Η αρχαιολογία ως ιστορική επιστήμη ασχολείται όχι μόνο με την παρουσία του ανθρώπου στο παρελθόν, αλλά και με την ανασύνθεση γενικά της νοητικής εικόνας αυτού του παρελθόντος. Την εικόνα αυτή, όπου απεικονίζεται η ζωή και ο πολιτισμός του ανθρώπου, την κατασκευάζουν οι αρχαιολόγοι βασισμένοι στις πηγές και τα δεδομένα των ανασκαφών ακολουθώντας ορισμένη επιστημονική οπτική και μεθοδολογία.
Η αρχαιολογία είναι πορεία προς τη γνώση, η οποία περιέχεται στο «τέχνεργο» (= κάθε μορφής υλικό κατάλοιπο, δημιούργημα του ανθρώπου του παρελθόντος). Δεν περιορίζεται δηλαδή στην αποκάλυψη, περιγραφή, ταξινόμηση των «τέχνεργων», αλλά βαδίζει προς την ουσιαστική σύλληψή τους. Προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την «επιστημονική εξήγηση» μέσα στο ευρύ πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας και μ’ αυτό τον τρόπο να εξερευνήσει συστηματικά την οργάνωση και την εξέλιξη του πολιτισμού, καθώς και τους παράγοντες των μεταβολών του. Είναι προφανές ότι για να εκπληρωθεί ο στόχος αυτός της αρχαιολογίας υπάρχει ανάγκη στέρεης θεωρητικής βάσης.
HARD KAI SOFT ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Τον 19ο αι. ο θετικισμός υποστήριζε ότι οι θετικές επιστήμες, αλλιώς «σκληρές» (hard) σε αντιπαραβολή με τις επιστήμες του ανθρώπου, που θεωρούνται «μαλακές» (soft) αξίζουν περισσότερο να φέρουν το όνομα της επιστήμης, γιατί μπορούν να γενικεύουν αυτό που ισχύει για περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων και κατά συνέπεια να διατυπώνουν νόμους με απεριόριστη ισχύ. Η αναγωγή νόμων από τις επιστήμες αυτές είναι δυνατή, γιατί το φυσικό γεγονός επαναλαμβάνεται, αποδεικνύεται πειραματικά στο εργαστήριο (όχι βέβαια αυτό το ίδιο, αλλά ένα όμοιό του). Κάτι τέτοιο στις ανθρωπιστικές επιστήμες (συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας και της αρχαιολογίας) δεν είναι δυνατό, γιατί το αρχαιολογικό, όπως το ιστορικό γεγονός είναι μοναδικό και μη επαναλαμβανόμενο. Είναι τόσο σύνθετο και περίπλοκο και παρεμβάλλονται στη δημιουργία του τόσοι παράγοντες (κοινωνικοί, οικονομικοί, γεωγραφικοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί), ώστε στην πράξη είναι αδύνατη η αναπαραγωγή του.
Αυτή η συλλογιστική έφτασε να αμφισβητεί την αρχαιολογία ως επιστήμη. Υποστηρίχτηκε ότι αρκεί για ένα συνεπή αρχαιολόγο, να περιγράφει απλώς πιστά και με ακρίβεια το εμπειρικό υλικό του. Η διαδικασία αυτή είναι φυσικά απόλυτα αναγκαία στην αρχαιολογική έρευνα, αποτελεί ωστόσο το πρώτο μόνο στάδιο προσέγγισης που περιλαμβάνει την καταλογογράφηση και την ταξινόμηση, την φορμαλιστική δηλαδή φάσης εργασίας (αλλιώς φάση συλλογής-ανθολόγησης). Αποκλείεται δηλαδή ο αρχαιολόγος από τη δεύτερη ουσιαστική φάση της δουλειάς του, τη λεγόμενη και σημειολογική, που περιλαμβάνει την εξήγηση, την ερμηνεία των αρχαιολογικών «αντικειμένων».
Η αρχαιολογία ωστόσο πρέπει να προχωρεί στην ανακάλυψη των κανόνων ή και των νόμων που διέπουν το αντικείμενό της. Για την κατανόηση του μοναδικού και ανεπανάληπτου αρχαιολογικού γεγονότος χρησιμοποιούμε άλλωστε λέξεις-νοήματα-σημεία, όπως άγαλμα, ναός, συνοικισμός, οχύρωση, ταφικό μνημείο ή και άλλες όπως στρώμα καταστροφής που δεν εκφράζουν μόνο το συγκεκριμένο σε χρόνο και τόπο γεγονός ή «αντικείμενο», αλλά και πολλά άλλα μαζί με τις ίδιες βασικές ιδιότητες. Κάνουμε νοητικά αφαίρεση στοιχείων, δεχόμαστε δηλαδή την ύπαρξη κοινών χαρακτηριστικών που συνθέτουν την έννοια, την ιδέα αν θέλετε, του αρχαιολογικού γεγονότος ή αντικειμένου. Τέτοιου είδους αφαιρέσεις και γενικεύσεις σημασιολογικού τύπου είναι ουσιώδης προϋπόθεση για κάθε διαδικασία σκέψης και για κάθε μορφή επικοινωνίας.
Οι αρχαιολόγοι ενδιαφέρονται οπωσδήποτε άμεσα για το ατομικό και συγκεκριμένο, ξεπερνούν ωστόσο αναγκαστικά το στάδιο της περιγραφικής επιφανειακής παρουσίασης των πραγμάτων, διευκρινίζουν έννοιες, χρησιμοποιούν ειδικούς όρους, κάνουν τυπολογικές κατατάξεις, προχωρούν τέλος σε γενικεύσεις, διατυπώνουν θεωρίες και σπανιότερα νόμους με ευρύτερη ισχύ. Αυτός είναι ο παραδοσιακός τρόπος προσέγγισης, η επαγωγική ή εμπειρικο-υποθετική μεθοδολογία, που οδηγεί σε τελικά συμπεράσματα με βάση το εμπειρικό υλικό, προχωρεί δηλαδή από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
ΚΟΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Η νέα αρχαιολογία, από τη δεκαετία του ΄60 και δω, πίστεψε προς στιγμήν ότι έκανε μια μεθοδολογική επανάσταση, ακολουθώντας τον αντίθετο από τον προηγούμενο δρόμο προσέγγισης και εφαρμόζοντας τη λεγόμενη υποθετικο-παραγωγική μέθοδο στην αρχαιολογική σκέψη. Ξεκινά από υποθέσεις-θεωρίες (περιορισμένου ή γενικότερου χαρακτήρα), δοκιμάζοντας την αντοχή τους και εξετάζοντας την ορθότητά τους πάνω στο εμπειρικό υλικό των ανασκαφών και των πηγών. Προηγείται η υπόθεση (explanans) και ακολουθεί η διαδικασία της εξήγησης του γεγονότος (explanandum).
Η υποθετικο-παραγωγική μέθοδος δεν είναι όμως τόσο καινούργια, ούτε βέβαια επαναστατική, όπως θέλουν να τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι «μοντέρνοι» αρχαιολόγοι. Η θεωρητική και μεθοδολογική απόσταση ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη νέα αρχαιολογία είναι συχνά ανύπαρκτη. Τα προβλήματα είναι κοινά και στις δύο. Συνειδητά ή ασυνείδητα, όλοι ακολουθούμε όχι μόνο την παραδοσιακή, αλλά και τη νέα μεθοδολογία, προκατασκευάζουμε διανοητικά μοντέλα για την εξήγηση, την ερμηνεία των παρατηρήσεών μας.
Σύμφωνα με τον Γάλλο θεωρητικό Gardin, με τη νέα αρχαιολογία βρήκαμε απλώς ένα καινούργιο φορμαλιστικό τρόπο να μιλάμε, ο οποίος εντυπωσιάζει περισσότερο με την σχολαστικότητά του παρά με τη γονιμότητα και το ουσιαστικό περιεχόμενό του. Ακόμα και ο αμερικανός Binford, που θεωρείται πρωτοπόρος στην επανεισαγωγή της υποθετικο-παραγωγικής μεθόδου ως «θαυματουργού εργαλείου» της αρχαιολογικής σκέψης, έχει σε νεότερα γραπτά του αναθεωρήσει τις προηγούμενες θέσεις του. Η παραδοσιακή αρχαιολογία στις δόκιμες περιπτώσεις της μπορεί να είναι πιο ουσιαστική από τη «νέα» και χωρίς να χρησιμοποιεί το μοντέρνο λόγο.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Στην αρχαιολογία δεν υπάρχουν ή δεν μπορεί να συνταχθούν νόμοι με απεριόριστη ισχύ του τύπου «η παροχή θερμότητας εξατμίζει το νερό», γιατί το αρχαιολογικό γεγονός, όπως και το ιστορικό, είναι σύνθετο, πολύπλοκο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, όπως όλα τα ανθρώπινα. Ο αιώνας μας ωστόσο έχει άλλη αντίληψη για το νόμο και την επιστήμη, λιγότερο άκαμπτη από όσο στο πρόσφατο παρελθόν. Η ίδια η φυσική δεν στηρίζεται στην αυστηρή αιτιοκρατία (ντετερμινισμό), αλλά και στη στατιστική, όπου η πιθανότητα παίζει το ρόλο της.
Παρά τον κλονισμό του απόλυτου ντετερμινισμού δεν παύουν βέβαια να διατυπώνονται νόμοι να γίνονται γενικεύσεις, όπου αυτό είναι δυνατό. Στις επιστήμες του ανθρώπου, όπου ανήκει και η αρχαιολογία, ο τυχόν νόμος που θα διατυπωθεί έχει αναγκαστικά στατιστικο-πιθανολογικό χαρακτήρα, μπορεί να ισχύει δηλαδή για ένα μέγεθος που δεν είναι σταθερό, ούτε παγκόσμιο φυσικά, αλλά πιθανό και σε κάθε περίπτωση μετρήσιμο στατιστικά.
Είναι γενική η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει μια μοναδική και ευρύτατα αποδεκτή απάντηση στα ερωτήματα:
1) Ποια είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος εξήγησης του ανθρώπινου παρελθόντος.
2) Πώς είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί η ισχύς των εξηγήσεων σε σχέση με τα εμπειρικά δεδομένα.
Δεν είναι λοιπόν τόσο απλό, όσο πίστευαν στην αρχή οι οπαδοί της νέας αρχαιολογίας, να δανειστεί κανείς νοήματα και διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι επιστημολόγοι και να τα εφαρμόσει απευθείας στα δεδομένα του ανθρώπινου παρελθόντος. Ενα από τα επιτεύγματα πάντως της νέας αρχαιολογίας είναι το γεγονός ότι συνειδητοποιήθηκε ευρύτατα η ανάγκη για θεωρητική βάση. Η συνειδητοποίηση αυτή, που ονομάστηκε πετυχημένα «απώλεια της αθωότητας», αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Οι θεωρητικοί της νέας αρχαιολογίας σήμερα δεν ισχυρίζονται ότι έλυσαν τα προβλήματα, αλλά ότι τα έθεσαν με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Ο ΠΑΡΑΓΩΝ «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ», Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Το πρόβλημα της εξήγησης των αρχαιολογικών φαινομένων έχει και μια άλλη διάσταση, που περιλαμβάνει τον ίδιο τον ερευνητή αρχαιολόγο και την παιδεία του. Φυσικά το σχολείο, η δημόσια εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς παιδείας, όπου οι αξίες εκπροσωπούνται από το δάσκαλο, τα βιβλία και το πρόγραμμα. Η παιδεία όμως δεν είναι κάτι πάγιο και στατικό, αλλά μεταβαλλόμενο σύμφωνα με τις επικρατέστερες κάθε φορά ιδεολογικές τάσεις και ανάλογα με τις επιδιώξεις (οικονομικές-πολιτικές) των ομάδων που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία. Ειδικότερα η παιδεία του αρχαιολόγου, που μας ενδιαφέρει εδώ (πέρα από τις ειδικές γνώσεις της επιστήμης του) επηρεάζει σε μέγιστο βαθμό το ρόλο του ως μεσολαβητή ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ο τρόπος που θα περιγράψει και θα ερμηνεύσει τα κάθε μορφής κατάλοιπα του ανθρώπινου παρελθόντος και θα κατασκευάσει την νοητική εικόνα που θα μεταδώσει στο παρόν, ώστε να αποτελέσει κτήμα των πολλών και να ενσωματωθεί στη συνειδητή ιστορική μνήμη, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την παιδεία του.
Οταν λάβει κανείς υπόψη ότι ο αρχαιολόγος, όπως και οι άλλοι ερμηνευτές των επιστημών του ανθρώπου, μετατρέπει (ή πάντως πρέπει να μετατρέπει) το υλικό των ανασκαφών και των πηγών σε ιστορικό προϊόν, σε πραγματικό πολιτιστικό αγαθό που εκπολιτίζει και μετασχηματίζει το παρόν, τότε καταλαβαίνει κανείς καλύτερα πόση σημασία έχει η παιδεία του, που έχει διαμορφώσει και την προσωπικότητά του.
Η αρχαιολογική, όπως και κάθε έρευνα, δεν είναι πια, όπως όλοι ξέρουμε, πάρεργο των πολλών, αλλά επάγγελμα που απαιτεί εξειδίκευση, συλλογική διεπιστημονική εργασία, οικονομικά μέσα, ειδικές βιβλιοθήκες, διεθνή ενημέρωση. Η Πολιτεία και το σύστημα που παρέχουν ή όχι στον αρχαιολόγο αυτά τα μέσα, που του εξασφαλίζουν ή όχι την ελευθερία του, επηρεάζουν με τη σειρά τους άμεσα τις προσωπικές ικανότητες καθώς και τις διαθέσεις του αρχαιολόγου, όπως και κάθε ερευνητή. Τις επιλογές του μπορεί ακόμα να τις περιορίζει στα ερευνητικά κέντρα, στα ΑΕΙ ή τις Υπηρεσίες, όπως η Αρχαιολογική, μια δεσπόζουσα ομάδα, στην οποία για να εισχωρήσει, να αναγνωρισθεί και να αναδειχθεί, όπως συνήθως λέμε, ή να ασκήσει και αυτός κάποιας μορφής εξουσία, αναγκάζεται να υιοθετήσει τη δική της μεθοδολογία και τι δικές της κατευθύνσεις, έστω και αν στο βάθος τις απορρίπτει. Τέτοιου είδους δεσμεύσεις ή και άλλης μορφής υποχωρήσεις και συμβιβασμοί αποβαίνουν φυσικά σε βάρος της πνευματικής του ακεραιότητας και ελευθερίας, και αναπόφευκτα και της υπηρεσιακής κι επαγγελματικής προσφοράς του. Ο βαθμός αντίστασης σ’ όλες αυτές τις εξωτερικές επιδράσεις και πιέσεις εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την παιδεία του.