“Είχα την τύχη να γεννηθώ σε χωριό, κοντά στη φύση, και τα πρώτα μου ακούσματα ήταν τα κελαηδήματα των πουλιών, το ζουζούνισμα των εντόμων την άνοιξη, οι φωνές των οικόσιτων ζώων και τα μουσικά μου ακούσματα ήταν τα δημοτικά μας τραγούδια σε χαροκόπια και γιορτάσια των απλών ανθρώπων του λαού, που με ευλόγησε ο Θεός και συμμετείχα.
Αγάπησα πολύ το δημοτικό μας τραγούδι, ανεκτίμητο κομμάτι της παράδοσης του λαού μας, και τώρα που ήρθαν τα δύσκολα, βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι στην προσπάθεια που γίνεται για τη διάσωση των ιερών και των οσίων. Θαύμασα πολύ τις γυναίκες του λαού, τις αγρότισσες, για το πώς κατάφερναν να κάνουν τόσα πράγματα. Αυτές οι γυναίκες ήταν η μια κολόνα που στήριζαν το σπίτι, την οικογένεια. Στο σπίτι νοικοκυρές, δέσποινες, στα παιδιά δασκάλες, στους γονείς βοηθός, στον σύντροφο στήριγμα, εργάτριες στο χωράφι και στα ζώα. Και όλα αυτά σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, που ήθελε τη γυναίκα πολλά βήματα πίσω από τον άνδρα. Και όμως, οι γυναίκες αυτές πορεύονταν ολοζωής με αγάπη, αυτοθυσία, υπομονή και επιμονή για το σπίτι και τους ανθρώπους τους. Θαυμάζοντας αυτές τις γυναίκες, με πρώτη τη μάνα μου, σκέφτηκα να σεργιανίσω στον όμορφο, πολύχρωμο κι ευωδιαστό χώρο του δημοτικού μας τραγουδιού και να τολμήσω να καταγράψω μέσα από τους στίχους του τι έγραψαν οι απλοί άνθρωποι του λαού για τη γυναίκα”.
Η Γαρυφαλλιά Κατσαμπάνη - Τσαγκάρη γεννήθηκε στο Δώριο Τριφυλίας. Σε ηλικία 7 ετών έχασε τον πατέρα της. Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση τελείωσε στο χωριό της. Σπούδασε ένα χρόνο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και 4 χρόνια στη Σχολή Μαιών του Μαιευτηρίου “Αλεξάνδρα”. Σαν μαία εργάστηκε στο δημόσιο, σε αγροτικά ιατρεία του τόπου της, για 17 χρόνια. Ζει στη Βαλύρα Μεσσηνίας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993.
Από τις Εκδόσεις “Λεξίτυπον”.