Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει “έχουμε ευθύνη, γιατί δεν αφήνουμε κατά μέρος τους κομματικούς φακούς και την πολιτική ταυτότητα όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Οταν έρχεται η δύσκολη ώρα της απόφασης. Εχουμε ευθύνη όταν, αντί του καθαρού δημοσίου λόγου προκρίνουμε την αιχμηρότητα της υπερβολής, της προσβολής, της επιτίμησης και της απαξίωσης”.
Αφορμή για τη συνέντευξη του αρκαδικής καταγωγής διπλωμάτη στην “Ε” αποτέλεσε η παρουσίαση στην Καλαμάτα, αύριο στις 6 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο “Βιβλιόπολις”, του νέου του βιβλίου “Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία, η αυτοψία της δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών”. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, που διοργανώνουν το “Βιβλιόπολις” και οι εκδόσεις “Ι. Σιδέρης”, ο συγγραφέας θα συζητήσει για το βιβλίο και το θέμα που αυτό πραγματεύεται με τον δημοσιογράφο και διευθυντή της “Εστίας” Μανόλη Κοττάκη.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γ. Μπακόπουλο
- Αναμφισβήτητα η Συμφωνία των Πρεσπών για το Μακεδονικό ζήτημα αποτελεί ένα από τα πιο καίρια ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής, αλλά και της διεθνούς διπλωματίας. Ως ο πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της χώρας στην ΠΓΔΜ, πριν σχεδόν 30 χρόνια, είστε γνώστης του ακανθώδους αυτού ζητήματος. Γιατί θεωρείτε ότι η συμφωνία προκαλεί αντιδράσεις και στις δύο χώρες;
“Ευχαριστώ την εφημερίδα «Ελευθερία». Είναι η δεύτερη φορά, μέσα σε ένα εξάμηνο, που βρίσκομαι στην Καλαμάτα. Αφορμή η εκδήλωση, στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιόπολις», το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στην οποία με τον γνωστό και έγκυρο δημοσιογράφο και διευθυντή της «Εστίας» Μανόλη Κοττάκη θα μιλήσουμε για το νέο μου βιβλίο με τίτλο «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία - Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών». Γιατί αυτοψία; Διότι η αυτοψία έχει και τον χαρακτήρα του ελέγχου του οικοδομήματος, αν ανταποκρίνεται δηλαδή στις προδιαγραφές. Κυρίως, όμως, αν η συμφωνία έχει “στατική επάρκεια”. Αν αντέχει στους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς και σεισμούς και στον χρόνο. Εδώ εντοπίζω το πρόβλημα. Γιατί δύσκολη; Διότι προϋποθέτει τη συνολική σε βάθος χρόνου, χωρίς υπαναχωρήσεις, εκτροχιασμό και παλινδρομήσεις οριστική και συνολική εφαρμογή όχι μόνο των προαπαιτούμενων από τις δύο χώρες. Η βεβαιότητα του τίτλου «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία» δοκιμάζεται, τίθεται σε αμφισβήτηση από τον υπότιτλο «Η αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών»”.
- Στο βιβλίο σας επικρίνετε την “έλλειψη ειλικρινούς προσπάθειας” για τη λύση αυτών που αποκαλούμε “εθνικά θέματα”. Για ποιον λόγο υποστηρίζετε κάτι τέτοιο;
“Στις 17 Ιουνίου 2018 υπογράψαμε με πανηγυρισμούς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η κυβέρνηση τόνιζε ότι σταθερή επιδίωξή μας ήταν να μην υπάρχει νικητής και ηττημένος. Είναι το γνωστό win-win. Γιατί, όμως, δεν φροντίσαμε εξ αρχής να ισχύσει η αρχή αυτή ταυτόχρονα και στην Ελλάδα; Να μην διαχωρίζουμε δηλαδή σήμερα, όπως συστηματικά γίνεται, τους πολίτες και τις πολιτικές παρατάξεις σε νικητές και ηττημένους; Σε φοβικούς και δήθεν δειλούς από τη μια και σε δήθεν γενναίους και πατριώτες από την άλλη; Σε εθνικιστές και σε ενδοτικούς;
Εδώ και πολλούς μήνες έχω επισημάνει ότι δεν θα συνιστούσα ως εθνικό πρότυπο τη διαπραγμάτευση που ακολουθήσαμε. Η ορθή προσέγγιση θα ήταν να προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια έχοντας εξασφαλίσει στο μέτρο του εφικτού τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική στήριξη και συνοχή στο εσωτερικό. Η κυβέρνησή μας, όμως, προτίμησε το αντίθετο. Το βιβλίο αυτό άρχισα να το γράφω το Σάββατο 16 Ιουνίου, αμέσως μετά το τέλος της απογοητευτικής συζήτησης στη Βουλή.
Ευθύνη έχουμε γιατί στο σύγχρονο Μακεδονικό ζήτημα, στις σχέσεις μας δηλαδή με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, δεν είπαμε όλη την αλήθεια. Πότε το ανακαλύψαμε, πότε το αποκαλύψαμε, πότε το συγκαλύψαμε, γιατί δεν το λύσαμε. Κυρίως, όμως, τώρα, γιατί το λύνουμε, αν το λύνουμε, όπως το λύνουμε. Ας μην απορούμε λοιπόν. Οχι δεν φταίει ο κόσμος, η κοινή γνώμη, οι διαμαρτυρίες και τα συλλαλητήρια. Εχουμε ευθύνη, γιατί δεν αφήνουμε κατά μέρος τους κομματικούς φακούς και την πολιτική ταυτότητα όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Οταν έρχεται η δύσκολη ώρα της απόφασης. Εχουμε ευθύνη όταν, αντί του καθαρού δημοσίου λόγου προκρίνουμε την αιχμηρότητα της υπερβολής, της προσβολής, της επιτίμησης και της απαξίωσης. Ας είναι αυτή η τελευταία φορά που ακούσαμε, ακόμη και από το βήμα της Βουλής, κατηγορίες για εθνικιστές, ακραίους, φοβικούς, δειλούς, ανήμπορους και ανίκανους. Εχουμε, ταυτόχρονα, ευθύνη γιατί δίνουμε μόνοι μας το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι υποτελείς, υποταγμένοι, μειοδότες και ενδοτικοί βρίσκονται ανάμεσα μας”.
- Πώς μπορεί να συμβαίνει μέρος του λαού και στις δύο χώρες να δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετο με τη συμφωνία, φθάνοντας ακόμα και σε αναφορές για “εθνική μειοδοσία” των κυβερνώντων και από τις δύο πλευρές των συνόρων; Γίνεται να έχουν και οι δύο δίκιο στις αιτιάσεις τους;
“Γράφω στο βιβλίο: Βαθύτατα πιστεύω ότι με την άτυπη, έστω πίσω από τις κλειστές πόρτες, συνδρομή και συνεννόηση, με τρία - τέσσερα το πολύ προβεβλημένα στελέχη της αντιπολίτευσης, θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι ατέλειες και κακοτοπιές που υπάρχουν στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Επίσης, να προληφθεί η αντίληψη που φαίνεται να εμπεδώνεται, σε κρίσιμο για τη βιωσιμότητα της συμφωνίας τμήμα της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στη γειτονική μας χώρα, ότι πρόκειται για συμφωνία που προκαλεί «ζημία/ζημία» (lose/lose) αντί του επιδιωκόμενου στόχου και διακηρυγμένου αποτελέσματος «κέρδος/κέρδος» (win/win).
Εκτιμώ ότι μία εκ των προτέρων ουσιαστική συνεννόηση μεταξύ της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα μας έδινε μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών κατά τη διαπραγμάτευση, με αποτέλεσμα να καταβάλουμε μικρότερο αντίτιμο σχετικά με το δίπτυχο γλώσσα, ιθαγένεια/εθνικότητα. Επιτρέποντας, έτσι, τον μετριασμό της αντίληψης σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης των δύο χωρών ότι πρόκειται για συμφωνία «lose/lose» λόγω των δύσκολων συμβιβασμών”.
- Πολύς λόγος έχει γίνει για παρεμβάσεις και πιέσεις από “ξένο δάκτυλο” στο θέμα που συζητούμε. Εκτιμάτε ότι έχουν υπάρξει τέτοιες παρεμβάσεις και πιέσεις -και αν ναι, έχουν ασκηθεί μόνο προς μία κατεύθυνση και μόνο για ένα αποτέλεσμα;
“Τρία είναι τα βασικά σημεία που πρέπει να συγκρατήσουμε: 1. Η σύγκρουση Ανατολής (Ρωσία) - Δύσης είναι στα σύνορά μας. 2. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επιθυμούν, πάση θυσία, την ένταξη της ΠΓΔΜ και συνεπώς δεν είναι διατεθειμένες να υποστούν στα Σκόπια μία ήττα από τη Ρωσία. 3. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να έχουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ότι ή ένταξη της γειτονικής μας χώρας στο ΝΑΤΟ -και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση- θα λύσει τα προβλήματα που εξακολουθούμε να έχουμε. Κοιτάξτε τι συμβαίνει με την Αλβανία σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ”.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς είναι πρέσβης επί τιμή. Κατάγεται από την ορεινή Γορτυνία (Στεμνίτσα). Είναι πτυχιούχος Οικονομικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με πιστοποιητικό σπουδών από την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης.
Ως διπλωμάτης υπηρέτησε υπό 11 κυβερνήσεις και 15 υπουργούς Εξωτερικών, μεταξύ άλλων, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, επιτετραμμένος στη Λιβύη, Διάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, πρώτος σύμβουλος για Πολιτικές Υποθέσεις στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδος στον ΟΗΕ (Νέα Υόρκη), επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αποστολής Παρατηρητών σε Βουλγαρία και σε ΠΓΔΜ. πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος Ελλάδος στην ΠΓΔΜ, πρέσβης της Ελλάδος στην Αλβανία, διευθυντής Βαλκανικών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών.
Το 2005 τοποθετήθηκε πρέσβης της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον. Το καλοκαίρι του 2009 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε ειδικός σύμβουλος στο Διπλωματικό Γραφείο της υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη. Τον Ιανουάριο του 2007 βραβεύτηκε στην Ουάσιγκτον με το Διεθνές Βραβείο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για το έργο του στα Βαλκάνια.