Εχει επιβληθεί μία πολιτική και οικονομική ρουτίνα που οδηγεί στη χρονική παράταση της κρίσης. Η Ελλάδα μπήκε στο μνημόνιο τον Μάιο του 2010 με προοπτική να βγει από αυτό στα τέλη του 2012. Η κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία επρόκειτο να βάλει τέλος στο μνημόνιο και στη λιτότητα, υπέγραψε το τρίτο πρόγραμμα - μνημόνιο τον Ιούλιο του 2015, το οποίο προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Από τον περασμένο Μάρτιο, οπότε η Κύπρος ακολούθησε το καλό παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και βγήκε οριστικά από το μνημόνιο, είμαστε η μόνη μνημονιακή χώρα. Επειδή μάλιστα παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση στην πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος - μνημονίου και ανακοινώνονται ήδη από τους πιστωτές πρόσθετα μέτρα για το 2018, είναι εξαιρετικά πιθανό η εφαρμογή του μνημονίου να συνεχιστεί το 2019 ή και το 2020.
Ιδια λάθη
Εχουμε εγκλωβιστεί στο μνημόνιο γιατί οι κυβερνήσεις κάνουν, σε γενικές γραμμές, τα ίδια λάθη, απλά αλλάζει το ιδεολογικό και πολιτικό περιτύλιγμα.
Στο ζήτημα του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού η κυβέρνηση Τσίπρα συνεχίζει τη σαλαμοποίηση των συντάξεων που ξεκίνησαν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Αντί να επιβληθούν δραστικές λύσεις και να γίνει το σύστημα οικονομικά βιώσιμο, ακολουθείται μία πολιτική, εκλογική διαχείριση που εξασφαλίζει κάποιο χρόνο στην κυβέρνηση επιδεινώνοντας όμως το πρόβλημα.
Κατά την άποψή μου επιβάλλεται μία σοβαρή μείωση στο κόστος του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος για τον κρατικό προϋπολογισμό, η οποία θα ξεπερνάει το 1% του ΑΕΠ που ζητούν, σε πρώτη φάση, οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές. Η κρατική επιδότηση για το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό είναι πολύ πέρα από τις δυνατότητες του προϋπολογισμού, των φορολογούμενων πολιτών και της ίδιας της οικονομίας.
Οι θυσίες είναι αναγκαίες αλλά πρέπει να είναι δίκαιες με βάση τη λογική που πρέπει να έχει ένα έντιμο και βιώσιμο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτοί που έχουν συμπληρώσει 40 χρόνια πραγματικής ασφάλισης δεν πρέπει να υποστούν νέες περικοπές γιατί είναι οι βασικοί χρηματοδότες του συστήματος. Αυτοί που έχουν συνταξιοδοτηθεί με 35 χρόνια ασφάλισης θα πρέπει να δεχτούν μία μείωση της τάξης του 10% για να συμβάλουν στην εξυγίανση των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές θα πρέπει να είναι της τάξης του 20% γι’ αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν με 30 χρόνια ασφάλισης, μπορεί να φτάσουν το 25% έως 30% για όσους συνταξιοδοτήθηκαν με 25 χρόνια ασφάλισης και να αυξηθούν ακόμα περισσότερο για όσους χρηματοδότησαν για λιγότερα χρόνια, με τις εισφορές τους, το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό σύστημα.
Το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται τις συντάξεις σαν ένα «μπόνους» προς την εκλογική πελατεία. Ακόμη και σήμερα όπου έχουμε μόνο 4 εργαζόμενους για κάθε 3 συνταξιούχους, η κυβέρνηση δίνει μάχη για να συνεχιστεί η συνταξιοδότηση εργαζομένων με μόνο 15 χρόνια ασφάλισης και να πληρώσουν το λογαριασμό αυτοί που έχουν συγκριτικά υψηλές συντάξεις επειδή είχαν υψηλούς μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές και συμπλήρωσαν 40 χρόνια χρηματοδότησης του συστήματος με τις εισφορές τους.
Η λύση είναι προφανής και ασφαλιστικά δίκαιη. Μπορεί όμως να έχει μεγάλο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση η οποία προσποιείται ότι διαχειρίζεται το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό, ενώ στην πραγματικότητα αναπτύσσει, σε δύσκολες μνημονιακές συνθήκες, την εκλογική της πελατεία.
Μείωση δαπανών
Ανάλογη ριζοσπαστική προσέγγιση πρέπει να έχουμε και στο ζήτημα των μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου. Η κυβέρνηση προγραμματίζει την αύξησή τους, ενώ επιβάλλεται η δραστική μείωσή τους για να περιοριστεί η υπερφορολόγηση και να ανασάνει η οικονομία.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να προτείνει τη μείωση των μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου κατά 15% με ταυτόχρονη κατάργηση του κανόνα της μίας πρόσληψης για κάθε 5 συνταξιοδοτήσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Κατά την άποψή μου πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μία πρόσληψη στο Δημόσιο για κάθε συνταξιοδότηση για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, πρέπει να ενισχυθεί το δυναμικό του Δημοσίου σε διάφορους τομείς, όπως είναι η διαχείριση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών δαπανών στη βάση υπερσύγχρονων συστημάτων νέας τεχνολογίας. Αυτή η διαχείριση δεν μπορεί να γίνει από ανειδίκευτους 50άρηδες υπαλλήλους, είναι υπόθεση της νέας γενιάς, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάρχει η κατάλληλη γνώση και εκπαίδευση. Δεύτερον, το Δημόσιο πρέπει να προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης στους νέους χωρίς όμως να αυξηθεί ο συνολικός αριθμός των υπαλλήλων και να μεγαλώσουν οι διαστάσεις της γραφειοκρατίας.
Οι παλαιότεροι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να δεχτούν μια πρόσθετη οικονομική θυσία στο όνομα της εξασφάλισης της μονιμότητάς τους, του αναγκαίου εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και της δημιουργίας ευκαιριών απασχόλησης για νέους υπαλλήλους, με το συνολικό μισθολογικό κόστος να περιορίζεται.
Εάν επιλέξουμε ριζοσπαστικές λύσεις θα βγούμε γρήγορα από την κρίση. Εάν συνεχίσουμε την ίδια ρουτίνα θα περάσουμε απ’ τα έκτα στα όγδοα ή και στα δέκατα γενέθλια του μνημονίου.
Του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου