Στην αρχή επικράτησε αμηχανία. Ακολούθησε εκνευρισμός, όταν αυτός ψύχραιμα –με μολύβι και χαρτί που λέμε– υπολόγισε ότι, μετά τις αντιπαροχές και τις εντάξεις στο σχέδιο πόλης, το μερτικό του ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσα έτρωγε σε μετρητά τα χρόνια της ασωτίας. Ηταν καλά μελετημένος με συμβουλές από δικηγόρους και μεσίτες κι αντίγραφα μερίδων από τα υποθηκοφυλακεία. Είπαμε, άλλο άσωτος, άλλο άσχετος. Υπολόγισαν κόστη και έξοδα: φτου κι απ' την αρχή αποδοχές, νέοι εξ αδιαιρέτου συσχετισμοί, διανομές με σικέ χρησικτησίες κι άνοιγμα περαιωμένων φακέλων στην Εφορία. Το σκέφτηκαν και του 'παν να κάτσουν γύρω από 'να τραπέζι να τα βρούνε βραδερφέ. Τα πήραν όμως, κυριολεκτικά, στο κρανίο μόλις ήρθε το φαγητό κι εκείνος τους είπε “φάτε εσείς, εγώ είμαι βετζετέριαν”. Και δουλειά δεν θα γινόταν με δαύτον και τζάμπα το σφάξαν το μοσχάρι το σιτευτό».
Του Ασώτου
Ο Γιάννης Κωνσταντίνου «εκ Σαμαρίνης», όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, «γεννήθηκε το 1966 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τελείωσε το γερμανικό σχολείο, σπούδασε και δικηγορεί. Είναι ΠΑΟΚ. Πάρα πολύ νωρίς εντάχθηκε στο μετερίζι του ρεφορμισμού, το οποίο υπηρετεί με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση από θέσεις ευθύνης και μη. Τον έχουν δύο κόρες (και μία χελώνα)».
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Σελίδες: 80