Μετά το Ξένο και τη Πανούκλα, έρχεται με τη Πτώση (La Chute) και ολοκληρώνει την αριστουργηματική του τριλογία που τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο, χαρίζοντάς του ένα από τα πιο δίκαια Βραβεία Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού.
Με τη Πτώση* λοιπόν, (έκδοση: 1956)-μέσα από το αμφιλεγόμενο αυτό ψυχολογικό αφήγημα- ο Καμύ παρουσιάζει τον Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς ως έναν ‘ήρωα της εποχής’. Έναν άνθρωπο ηθικό, έξυπνο, αυτοδημιούργητο, μεγαλόψυχο και συμπαραστάτη για τους αδύναμους. Έναν άντρα φαινομενικά τέλειο για να αρέσει στους άλλους. Τι γίνεται όμως, όταν αυτός ο τόσο καλός και ελεήμων άνθρωπος αφήνει αβοήθητη μια γυναίκα στα νερά ενός ποταμού;
Εδώ λοιπόν, αρχίζει και σιγά σιγά η Πτώση αυτού του προσώπου που δε δείχνει τίποτα άλλο πέρα από ένα κατακερματισμένο άνθρωπο που χρησιμοποιεί τους γύρω του για να ανέβει, εξυψώνοντας το εγώ του και θυσιάζει την ελευθερία στο βωμό της δουλείας. Ένας ηχηρός εσωτερικός/εξομολογητικός μονόλογος, όπου το ψέμα και η αλήθεια αποκτούν άλλη υπόσταση και σε οδηγούν με έναν περίεργο τρόπο σε μια είδους παραδοχή και λύτρωση. Διότι, ίσως τελικά, χάρις την αποδοχή των αδυναμιών μας, γινόμαστε δυνατότεροι και πιο σίγουροι για εμάς.
Μέσα από αυτό λοιπόν, το βιβλίο, γινόμαστε και εμείς οι ήρωες της δικής μας εποχής και μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε και να αναρωτηθούμε για το τι είναι σπουδαίο τελικά σε αυτή τη ζωή. Να κάνεις τα πάντα μηχανικά απλά για να δείχνεις καλός και σωστός για τη κοινωνία; Πώς γίνεται απλά να υπάρχεις χωρίς να ζεις; Να παίρνεις χωρίς να δίνεις; Και η αγάπη; Ο Έρωτας; Η Φιλία; Υπάρχουν μονάχα στα μυθιστορήματα που μας αρέσει να διαβάζουμε;
«Όταν όμως, δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις ότι πρέπει να την αλλάξεις, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, έτσι δεν είναι; Τι να κάνεις για να γίνεις διαφορετικός; Τίποτα, αδύνατο. Θα πρέπει να μην είσαι πια κανένας, να λησμονήσεις τον εαυτό σου για κάποιον άλλο, για μια τουλάχιστον φορά. Πώς όμως; Μη με κουράζετε περισσότερο. Είμαι σαν εκείνο το γεροζητιάνο που δεν άφηνε το χέρι μου, μια μέρα σ’ ένα υπαίθριο καφενείο: «Αχ κύριε», έλεγε, «δεν είμαστε κακοί άνθρωποι, μα χάνουμε το φως!». Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την αγία αθωότητα εκείνου που συγχωρεί τον εαυτό του.»
Ας αναρωτηθούμε για λίγο λοιπόν, και ας ψάξουμε να βρούμε το φως…εκείνον το χαμένο μας εαυτό…
*κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη