Την περίοδο του 16ου αιώνα παρατηρείται έξαρση της επαναστατικής διάθεσης των υπόδουλων σε νησιά του Αιγαίου, την Ηπειρο, τη Μάνη και αλλού. Στις 29 Ιουνίου 1570 δυνάμεις Μανιατών, Κυθηρίων και αγημάτων του βενετσιάνικου στόλου κατέλαβαν το κάστρο της Μάνης και το κατεδάφισαν. Οι Μανιάτες συνέχισαν τις επαναστατικές τους δραστηριότητες στη Λακωνία και τη Μεσσηνία, και πραγματοποίησαν τολμηρές επιδρομές στο Μυστρά, τη Μονεμβασιά και την Καλαμάτα, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμαλώτους αρκετούς Τούρκους αξιωματούχους.
Στις 20 Μαΐου 1571 υπογράφηκε ο «Ιερός Συνασπισμός» ενάντια στους Τούρκους (Sacra Liga Antiturca) μεταξύ Ισπανών και Βενετών. Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων ορίστηκε ο νεαρός Ισπανός πρίγκιπας Don Juan de Austria (1547-1578) με ναυάρχους τον Ιωάννη Ανδρέα Doria, τον Μαρκαντώνη Colonna και τον Σεβαστιανό Venier, οι οποίοι οδήγησαν τον χριστιανικό στόλο στη νικηφόρο ναυμαχία της Ναυπάκτου στις 7 Οκτωβρίου 1571 ενάντια στον τουρκικό στόλο που είχε επικεφαλής τον αρχιναύαρχο Μουεζίνη Ζαντέ Αλί. Στη ναυμαχία είχε πάρει μέρος ως απλός στρατιώτης και ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας Μιχαήλ Θερβάντες, ο οποίος μάλιστα τραυματίστηκε σοβαρά (Εικ. 1).
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΝΙΑΤΩΝ
Ο «Ιερός Συνασπισμός» διαλύθηκε de facto με την υπογραφή χωριστής συνθήκης ειρήνης μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας το 1573. Η μονομερής αυτή απαράδεκτη ενέργεια των Βενετών χαρακτηρίστηκε δικαιολογημένα ως προδοσία από τους άλλους συμμάχους.
Οι επαναστατικές κινήσεις των Μανιατών εντάθηκαν στις αρχές του 17ου αιώνα, ύστερα και από την άρνησή τους να καταβάλουν στους Τούρκους τον καθορισμένο φόρο υποτέλειας. Στράφηκαν προς τους Ισπανούς ζητώντας βοήθεια. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1612 ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος έστειλε επιστολή στον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄, καλώντας τον να ελευθερώσει τη Μάνη και ολόκληρο τον Μοριά από την τουρκική τυραννία. Παρόμοια επιστολή έστειλε στον δούκα του Nevers Κάρολο Gonzaga και στον αντιβασιλέα της Σικελίας δούκα de Osuna, καθώς και νέα επιστολή στον Φίλιππο Γ´ το 1615, χωρίς όμως να πάρει θετική απάντηση.
Ο δούκας του Nevers ενδιαφέρθηκε ζωηρά για την ενίσχυση των Μανιατών και την απελευθέρωση της Ελλάδας και άρχισε να αναζητά ερείσματα στους Ισπανούς, τον πάπα και άλλους Ευρωπαίους ηγεμόνες με τη συμπαράσταση του καθολικού καπουτσίνου πατέρα Joseph de Paris, προσωπικότητας με δύναμη και επιρροή στη γαλλική αυλή και όχι μόνο. Οι δυο τους προχώρησαν το 1616 στη δημιουργία ενός τάγματος από στρατολογημένους με την επωνυμία «Χριστιανική Στρατιά», που έδωσε όρκο το 1619 μπροστά στον αυτοκράτορα Ματία.
Ως το 1612 είχε ετοιμαστεί και πολεμικός στόλος του τάγματος από έξι πλοία, τα οποία όμως χρησιμοποιήθηκαν από τον Λουδοβίκο ΙΓ΄ ενάντια στους Ουγενότους, με αποτέλεσμα να καταστραφούν. Το όραμα της σταυροφορίας του δούκα του Nevers έσβησε οριστικά το 1625 με την οριστική ματαίωση της μεγαλόπνοης, αλλά ατελέσφορης αυτής προσπάθειας για απελευθέρωση του Μοριά.
Ο λεγόμενος Κρητικός πόλεμος μεταξύ Βενετών και Τούρκων άρχισε το 1643 και τελείωσε το 1669 με την παράδοση του Χάνδακα.
Ο Ενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι κατευθύνθηκε το 1659 στο λιμανάκι των Κιτριών της Μάνης. Οι κάτοικοι μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού κυριεύουν τότε και λεηλατούν την Καλαμάτα, υπολογίζοντας σε βοήθεια των Βενετών. Ο Μοροζίνι ωστόσο είχε άλλα σχέδια. Εγκατέλειψε την Πελοπόννησο στα τέλη Μαρτίου του 1659 παίρνοντας μαζί του ορισμένους μόνο από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης, ανάμεσά τους και μέλη της οικογένειας Λογοθέτη από την Καλαμάτα, για να γλιτώσουν από τα σκληρά αντίποινα των Τούρκων.
Οι Τούρκοι πίεσαν με στρατό και πλοία από ξηρά και θάλασσα τους Μανιάτες και τους ανάγκασαν τελικά να υποταχθούν ή να αναζητήσουν νέες πατρίδες στην Ιταλία και αλλού, κατά το χρονικό διάστημα 1663-1675.
Οι Μανιάτες ωστόσο κατάφεραν κάποια στιγμή να ομονοήσουν μεταξύ τους, να απωθήσουν και πάλι τους Τούρκους και να αυτοδιοικηθούν οργανωμένοι σε καπετανίες.
«ΚΑΛΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ»
Το 1667 επισκέφτηκε την Καλαμάτα ο Τούρκος περιηγητής Ελβιγιά Τσελεμπί. Σημειώνει ότι το όνομα «Καλαμάτα» σημαίνει στα ελληνικά «καλά μου μάτια», πληροφορία που ενισχύει την άποψη όσων υποστηρίζουν τη σχέση του νεοελληνικού ονόματος της πόλης με την Παναγία Καλομάτα.
O Oθωμανός περιηγητής σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι η πόλη:
«Κατακτήθηκε από το Σουλτάνο Mεχμέτ τον Πορθητή. Mετά την άλωση το κάστρο γκρεμίστηκε σε μερικά σημεία. Aργότερα η πόλη ξαναχτίστηκε, και για να προστατευθεί από τους άπιστους της Μάνης, κατ’ εντολή του Kιοπρουλή Mεχμέτ Πασά, ενισχύθηκε την εποχή του Σούλανου Mεχμέτ Δ΄. Eiναι χάσι των εκάστοτε αρχιναυάρχων και ανήκει στο σαντζάκι του Mυστρά. O τοποτηρητής ασκεί τα καθήκοντά του με τη βοήθεια εκατό στρατιωτών. Eίναι καζάς με βαθμό εκατόν πενήντα άσπρα. Δεν υπάρχουν κεϊχουντάγιερης, σερντάρης των γενήτσαρων και άλλοι αξιωματούχοι, παρά μόνο μιζανχαρίρ αμίνης, μπαρτζινάρης, φρούραρχος και τριακόσιοι φρουροί...
Tο κάστρο είναι κτισμένο πάνω σε μυτερό βράχο και έχει περιφέρεια εξακόσια βήματα (ΕΙΚ. 2). Mέσα του βρίσκονται είκοσι τέσσερα σπίτια με σκεπές από κεραμίδια και σχιστόλιθο και το τζαμί του Mεχμέτ Δ΄, στις μέρες μας χωρίς μιναρέ. H σιδερένια πύλη του βλέπει προς την ανατολή. Tο κάστρο προφυλάγεται από δεκαπέντε κανόνια των τύπων Κολόμπορνε και σαχί. Tο εσωτερικό φρούριο που προβάλλεται από το μεγάλο κάστρο είναι ένα μακρόστενο κάστρο νεότερης κατασκευής πάνω σε μικρό βράχο. Eδώ βρίσκονται τα τριάντα κεραμοσκέπαστα σπίτια των στρατιωτών. H σιδερένια πύλη του βλέπει προς τα δυτικά. Δεν έχει τάφρο...
Δυτικά του κάστρου βρίσκονται οκτακόσια πλίνθινα και πέτρινα κεραμοσκέπαστα σπίτια με αμπέλια και μποστάνια. Πάνω στο άστρωτο δρομάκι, που διασχίζει την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, είναι στημένα διακόσια μαγαζιά με όλα τα καλά. Δεν υπάρχουν χάνια και χαμάμ, μόνο ένα μικρό τζαμί παλιάς αρχιτεκτονικής με κεραμιδένια σκεπή και πέτρινο μιναρέ μπροστά από το κτήριο του δικαστηρίου.
Oι Mουσουλμάνοι κάτοικοί του είναι λίγοι, ενώ οι περισσότεροι είναι Pωμιοί. Γι' αυτό και βρίσκονται σε λειτουργία εννέα εκκλησίες... Στην ακτή, πάνω από έναν απότομο βράχο, χύνεται ένα μεγάλο ποτάμι που κινεί νερόμυλους με πέντε δοχεία πριν πέσει στη θάλασσα. Eκεί βρίσκεται ένας πύργος που χωρά διακόσιους ανθρώπους και έχει μικρά παράθυρα από τις τέσσερις πλευρές του».
ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΚΑΙ Η ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
Ο Τσελεμπί κάνει στη συνέχεια ειδική αναφορά στα περίφημα μεταξωτά που υφαίνονται ακόμη σήμερα(;) στο μοναστήρι των Καλογραιών, σημειώνοντας επί λέξη ότι:
«Εχουν λογής μεταξωτά και εμπριμέ καλύπτρες, καλύτερες από τις αλγερινές... Τυλίγουν με αυτές τα κεφάλια τους οι άνδρες και δένουν τη μέση τους αντί για ζώνη. Εχουν ολομέταξα πουκάμισα, τα στέλνουν δώρο στους Σουλτάνους, τους Βεζίρηδες και τους Bεκίληδες. Ενα πουκάμισο ζυγίζει 7-8 δράμια, τόσο λεπτό είναι το μετάξι. Ολοι οι κάτοικοι ασχολούνται με την επεξεργασία του. Yπάρχουν φυτείες με εννιά χιλιάδες μουριές. Tο μετάξι της Kαλαμάτας είναι καλύτερης ποιότητας από αυτό του Kιλάν και του Λαχτσάν στην Περσία. Χιλιάδες φορτία του στέλνονται ακόμη και στη Γαλλία...».
Ο ίδιος περιηγητής επισκέφτηκε την αραιοκατοικημένη Κυπαρισσία που ζούσε με το φόβο των Βενετών. Η πόλη αριθμούσε τριακόσια σπίτια. Του έκαναν εντύπωση οι όμορφοι κάτοικοι με τα στητά κορμιά, καθώς και τα πλούσια προϊόντα, όπως νεράντζια, λεμόνια, πικρολέμονα, ρόδια και σύκα, ελιές που δεν πικρίζουν, καθώς και τα βαμβακερά υφάσματα άριστης ποιότητας.
Φρένο στην επέκταση
Με την ανεπιτυχή απόπειρα κατάληψης της Βιέννης το 1683, φάνηκε η αδυναμία των Τούρκων να επεκταθούν στη Δυτική Ευρώπη, όπως υπολόγιζαν. Οι πολύχρονοι πόλεμοι του 1683-1699 τελείωσαν με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, από την οποία η Τουρκία βγήκε για πρώτη φορά πολλαπλά ζημιωμένη. Εχασε τότε μεγάλο μέρος της Ουγγαρίας, την Τρανσυλβανία, την Ποδολία, την Πελοπόννησο, τη Λευκάδα, την Αίγινα και μέρος της Δαλματίας, που παραχωρήθηκαν ανάλογα στους Αυστριακούς, τους Πολωνούς και τους Ενετούς.