Ξεφυλλίζοντας την εκτεταμένη ποιητική σύνθεση της Τζούλιας Πουλημενάκου με τον τίτλο «Αντίκλεια» στάθηκα πρώτα στην εντελώς πρωτότυπη αλλά και τολμηρή ιδέα της ποιήτριας να αναμετρηθεί με μια μεγάλη, αν και αναιμική, γυναικεία μορφή της Οδύσσειας, τη μάνα του Οδυσσέα. Η λογοτεχνία έχει αρκούντως ασχοληθεί με τη γοητευτική Καλυψώ, τη μάγισσα Κίρκη, την ανέμελη Ναυσικά, τη συνετή Αρήτη, την πιστή βεβαίως Πηνελόπη, καθόλου όμως δεν έχει φωτίσει το πρόσωπο της πονεμένης μάνας του Οδυσσέα, που πεθαίνει με τον καημό του γιου που δεν έχει στέρξει να τον δει να επιστρέφει στο σπιτικό του στην πατρώα γη, που δεν θα τον ξανασφίξει στην αγκαλιά της. Σ’ αυτήν τη γυναίκα που στο ν της Οδύσσειας, σκιά μέσα από σκιές, συναντάει το παιδί της, η Τζούλια Πουλημενάκου χαρίζει τη μελίρρυτη ποιητική φωνή της. Μια φωνή που θα αποτυπώσει με τη φαντασία και τον λόγο της, σε μια σημερινή εκδοχή, όσα δεν μπόρεσε να μας πει η Αντίκλεια στην οδυσσειακή Νέκυια.
Πέρα από την πρωτότυπη επιστράτευση μιας γυναικείας μορφής που δεν έχει «ξοδευτεί» στα λόγια των λογοτεχνών, η ποιήτριά μας δεν είχε εφόδιο άλλο από τη μητρική αγάπη, συναίσθημα που υπερχείλισε και ακράτητο τροφοδότησε έναν γνήσιο ποιητικό λόγο. Μητέρα η ίδια, με γιο ταξιδευτή, κατόρθωσε να διεισδύσει στην ψυχή της μυθικής εκείνης μάνας του ομηρικού κειμένου και με τους στίχους της να δώσει ψυχή και φωνή σε κάθε μάνα, σε κάθε Αντίκλεια που ως θεσμική μορφή σημαδεύει τους αιώνες.
Ο ποιητικός λόγος της Τζούλιας Πουλημενάκου αναμετρήθηκε με τα απερίγραπτα συναισθήματα, εκείνα που κρύβονται στην καρδιά κάθε μάνας και έδωσε υπόσταση σ’ αυτά, με κορύφωση την προσφώνηση "σπλάχνο από τα σπλάχνα μου" που επανέρχεται συνολικά δέκα φορές στο κείμενό της για να αποτυπώσει την επιτομή της σχέσης μητέρας – παιδιού. Η Αντίκλεια, λοιπόν, γίνεται στην ποιητική σύνθεση της Τζ. Πουλημενάκου το διαχρονικό σύμβολο της μητρικής φιγούρας, ενσαρκώνοντας την πιο άδολη αγάπη που η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να αισθανθεί ως δότης και ως δέκτης.Από τους πρώτους στίχους του εκτεταμένου ποιήματος βυθιζόμαστε στον ονειρικό κόσμο που φτιάχνει η γνησιότητα της καλλιέπειας της ποιήτριας, τον οικειοποιούμαστε με την επίτευξη της ενσυναίσθησης και ζούμε μέσα από την κραυγή της Αντίκλειας τη λατρεία κάθε μάνας για τα παιδιά της που φθάνει να ακυρώνει ακόμη και τον θάνατο.
Η ποιητική σύνθεση της Τ.Π., χωρισμένη σε δεκατρείς ενότητες σκιαγραφεί με δύναμη τον μητρικό ψυχισμό. Η ήρεμη προσμονή, η ανεκτικότητα, η μελαγχολία από την απουσία και η κορύφωση των μητρικών συναισθημάτων με λεκτική έξαρση αγάπης, με την οποία κλείνει και το έργο, συνοψίζει ολόκληρη τη δυναμική της ποιητικής έκφρασης κατά την ανάγνωση. Σε όλη την αναγνωστική διαδρομή, σε όλον τον μονόλογο της Αντίκλειας ο πόνος από την απουσία του Οδυσσέα- γιου και από την αβεβαιότητα της επιστροφής του κυριαρχεί. Την αβεβαιότητα διαδέχεται η απογοήτευση. Φιλοσοφικά ερωτήματα για την αληθινή φύση των πραγμάτων, τη νίκη ενάντια στο φθαρτό, τη θεϊκή παρέμβαση, τίθενται από την ποιήτριας, μαζί τους και το αίσθημα της μητρικής ευθύνης για τα γενεσιουργά αίτια των αποφάσεων του παιδιού της. τα πιθανά λάθη της που το επηρέασαν, οι μνήμες του παιδικού παρελθόντος, οι πόθοι και τα όνειρα για το παιδί της, η άκρατη επιθυμία της να γίνει ασπίδα του ενάντια στο κακό και παντοτινά συμβουλευτικός και ενθαρρυντικός ρόλος της «μην κουραστείς», μη λυγίσεις, μη σπάσεις». Τέλος η πεποίθηση για την τραγική απώλεια και το παιχνίδι της πορείας του Οδυσσέα από το φως στο σκοτάδι και πάλι στο φως και από την πλάνη στην αλήθεια ισοδυναμεί με την προσπάθεια για την αναζήτηση της αλήθειας που ελευθερώνει και μέσω του πάθους διδάσκει οποιονδήποτε στη ζωή. Η Αντίκλεια -μάνα λοιπόν ελευθερώνεται καθώς αισθάνεται το παιδί της ζωντανό,οπότε η δύναμη της αγάπης της θα του δείξει ξανά τον δρόμο προς τη ζωή και την ευτυχία.
Η Τζούλια Πουλημενάκου επιχείρησε και κατάφερε να αναμετρηθεί στην «Αντίκλειά» της με το ανάστημα της μορφής της Μάνας, και να εστιάσει ετεροβαρώς στην αμφίδρομη σχέση μάνας – παιδιού που πολλαπλώς ανά τους αιώνες απασχολεί τον άνθρωπο. Έχοντας αναμετρηθεί με τα «κρυφά δώματα» του ποιητικού εαυτού της η Τ.Π. χρησιμοποίησε με ευστοχία όλη τη γκάμα των καλολογικών στοιχείων, παρομοιώσεις, μεταφορικότητα, αντιθέσεις, πλούσια εικονοποιία και γλώσσα λαγαρή νεοελληνική ενώ κατάφερε η Μυκηναία Αντίκλεια να ταυτιστεί στη συνείδηση του αναγνώστη της με κάθε μάνα ή με την «ελληνίδα» μάνα, η οποία εξακολουθεί να ξεχνάει αξιώματα, σταδιοδρομία ή άλλη καταξίωση έξω από τον μητρικό της ρόλο.
Το βιβλίο, από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, με την εξαιρετική καλαισθησία που αποπνέει η λιτότητα του εξωφύλλου του, συμπληρώνεται από πρόλογο, εισαγωγικό σημείωμα και επίμετρο, δοσμένα με τη ματιά άξιων φιλολόγων.Ο εκτενής σχολιασμός σε αυτά καθοδηγεί τον αναγνώστη στα χνάρια της ποιητικής σύλληψης και αποτύπωσης της διαχρονικής «Αντίκλειας» αλλά και των αισθημάτων και σκέψεων του ίδιου του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου που σκιαγραφεί με ποιητική δύναμη τη σημερινή Αντίκλεια, τη σύγχρονη ελληνίδα μάνα.
Η Τζούλια Δ. Πουλημενάκου κατάγεται από το Γύθειο Λακωνίας. Με την ποίηση ασχολείται από την ηλικία των 14 ετών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό επί τριάντα έτη. Από το 2014 έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Αθώες Νοσταλγίες”, “Απρόσμενη Άνοιξη” και “Αντίκλεια”. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας "Χείλων ο Λακεδαιμόνιος" και της Αμφικτυονίας Ελληνισμού.