητα από την ηλικία τους, καθώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τοποθετεί τους καρκινοπαθείς στη δεύτερη ομάδα προτεραιότητας – εκτός εάν είναι ηλικιωμένοι, οπότε κατατάσσονται στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας.
30-50% ΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΩΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΡΟΛΗΦΘΕΙ
Αξίζει να αναφέρουμε πως έχει υπολογιστεί ότι περισσότερο από το 30-50% των καρκίνων θα μπορούσε να προληφθεί με την ενημέρωση του κοινού και τη συνακόλουθη λήψη μέτρων για την υιοθέτηση κανόνων υγιεινής διαβίωσης και διατροφής, όπως η διακοπή του καπνίσματος, η αποφυγή του αλκοόλ, η αποφυγή ανθυγιεινών τροφίμων και ποτών (και κυρίως της ζάχαρης, με επακόλουθο την ελάττωση της επίπτωσης της παχυσαρκίας) και τέλος με την καθημερινή σωματική άσκηση.
Εξάλλου, οι σημαντικές εξελίξεις στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση των περισσότερων μορφών καρκίνου επιτρέπουν τη μακρόχρονη επιβίωση με ικανοποιητική ποιότητα ζωής πολλών ασθενών με καρκίνο στο μαστό, τον προστάτη, το παχύ έντερο, τις ωοθήκες κλπ. – και πολλές φορές, ακόμα και την πλήρη ίαση.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Σήμερα, δυστυχώς, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι λόγω της πανδημίας Covid-19 μεγάλος αριθμός Ελλήνων έχουν παραμελήσει ή και εγκαταλείψει τον προληπτικό έλεγχο για καρκίνο. Οι συνέπειες της αμέλειας αυτής μπορεί να αποβούν καταστροφικές για τον πληθυσμό, προειδοποιεί η Ελληνική Εταιρεία Χειρουργικής Ογκολογίας. Και τονίζει πως η προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης, σε θεραπεύσιμο στάδιο, των συχνότερων μορφών καρκίνου, όπως είναι ο καρκίνος του μαστού, του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου, του προστάτη, του πνεύμονα, του ήπατος και του παγκρέατος κ.ά., έχει πολύ μεγάλη σημασία και θα πρέπει να γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και μέχρι την ηλικία των 75 χρόνων.
ΜΟΝΟ ΤΟ 11%
Εν τω μεταξύ, σε μια πρόσφατη ερευνητική καταγραφή της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου για την All.Can, αναδείχθηκε το ότι στη χώρα μας μόνο το 11% των διαγνώσεων καρκίνου έγιναν κατά τη διαδικασία προληπτικού ελέγχου (check up), ποσοστό απαράδεκτα χαμηλό για ευρωπαϊκή χώρα. Αντίθετα, το 50% των καρκίνων διαγνώστηκαν κατά τον έλεγχο για άλλο πρόβλημα υγείας του πάσχοντα, ενώ παρατηρήθηκε μια καθυστέρηση στη διάγνωση πάνω από 2 μήνες από την πρώτη επίσκεψη στο γιατρό.