Σάββατο, 16 Φεβρουαρίου 2019 20:35

Ρέα Βιτάλη: “Το παλτό μου, μαμά” Ι Εκδόσεις Διόπτρα

Γράφτηκε από την

 

Μια ιστορία από τα 80’s. Μια ζωή γεμάτη γκλάμουρ, μόδα και πολιτική. Μια ζωή χαρισμένη στα ναρκωτικά.

«Τον συμπόνεσα τον Βασίλη “μου”. Γεννήθηκε τη δεκαετία του ΄60. Στάθηκα μέσα του από τη γέννησή του. Είδα την απουσιοπαρουσία του πατέρα του να σκάβει έλλειψη και η έλλειψη να γραπώνεται από εξάρτηση. Κάποτε έγινε ναρκομανής. Τον είδα να πονάει, να αγωνιά, να αναζητά, να εκπλιπαρεί, να χαμηλώνει, να ψευτοψηλώνει, να πέφτει, να τσακίζεται, να εξευτελίζεται, να δικάζεται, να αντέχει και να μην αντέχει. Δεν άφησε συναίσθημα να μην το γευτεί.

Είδα ούτε ξέρω πόσες απόπειρες αυτοκτονίας του μέχρι εκείνη, τη σημαδιακή, που πέρασε στις εφημερίδες της εποχής. Χώθηκα μαζί του στο ασθενοφόρο, δίπλα στη μάνα του που κρατούσε στα χέρια της ένα πανάκριβο παλτό, με γούνα από κάστορα στον γιακά του. Ο Βασίλης - Βασιλάκης, ειδική περίπτωση. Οσο τσαλακωμένα τα μέσα του τόσο ατσαλάκωτος παρουσιαζόταν. Η επιτομή του στιλ. Τον μελέτησα γυμνό, αλλά και με την πανοπλία του. Δεν είναι αθώα υπόθεση τα ρούχα των ανθρώπων.

Είδα και την εποχή του. Είδα την Αθήνα της αντιπαροχής, την Ερμού να παραδίδει τα σκήπτρα στο Κολωνάκι. Περπάτησα την πλατεία του, αγόρασα Lacoste, πέρασα και από του Μπίλι Μπο για να χαζέψω τη γοητεία του. Είδα και τη Μύκονο ως εναλλακτικό νησί, όπου το πλοίο παρέδιδε τον κόσμο σε λάντζα και οι λίγοι τουρίστες κοιμόντουσαν σε ταράτσες. Εζησα μαζί του την Αλλαγή, τον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ, είδα και τον Κουτσόγιωργα να πεθαίνει. Αυριανισμό, αυτοκρατορία Κοσκωτά. Ξεφύλλισα το “Κλικ”. Εφτασα μέχρι τις χαρές! Πήραμε την Ολυμπιάδα! (...)»

Ρ.Β.