Σε φιλοκυβερνητική (βενιζελική) γραμμή το "Θάρρος" τάσσεται κατά του συλλαλητηρίου και αφιερώνει ελάχιστο χώρο για τα όσα συνέβησαν σε αυτό: "Την παρελθούσαν Κυριακήν εγένετο εν Μεσσήνη η προαναγγελθείσα συγκέντρωσις των σταφιδοπαραγωγών προς ένδειξιν διαμαρτυρίας εναντίον της κυβερνήσεως διά την επιδεικνυομένην από μέρους της ακηδίαν ως προς το σταφιδικόν ζήτημα. Προς τους συγκεντρωθέντας ωμίλησαν κατά σειράν οι εκ των μελών της οργανωτικής επιτροπής κ. Δεληγιάννης, Ιω. Βενιζέλος και Θ. Κορμάς τονίσαντες ότι παρίσταται απόλυτος ανάγκη όπως η κυβέρνησις ενδιαφερθή προσωπικώς εις την υπόθεσιν της τιμής της σταφίδος. Μετά ταύτα ενεκρίθη και απεστάλη προς την κυβέρνησιν ψήφισμα διαμαρτυρίας, εν ω τονίζεται ότι οι σταφιδοπαραγωγοί Μεσσήνης τάσσονται υπέρ των αιτημάτων των σταφιδοπαραγωγών Πύργου. Κατά την συγκέντρωσιν συνελήφθησαν και δύο κομμουνισταί οίτινες απεπειράθησαν να διανείμουν προκηρύξεις εν αις μεταξύ των άλλων κατεφέροντο δι' υβριστικών φράσεων εναντίον του κ. Βενιζέλου και των άλλων υπουργών. Ούτοι απεστάλησαν εις τον κ. εισαγγελέα επί παραβάσει του ιδιωνύμου" (350).
Για το συλλαλητήριο αυτό υπάρχουν δύο σημαντικές μαρτυρίες μετέπειτα στελεχών του ΚΚΕ. Η πρώτη είναι του Φώτη Δ. Αποστολόπουλου, ο οποίος σε κείμενο με τίτλο "Ο Κουλαμπάς είπε την αλήθεια" γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 περιγράφοντας γλαφυρά τα γεγονότα: "Ιούλης 1928, στο Νησί. Στ' "Αλώνια", τη μοναδική πλατεία του, που γινότανε κάθε Σάββατο το βδομαδιάτικο παζάρι, δίπλα στο παλιό Γυμνάσιο και μπροστά στη μάντρα με τους τσιμεντόλιθους που έφραζε τον καλοκαιρινό κινηματογράφο, τον "Πάμισο", συγκεντρώθηκαν πάνω από δύο χιλιάδες σταφιδοπαραγωγοί από τα γύρω χωριά Μια επιτροπή τους είχε καλέσει με προκηρύξεις, που είχανε μοιραστεί σ' όλα τα χωριά, σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας εναντίον του ΑΣΟ και της τότε κυβέρνησης για τη χαμηλή τιμή του σταφιδόκαρπου. Από το χωριό μου, την Πιλαλίστρα, πήγανε πολλοί. Ο πατέρας μου δεν μ' εμπόδισε να πάρω μέρος κι εγώ, που τότε ήμουνα δεν ήμουν 15 χρονών, σχολιαρούδι της Β' τάξης του τετρατάξιου Γυμνασίου. Γεννημένος μέσα στα κούρβουλα και ζυμωμένος μέσα στον αβάσταχτο μόχθο των γονιών μου, που ήσαν σταφιδοπαραγωγοί, κάπως πρώιμα είχα αποχτήσει την πικρή γεύση της σκληρής τους ζωής και της ασταμάτητης αγωνίας στο πώς θα τα βγάλουν πέρα. Ετσι -το θυμάμαι καλά- αμίλητος πήγαινε στο συλλαλητήριο, έχοντας κολλήσει σε μια ομάδα μεγαλύτερων συγχωριανών μου που κουβέντιαζαν ζωηρά, για να ενώσω τη δική μου φωνή διαμαρτυρίας για τις αδικίες σε βάρος των σταφιδοπαραγωγών.
Τ' "Αλώνια" σ' ένα μεγάλο τους μέρος είχανε γιομίσει από τον κόσμο· γύρω απ' αυτόν είχανε τοποθετηθεί χωροφύλακες με τα ντουφέκια στον ώμο. Δεν ήσαν οι χωροφύλακες του Νησιού μόνο· είχανε ενισχυθεί από την Καλαμάτα και τους γύρω αστυνομικούς σταθμούς, για να επιβάλουν, στην ανάγκη, τον νόμο και την τάξη. Κάποια στιγμή, πάνω στη μάντρα την τσιμεντολιθένια του κινηματογράφου, φάνηκαν πεντέξη άνθρωποι*, κι ένας τους, καλοντυμένος και με γραβάτα, άρχισε να μιλάει: οι αγρότες, όλοι μας, είχαμε σωπάσει για να ακούσουμε το λόγο. Μίλησε για τη σταφίδα, δεν μπόρεσα όμως να κρατήσω στη μνήμη μου τι ακριβώς είπε· ίσως η καθαρεύουσά του, η προσπάθειά του να δικαιολογήσει τον ΑΣΟ και όλα τα κάπως μπερδεμένα δεν ενθουσίασαν τους συγκεντρωμένους. Στο τέλος μόνο ακούστηκαν κάποια χειροκροτήματα. Υστερα άρχισε να μιλάει δεύτερος, για λίγο όμως: κατόπιν ένας τρίτος: αλλά ο κόσμος που άκουγε, δεν εδοκίμαζε καμμία συγκίνηση. Στεκόταν σχεδόν βουβός.
Οταν ένας τέταρτος από αυτούς που βρίσκονταν ψηλά στη μάντρα έβγαζε κάποιο χαρτί από την τσέπη του, έτοιμος για να το διαβάσει, έτοιμος να το διαβάσει, εκείνη τη στιγμή ακριβώς σκαρφάλωσε κυριολεκτικά ένας άνθρωπος πάνω στη μάντρα κι άρχισε αμέσως να μιλάει βάζοντας όλη τη δύναμη της φωνής του: «Αδέρφια σταφιδοπαραγωγοί» άρχισε· «όσοι σας μίλησαν προηγούμενα δε σας είπανε την αλήθεια: σας αράδιασαν ένα κομπολόγι από ψευτολογίες. Ο ΑΣΟ είναι ένας ληστρικός οργανισμός που μας ρουφάει τον ιδρώτα και το αίμα μας». Εδώ ξέσπασε μια θύελλα από χειροκροτήματα και φωνές που εγκρίνανε τα λόγια του άγνωστου στον πολύ κόσμο ρήτορα. «Ναι είναι ληστές! Μας ρουφάνε το αίμα!». Το πλήθος σε λίγο σώπασε για να ακούσει· οι κύριοι που βρίσκονταν στη μάντρα κι είχανε μιλήσει κουνιόντουσαν κι αλληλοκοιταζόντουσαν, σαν νάθελαν κάτι να κάμουν μα που δεν τόχαν ακόμη βρει. Κι ο ρήτορας συνέχισε με μεγαλύτερη ακόμη δύναμη στη φωνή και στην ψυχή. «Δουλεύουμε όλες τις ήμερες, όλου του χρόνου· ήλιο μ' ήλιο· εμείς, οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας. Και τι απολαβαίνουμε; Ο ΑΣΟ πουλάει τη σταφίδα στο εξωτερικό σε τριπλάσια τιμή απ' αυτή που την παίρνει από τα χέρια μας. Είναι ή δεν είναι ληστεία;». Θύελλα τα χειροκροτήματα και πάλι. «Κάτω οι ληστές!» φώναζε στεντόρεια το πλήθος. Κι όταν ο άνθρωπος αυτός, ο σχεδόν χλωμός στο πρόσωπο, με το φαλακρό μέτωπο, με δυνατά μυωπικά γυαλιά και με το μέτρο αλλά δεμένο παράστημά του, που με λίγες μόνο λέξεις είχε προκαλέσει τρικυμία μέσα στις ψυχές του συγκεντρωμένου κόσμου, άρχισε να αναλύει το θέμα με αριθμούς για να δείξει το βαθμό της κλεψιάς που γινότανε σε βάρος του βασανισμένου δουλευτή του κάμπου, οι "κύριοι" που είχανε μιλήσει προηγουμένως, ποιος ξέρει με τι κρυφή συνεννόηση, τον σπρώχνουν και ο ρήτορας της αλήθειας, η ίδια η αλήθεια, κουτρουβάλησε και θάπεφτε πάνω στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο και πάθαινε μεγάλο κακό, αν δεν βρισκόντανε από κάτω άνθρωποι που τον έπιασαν. Το περιστατικό μου έμεινε αλησμόνητο, κι ίσως όλοι όσοι παραβρέθηκαν τότε και βρίσκονται στη ζωή, δεν μπορεί παρά να το θυμούνται ζωηρά. Και θα θυμούνται ακόμη τη συνέχεια· κάποιοι, βαλμένοι από τις αιώνιες σκοτεινές δυνάμεις, τον άρχισαν στο ξύλο με χυδαίες βρισιές και τον παρέδωσαν στο διοικητή της χωροφυλακής. Οι συγκεντρωμένοι, οι "είλωτες" του κάμπου, όπως θα τον ακούσω αργότερα να τους ονομάζει, είχανε απορήσει. Τους έμενε ένα "γιατί" αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τους απαντήσει. Οι χωροφύλακες έκαναν στρατιωτικές κινήσεις και δώσανε αυστηρές διαταγές να διαλυθούν.
Για μένα, το δεκαπεντάχρονο παιδί, το γεγονός έκανε τρομαχτική εντύπωση. Αναζητούσα να μάθω το όνομα αυτού του ομιλητή, που διαλάλησε το δίκιο των ξωμάχων του κάμπου, που κατάγγειλε τη ληστεία που γινότανε σε βάρος του. Τόμαθα τις ίδιες εκείνες αναταραγμένες στιγμές· «Κουλαμπάς» μου είπε κάποιος αδιάφορα. «Είναι κομμουνιστής». Τόλμησα να ρωτήσω: «Μα δεν είπε την αλήθεια; Γιατί κόντεψαν να τον σκοτώσουν όπως τον έσπρωξαν από τη μάντρα;». «Κάνει προπαγάντα» μου ήρθε μια απάντηση.
Το απόγευμα της ίδιας αυτής Κυριακής του Ιούλη πήγα στο μαγαζί του χωριού μου. Ητανε μαζεμένοι πολλοί χωριανοί μου και κουβέντιαζαν γι' άλλο; για το συλλαλητήριο. Οι γνώμες μοιρασμένες. «Τι μπορούμε εμείς να κάνουμε; Ποιος μας ακούσει; Γεννηθήκαμε στη φτώχεια και θα πεθάνουμε στη φτώχεια». Ελεγαν οι μεν. Οι άλλοι, που ήσαν και οι νεώτεροι και οι πιο ζωηροί, δεν είχανε την ίδια γνώμη. «Ο Κουλαμπάς τα είπε καλά. Και τι άλλο θα έλεγε αν τον άφηναν; Να το βάλουμε καλά στο μυαλό μας: ο ΑΣΟ μας κλέβει, μας ληστεύει. Πρέπει να γλυτώσουμε από δαύτον, όπως κι απ' όλους τους καρχαρίες». Και σ' όλα τα μαγαζιά των γύρω χωριών, που πήραν μέρος στο συλλαλητήριο, θα γινότανε το ίδιο. Οι συζητήσεις δίνανε και παίρνανε. Ο Τάσος Κουλαμπάς με τα λίγα του λόγια είχε ρίξει το σπόρο της αλήθειας. Κι όχι μόνον αυτό· έδειξε και το δρόμο, το δρόμο του αγώνα, για να γίνει πράξη η αλήθεια αυτή. Από κείνη την Κυριακή του Ιούλη ο Κουλαμπάς, ο «μπάρμπα Τάσος» των αγώνων της Κατοχής, έγινε ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της αγροτιάς της Μεσσηνίας και όλου κατόπιν του Μοριά.
* Αργότερα έμαθα τα ονόματά τους· τώρα όμως δεν συγκρατώ στη μνήμη μου παρά των 3: Του Προκ. Παπαγεωργίου από το Μάνεση, Γεω. Ντομάτα από το Καρτερόλι, Περ. Βενιζέλου από το Μπάστα" (351).
(349) "Σημαία" 5/8/1930
(350) "Θάρρος" 5/8/1930
(351) Αρχείο Τάση Κουλαμπά - Ο Φώτης Αποστολόπουλος γεννήθηκε στην Πιλαλίστρα το 1914 και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Μεσσήνης το 1931. Την ίδια χρονιά μετά από εξετάσεις γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αποφοίτησε το 1936. Συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στην περίοδο της Κατοχής ζώντας στο χωριό του εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Διώχθηκε και φυλακίστηκε από τον Ιανουάριο μέχρι το Νοέμβριο του 1945 και λίγο αργότερα εξορίστηκε στη Μακρόνησο μέχρι το 1950. Διωκόμενος από το επίσημο κράτος και επαγγελματικά, ασχολήθηκε με φροντιστήρια μέχρι και τη δικτατορία. Τον Ιούνιο του 1967 διέφυγε στη Γαλλία όπου έμεινε μέχρι το 1975. Επιδόθηκε συστηματικά στη μελέτη της δομικής γλωσσολογίας και ανακηρύχθηκε διδάκτορας. Πρωτοστάτησε στις εκδηλώσεις κατά της δικτατορίας. Το 1975 επέστρεψε στην Ελλάδα και ένα χρόνο μετά κλήθηκε από τον Οκτάβιο Μερλιέ να αναλάβει τη διεύθυνση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Παρουσίασε σημαντικό έργο και έφυγε από τη ζωή το 1980. - Η λανθασμένη χρονολόγηση του περιστατικού στο Νησί οφείλεται στην απόσταση χρόνου και στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν καταγραφές για διασταύρωση.