Η πρόταση της ισπανικής οργάνωσης UPA (Ένωση Μικρών Αγροτών και Κτηνοτρόφων) για ενίσχυση των μεσογειακών παραδοσιακών ελαιώνων, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους -δεδομένης της μειωμένης ανταγωνιστικότητάς τους σε σχέση με την υπερεντατική καλλιέργεια, καθώς και της περιβαλλοντικής και κοινωνικής τους διάστασης-, ανοίγει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο για τον ελληνικό ελαιώνα που θα πρέπει άμεσα να αξιοποιήσουμε στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ, μιας και στο σύνολό του έχει ακριβώς αυτήν την παραδοσιακή μορφή.
Ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος, η ηλικία του Έλληνα αγρότη που συνεχώς μεγαλώνει, οι μικρές αποδώσεις των παραδοσιακών ελαιώνων, το μεγάλο κόστος παραγωγής και η κλιματική αλλαγή δεν αφήνουν περιθώρια βιωσιμότητας.
Όμως, δεν έχει νόημα να αναλυθεί περαιτέρω η πολυειπωμένη διάγνωση των δομικών προβλημάτων που μαστίζουν την ελαιοκαλλιέργεια στη χώρα μας. Είναι προτιμότερο να επικεντρωθούμε σε πιο αισιόδοξες προοπτικές που θα προκύψουν αν αξιοποιήσουμε σωστά μια ενδεχόμενη ενίσχυση των παραδοσιακών ελαιώνων στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ. Ίσως, τότε, μπορέσουμε να κάνουμε τον παραδοσιακό ελληνικό ελαιώνα βιώσιμο.
Ο τελευταίος, ιδανικά εναρμονισμένος με το φυσικό περιβάλλον, προσαρμοσμένος στο έντονο ανάγλυφο και στα πολλά μικροκλίματα, εναλλάσσεται με τις δασικές εκτάσεις, διαθέτει απαράμιλλη αισθητική και ποικιλομορφία, συνδυάζοντας το χαρακτηριστικό αργυροπράσινο με το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Ιδιαίτερα έχει συμβάλει το γεγονός ότι οι ελαιώνες δεν εγκαταστάθηκαν βίαια με εκχερσώσεις και ισοπεδώσεις, αλλά ήπια μέσα από τις κοπιώδεις προσπάθειες γενεών. Η παρουσία υπεραιονόβιων αλλά και νεόφυτων ελαιόδενδρων είναι σαφές δείγμα ότι πολλές γενεές έχουν προσφέρει τον μόχθο τους για να έχουμε σήμερα αυτό που αποκαλούμε ελληνικό ελαιοδάσος. Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα του ελληνικού ελαιώνα είναι η περιβαλλοντική και κοινωνική του διάσταση.
Αυτό είναι και το αντιστάθμισμα στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των σύγχρονων υπερεντατικών ελαιώνων βιομηχανικής μορφής, το οποίο όμως ελάχιστα έως καθόλου έχουμε αξιοποιήσει. Η πρόταση των Ισπανών θα μπορούσε να προσφέρει πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση, αρκεί να δούμε το ζήτημα της «ενίσχυσης» με δημιουργικό τρόπο και όχι μ΄ αυτόν που ως τώρα έχουμε συνηθίσει, δηλαδή του επιδόματος για κατανάλωση.
Η σύνεση αλλά και οι απαιτήσεις των καιρών επιβάλλουν να μάθουμε να ψαρεύουμε αντί να περιμένουμε να μας ταΐζουν ψάρια. Αυτό σημαίνει ότι το ενδεχόμενο ενίσχυσης θα πρέπει να μεταφραστεί σε ενίσχυση δράσεων και υποδομών που θα δώσουν την ευκαιρία της αύξησης του εισοδήματος των παραγωγών και κατ΄ επέκταση της βιωσιμότητας των παραδοσιακών ελαιώνων, όπως:
- Ιχνηλασιμότητα και σήμανση του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που προέρχεται από παραδοσιακούς ελαιώνες.
- Ενίσχυση δράσεων και υποδομών για ελαιοτουρισμό
-Ενίσχυση και ενθάρρυνση για συγκαλλιέργειες, παράλληλη άσκηση κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας κτλ, στο πλαίσιο μιας πολυλειτουργικής και πολυσυλλεκτικής γεωργίας που υποστηρίζει τη διατροφική αυτάρκεια και επάρκεια.
Η αξία του ελληνικού ελαιώνα είναι ανεκτίμητη, όμως το μέλλον του φαντάζει ζοφερό. Αντί να περιμένουμε απαθείς το μοιραίο που είναι η σταδιακή εγκατάλειψη, μπορούμε να σκεφτόμαστε, να δοκιμάζουμε λύσεις και να αξιοποιούμε ευκαιρίες.