Τα γεγονότα κατά την περίοδο αυτή 1683-1699 εξελίχθηκαν ραγδαία με την κήρυξη νέου πολέμου κατά των Τούρκων το 1684 εκ μέρους ης Βενετίας, με επικεφαλής τον παλαίμαχο Φραγκίσκο Μοροζίνι, ο οποίος ξεκίνησε από το Ιόνιο συγκεντρώνοντας σταδιακά υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη σε ξηρά και θάλασσα. Οι Ελληνες αναθάρρησαν για πολλοστή φορά και ξεσηκώθηκαν μετά τις πρώτες επιτυχίες των Βενετών στη Λευκάδα, την Πρέβεζα και γενικά τη Στερεά. Οι Μανιάτες από τη μεριά τους άρχισαν να κινούνται απειλητικά ενάντια στους Τούρκους και να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Στην περιοχή της Καλαμάτας μάλιστα οι κάτοικοι πήραν τα όπλα το 1685 και συμμετείχαν ενεργά στις επιχειρήσεις.
Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον σερασκέρη Πελοποννήσου Ισμαήλ πασά εισέβαλαν στη Μάνη και άρχισαν να πυρπολούν χωριά και να σφάζουν γυναικόπαιδα, αναγκάζοντας έτσι τους Μανιάτες να υποκύψουν και πάλι, προσφέροντας μάλιστα ως ομήρους τα παιδιά τους.
Ο στόλος του Μοροζίνι με συμμάχους από το Ανόβερο, τη Δαλματία, την Ελβετία, τη Μάλτα και άλλες κράτη της Ευρώπης μπαίνει στο Μεσσηνιακό κόλπο στις 24 Ιουνίου 1685 και πολιορκεί την Κορώνη, την οποία κυριεύει μέσα σε διάστημα μικρότερο από δύο μήνες. Οι Μανιάτες με αρχηγό τον Ζακυνθινό ευπατρίδη Παύλο Μακρή απωθούν και πάλι τις τουρκικές φρουρές της Μάνης και υποχρεώνουν τον Χασάν Αγά, διοικητή της Ζαρνάτας να συνθηκολογήσει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1685 ενωμένες δυνάμεις Βενετών, Σαξόνων και Ελλήνων προελαύνουν στα περίχωρα της Καλαμάτας, τρέπουν σε φυγή τα στρατοπεδευμένα εκεί βοηθητικά στρατιωτικά σώματα των Τούρκων και καταφέρνουν να ελευθερώσουν την πόλη.
Ο αρχιστράτηγος Μοροζίνι μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη, εναγκαλίστηκε τον στρατηγό Degenfeld και διέταξε να τελεστεί με μεγαλοπρέπεια η δοξολογία (te Deum). Οι Βενετσιάνοι κατεδάφισαν μεγάλο μέρος του κάστρου της Καλαμάτας αμέσως μετά την κατάληψή του, ώστε να μην χρησιμοποιηθεί ξανά από τους Τούρκους. Τα κάστρα της Κελεφάς και του Πασσαβά παραδίδονται μετά από επιδρομές των Μανιατών με την καθοδήγηση του Μακρή, του Δοξαρά, του Γιατράκου και του Θεόδωρου Βούλτσου, καθώς και με τη συμμετοχή 500 Δαλματών υπό τον Σέρβο Γρηγόρεβιτς. Στα τέλη του Σεπτέμβρη 1685 ολόκληρη η Μάνη και το νοτιοανατολικό τμήμα της Μεσσηνίας είχε απελευθερωθεί.
Το Μάρτιο του 1686 ο Μοροζίνι αποβίβασε εκ νέου στρατεύματα στο Μεσσηνιακό Κόλπο για να εμποδίσει του Τούρκους να ανακαταλάβουν τα κάστρα της Μάνης. Η διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων ανατέθηκε τότε στον Σουηδό στρατηγό κόμη Οθωνα Γουλιέλμο Königsmarck. Το παλιό Ναβαρίνο, καθώς και το Νεόκαστρο της Πύλου παραδόθηκαν, η Μεθώνη και η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) πολιορκήθηκαν και κυριεύτηκαν χωρίς καθυστέρηση. Υστερα από πολιορκία και σκληρές μάχες παραδόθηκε και το στρατιωτικό κέντρο της τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου, η Ναυπλία, στον Μοροζίνι και τον Königsmarck. Με την κατάληψη της Πάτρας, της Ναυπάκτου και της Κορίνθου στη συνέχεια, η κυριαρχία των Βενετών στην Πελοπόννησο ήταν πια αναμφισβήτητη.
Το 1699 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συμμαχικών δυνάμεων Βενετών, Πολωνών και Αυστρίας στο σερβικό χωριό Κάρλοβιτς, βόρεια από το Βελιγράδι. Η συνθήκη του Κάρλοβιτς δεν εμπόδισε βέβαια τους Τούρκους να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να καταφέρουν σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα να νικήσουν το Μέγα Πέτρο στην περιοχή της Κριμαίας το 1711 και να σημειώσουν αρκετές στρατιωτικές επιτυχίες στη βόρεια Βαλκανική.
Η ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΗ ΠΑΡΑΚΜΑΖΕΙ
Η πολιτική και οικονομική κατάσταση στη Βενετία στο διάστημα 1699-1714 βρισκόταν σε ύφεση. ηταν προφανές ότι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία δεν ήταν πια σε θέση να διατηρήσει τις κτήσεις της και να εγγυηθεί ασφάλεια και ευημερία στους υπηκόους της. Αντίθετα η Οθωμανική Αυτοκρατορία εμφανίζει αξιοσημείωτη βελτίωση κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σε θέματα διακυβέρνησης και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης, αναλαμβάνει μάλιστα νέες πολεμικές επιχειρήσεις το 1715 με έξοδο του στόλου της στο Αιγαίο υπό τον καπουδάν πασά Τζανούμ Χότζα. Παράλληλα αρχίζει και η προέλαση των χερσαίων δυνάμεών της (70.000 ανδρών) με επικεφαλής τον μεγάλο βεζίρη Αλί Κιουμουρτζή, ικανότατο όχι μόνο στον στρατιωτικό αλλά και στον πολιτικό στίβο.
Οι Ελληνες στο Μοριά παρέμεναν ουδέτεροι. Ορισμένοι μάλιστα έδειχναν να προτιμούν την τουρκική κυριαρχία αντί της βενετικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμφίρροπης αυτής στάσης αποτελεί η περίπτωση των Μανιατών: Εκπρόσωποί τους, στις αρχές της νέας φάσης των συγκρούσεων το 1714/5, συγκεντρώθηκαν στην Καλαμάτα με επικεφαλής τον επίσκοπο Ιάκωβο Μούζαλο και τον οπλαρχηγό Γιάννη Κουτήφαρη και ορκίστηκαν πίστη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία με τον όρο να εξασφαλίσουν πολεμοφόδια και την προστασία του βενετικού στόλου από θάλασσα. Υστερα όμως από την πτώση του Ναυπλίου στα χέρια των Τούρκων, ενός βενετσιάνικου φρουρίου που θεωρούνταν απόρθητο, ένα μέρος των Μανιατών υπό τον Κουτήφαρη, με παρακίνηση του λόγιου γιατρού του Μυστρά Ηλία Δόξα, έστειλε πρεσβεία στο βεζίρη και αρχιστράτηγο των τουρκικών δυνάμεων και δήλωσε υποταγή στο σουλτάνο. Η ίδια ομάδα Μανιατών ενίσχυσε μάλιστα στρατιωτικά τους Τούρκους και τους βοήθησε να καταλάβουν αμαχητί τα φρούρια της Κεφάλας και της Ζαρνάτας το 1715.
Ο πρωτεργάτης όμως της προσέγγισης με τους Οθωμανούς Γιάννης Κουτήφαρης δολοφονήθηκε το 1718 από τους συμπατριώτες του οπλαρχηγούς Ξανθάκη και Κοσονάκο Καβαλλιεράκη, οπότε οι Μανιάτες συνέχισαν και πάλι την αντιτουρκική δράση τους.
Δυστυχώς το σύνολο των στρατευμάτων που συγκέντρωσαν οι Βενετοί μεταξύ Ιταλών, Γάλλων, Γερμανών, Αλβανών, Σλάβων και Ελλήνων μισθοφόρων δεν ξεπερνούσε τους 5.000 άνδρες, οι οποίοι είχαν αρχηγούς τον Βενετό στρατιωτικό διοικητή του Μοριά Ιερώνυμο Dolfin και τον γενικό προβλεπτή Αλέξανδρο Bon. Την αρχηγία του στόλου είχε αναλάβει ο Δανιήλ Dolfin.
ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Οι Τούρκοι σε εφαρμογή ενός ευφυούς και αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδίου κατάφεραν να ανακαταλάβουν ολόκληρη την Πελοπόννησο μέσα σε εβδομήντα μόνο μέρες. Για την ακρίβεια με την πτώση του ισχυρότατου βενετσιάνικου ερείσματος, του Ναυπλίου, ύστερα από προδοσία του Γάλλου συνταγματάρχη μηχανικού La Salle, είχε κριθεί και η τύχη ολόκληρης της Πελοποννήσου - και συνακόλουθα της Καλαμάτας. Η Κορώνη και το Ναβαρίνο εγκαταλείφθηκαν στα χέρια των Τούρκων, αλλά και η άμυνα της Μεθώνης δεν άντεξε για πολύ, με αποτέλεσμα ο διοικητής της Βικέντιο Pasta να την παραδώσει στους Τούρκους στις 16 Αυγούστου 1715. Ακόμη και η θεωρούμενη ως απόρθητη Μονεμβασία παραδόθηκε αμαχητί στους Τούρκους από τον Βενετσιάνο προβλεπτή της Ferigo Badoer στις 7 Σεπτέμβρη 1715.
ΕΛΙΕΣ, ΣΥΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΙΑ
Η τριακονταετία 1685-1715 της δεύτερης Ενετοκρατίας θεωρείται σημαντική για το Μοριά. Οι Ενετοί ασχολήθηκαν συστηματικά με την οργάνωση της χώρας, την αύξηση του πληθυσμού με εποικισμό, την ενίσχυση της εκκλησίας, την ανάπτυξη της εμπορίας τοπικών προϊόντων, όπως κρασί, σιτάρι, σύκα, μετάξι, ελαιόλαδο, και της οικονομίας γενικότερα.
Ο Ενετός καταστιχωτής Michiel αναφέρει το 1691 ότι «οι κάτοικοι της περιοχής είναι γεωργοί χωρίς μόρφωση, εκτός από τους κατοίκους της Καλαμάτας που είναι άνθρωποι μάλλον εξευγενισμένοι, ντύνονται με μακριά κομψά ενδύματα και ασχολούνται με το εμπόριο».
Από έκθεση του προβλεπτή Molin αντλούμε την πληροφορία ότι το 1693 το κάστρο της Καλαμάτας επισκευάστηκε, καθώς και τα σπίτια γύρω. Σημειώνει επίσης ο ίδιος την παρουσία ενός δάσους από λεύκες στην παραλία της πόλης δεξιά και αριστερά από τις όχθες του Νέδοντα που πρόσφεραν τη μαλακή ξυλεία τους για τις γαλέρες των Βενετών.
Το αρχείο του γενικού προβλεπτή Francesco Grimani (1687-1701) αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών χάρη στα λεπτομερή του κτηματολόγια (catastica) που συνοδεύονται από πολύχρωμα σχεδιαγράμματα. Το παλαιότερο από τα κτηματολόγια Grimani που χρονολογείται το έτος 1698 και συντάχθηκε από τον τοπογράφο Fabretti καταγράφει την περιοχή της Καλαμάτας και του Φαναρίου της επαρχίας Μεσσηνίας.
Την παραγωγή λαδιού στη ενετοκρατούμενη Μεσσηνία, τις ποσότητες για εγχώρια κατανάλωση και εξαγωγή και τους σχετικούς δασμούς μπορεί κανείς να πληροφορηθεί από την αναφορά του προβλεπτή Zacharia Bembo. Οι ελαιώνες ήταν δημόσιοι και νοικιάζονταν από τους Ενετούς σε καλλιεργητές.
Η καλλιέργεια της ελιάς πήρε μεγάλη διάδοση στη Μεσσηνία κατά την δεύτερη Ενετοκρατία. Το 1690 μαρτυρείται συστηματική φύτευση ελαιών στην περιοχή της Κορώνης. Η υψηλής ποιότητας τοπική ποικιλία είναι γνωστή από τότε μέχρι σήμερα ως “κορωνέικη ελιά”. Το 1710, σύμφωνα με ενετικά έγγραφα, η παραγωγή και η τιμή του λαδιού αυξήθηκαν. Από τα 7.000 βαρέλια λάδι που συγκεντρώθηκε στο λιμάνι της Κορώνης από ολόκληρο το Νομό Μεσσηνίας, τα 5.000 προοριζόταν για εξαγωγή στη Βενετία.
Σε απογραφή της Πελοποννήσου που δημοσιεύτηκε από τον ιερωμένο P. A. Pacifico ο πληθυσμός της Καλαμάτας αριθμούσε 4.362 κατοίκους.
Ο Ενετός γιατρός Alessandro Pini που επισκέφτηκε την Καλαμάτα το 1703 αναφέρει ότι ήταν κέντρο εμπορίου μεταξιού και ότι ζούσαν εκεί πολλοί Μανιάτες και λίγοι Χιώτες μετανάστες.
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ... ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Οι θαλάσσιες επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στο Ιόνιο και το Αιγαίο ως το 1718. Μόνο η Κέρκυρα άντεξε τις επιθέσεις των Τούρκων, χάρη στις ενισχύσεις που έφτασαν από διάφορα μέρη της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας. Οι εξελίξεις ωστόσο κρίθηκαν στις μεγάλες μάχες και αναμετρήσεις μεταξύ Αυστριακών (επί αυτοκράτορα Καρόλου Στ΄) στις κοιλάδες του Δούναβη, οι οποίες έληξαν με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς το 1718, μια συνθήκη ολέθρια τόσο για την Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και για τη Βενετία.
Νέος εκπατρισμός των Ελλήνων παρατηρείται την περίοδο αυτή. Στην Πελοπόννησο η κατάσταση ήταν απελπιστική και χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να αντιμετωπισθούν τα οικονομικά και τα δημογραφικά προβλήματα. Στη Μάνη επικρατεί αυτή την περίοδο αναρχία, με τη ληστεία και την πειρατεία να παρουσιάζουν έξαρση. Πολλοί Ελληνες ωθούνται σε εξισλαμισμό.
Το θετικό πάντως είναι ότι με την υπογραφή της συνθήκης του Πασσάροβιτς από το 1718 ως τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο επί Αικατερίνης Β΄ (1768-1774) ο ελληνικός κόσμος και ολόκληρη η ανατολική Μεσόγειος θα ζήσει για μισό αιώνα ειρηνικά. Η Πελοπόννησος ανασυγκροτείται και ανακάμπτει, παρουσιάζει και οικονομική άνοδο που ανακόπτεται για ένα διάστημα λόγω της επιδημίας πανώλης του 1756 που μεταδόθηκε από την Αίγυπτο και μάστιζε τη χώρα για μια τουλάχιστον πενταετία, ιδιαίτερα τις περιοχές Νησίου, Πύλου, Κορώνης, λόγω της συχνής παρουσίας πλοίων και της ρυζοκαλλιέργειας.
Οι Ελληνες πάντως της διασποράς θα καταφέρουν να αναδειχτούν σε σημαντικό παράγοντα και φορέα της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης στην νότια Βαλκανική. Η ναυτιλία, το εμπόριο και οι τραπεζικές επιχειρήσεις αποτελούν τους τομείς όπου διακρίνεται και με τους οποίους αυτοπροσδιορίζεται η νέα ελληνική αστική τάξη. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα ο ελληνικός εμπορικός στόλος παίρνει τη θέση των Γάλλων στην Ανατολή και συναγωνίζεται τους Αγγλους.
Το 1730 επισκέφτηκε την Καλαμάτα ο Γάλλος αββάς Michel Fourmont και μας άφησε σύντομη περιγραφή της πόλης, μεταγραφές επιγραφών και έναν χάρτη με χρήσιμες πληροφορίες, τον οποίο σχολίασε η Ευσταθία Κωστοπούλου το 1981. Αναφέρει τις κατοικίες του Γιώργη (προφανώς ενός πρόκριτου της πόλης άγνωστων λοιπών στοιχείων) και του Καδή (Τούρκου δικαστή), την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, το μοναστήρι του κάστρου και άλλο ένα μοναστήρι πάνω στο βουνό Καλάθι. Μια μεγάλη έκταση στην Καλαμάτα ήταν φυτεμένη μόνο με μουριές, όπως σημειώνει o Fourmont, ενώ τα περιβόλια των κατοίκων βρίσκονταν στην πεδινή έκταση δυτικά του Νέδοντα ποταμού.