Αν μάλιστα συγκριθούν με τα κάστρα της Δυτικής Ευρώπης, φαίνονται φτωχικά και προχειροφτιαγμένα από τη βιασύνη για την προστασία των κατακτητών από τους γηγενείς σκλαβωμένους πληθυσμούς. Εξαίρεση σ’ αυτές τις άτεχνες απομιμήσεις των ευρωπαϊκών κάστρων ήταν το κάστρο του Λεύκτρου που χτίστηκε το 1250 από τον Guillaume II, de Villehardouin για να προστατέψει το πέρασμα για τη Μάνη αλλά και να καθυποτάξει τους Σλάβους του Ταϋγέτου, τους Μελιγγούς. Αυτό το κάστρο φτιάχτηκε με καλαισθησία και ονομάστηκε από τον Guillaume κάστρο του Λεύτρου στα Ελληνικά ή Beaufort (= όμορφο οχυρό) στα Γαλλικά. Προφανώς το Lefftro των Φράγκων είναι το χωριό Λεύκτρο:
«...Et puis qu’il fu en accord avec les Esclavons si fist fermer un autre chastel sur mer devers le Ponant entre Clamate et la grande Maigne, laquelle s’appelle en français Beaufort et en grec s’appelle Lefftro».
[Le livre de la Conqueste de la Princée de la Morée. Paris-1845 -§207]
Το Λεύκτρο ήταν αρχαίο πόλισμα, μία από τις δεκαοκτώ πόλεις του κοινού των Ελευθερολακώνων, που η ακρόπολή του ήταν χτισμένη πάνω στο λόφο που ο Guillaume έχτισε το Beaufort. Από τα κατά καιρούς αρχαιολογικά ευρήματα, στη γύρω από την αρχαία ακρόπολη περιοχή που βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα, φαίνεται η διαχρονική κατοίκηση του χώρου τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή εποχή. Στο Λεύκτρο μάλιστα λατρευόταν ο Κάρνειος Απόλλων και γιορτάζονταν τα "Κάρνεια" των Δωριέων.
Μετά το θάνατο του αδελφού του Geoffroy II και την ανάληψη της αρχής το 1246, ο νέος πρίγκιπας Guillaume ολοκλήρωσε την σταδιακή κατάκτηση του Μοριά το 1248. Τότε μετά από τριετή πολιορκία κατέλαβε τη Μονεμβασιά και καθυπόταξε τους Τσάκωνες και τους Σλάβους του Ταϋγέτου, που μέχρι τότε δεν είχαν αναγνωρίσει τη φραγκική κυριαρχία. Το τέλος του 1248 άρχισε το κτίσιμο του Μυστρά και λίγους μήνες αργότερα του κάστρου της Μάνης και του Λεύτρου (Beaufort):
«Κι αφότου επροσκύνησεν του Μελιγού ο δρόγγος,
τινές απ’ αυτούς είπασιν του πρίγκιπα Γυλιάμου,
ότι αν θέλη να έχη τον ζυγόν όλον στο θέλημά του,
να ποιήση κάστρο εις τον αιγιαλόν πλησίον της Γιστέρνας.
Κι ο πρίγκιπας του επίστεψεν εκείνου όπου το είπεν
Ωρισε γαρ κ’ έχτισαν το και Λεύτρο το ωνομάσαν».
["Το Χρονικόν του Μορέως", κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης,
στίχοι 8094-95]
Μετά την καθυπόταξη του Ζυγού των Μελιγγών και πριν οι Φράγκοι χαρούν το καινούργιο και όμορφο κάστρο τους, ήρθε η σύλληψη και η τρίχρονη αιχμαλωσία του Guillaume, στη μάχη της Πελαγονίας το 1259. Το 1262, αφού είχε προηγηθεί η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης στις 25 Ιουλίου 1261 από τους Βυζαντινούς, ο Guillaume II de Villehardouin αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Για την απελευθέρωσή του πρόσφερε σαν αντάλλαγμα τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μαΐνης και «παν το περί την Κινστέρναν θέμα, πολύ γε ον το μήκος και πολλοίς βρύον τοις αγαθοίς», κατά τον βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Παχυμέρη. Ετσι το κάστρο του Λεύτρου πέρασε στους Βυζαντινούς, χωρίς μάχη, απλά με μια συνθήκη για την απελευθέρωση του πρίγκιπα της Αχαΐας. Ομως γύρω από αυτό το θέμα υπάρχει σημαντική διχογνωμία. Ο Antoine Bon ακολουθώντας τον Παχυμέρη ισχυρίζεται ότι η Κιστέρνα παραχωρήθηκε από το Guillaume II στους Βυζαντινούς σαν αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι ακριβές. Η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης όριζε ότι θα δίνονταν στους βυζαντινούς τα κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασιάς και της Μάνης. Γιατί λοιπόν τότε οι Φράγκοι να δώσουν στους Βυζαντινούς, μαζί και το τόσο ευαίσθητο για την ασφάλειά τους από τους Σλάβους του Ταΰγετου, θέμα της Κιστέρνας και το Beaufort; Σύμφωνα με την εργασία της H. Ahrweiler "Byzance et la mer", το θέμα της Κιστέρνας δεν παραχωρήθηκε στους Βυζαντινούς με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, αλλά πέρασε σ’ αυτούς με κάποιον άλλο, άγνωστο από τις πηγές, τρόπο.
Το οχυρό, βυζαντινό πια, έμεινε όρθιο και γερό ακόμα και όταν τον Ιούλιο του 1415, ο Μανουήλ Παλαιολόγος στη δεύτερη κάθοδό του στο Μοριά, κατέστρεψε τα μεσαιωνικά οχυρά της βορειοδυτικής Μάνης κυρίως για να αποδυναμώσει τους ανυπότακτους και φιλοπόλεμους Μανιάτες αλλά και τους λίγους Σλάβους που αντιδρούσαν στην ισχυροποίηση του Δεσποτάτου του Μυστρά. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Βυζαντινού πρωτοβεστιάριου Γεωργίου Σφραντζή (1401-1466) το 1429 για το κάστρο του Λεύκτρου. Τότε ο Σφραντζής, ακολουθώντας σαν στρατιωτικός, πολιτικός αλλά και συγγραφέας το Δεσπότη του Μυστρά και κατοπινό τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο στο Μοριά περιγράφει στο "Χρονικόν" του:
«…και εις το έτερον μέρος τα όσα εν τοις ποσί τοις προς δυσμάς ηλίου εισί του υπερμεγέθους όρους του Ταϋγέτου (και ενέκειτο βέλτιον φρούριον και χώρον Πελοποννήσου, το Λεύκτρον Μαΐνης, το οποίον Κεταρία πάλαι εκαλείτο)».
[Γεωργίου Σφραντζή: "Χρονικόν" - β' βιβλίο]
Τον επόμενο αιώνα, με την εξέλιξη των πυροβόλων, το "καστράκι" του Λεύκτρου, έγινε ευάλωτο και δεν χρησιμοποιήθηκε για πολεμικούς ή άλλους σκοπούς. Στην τουρκοκρατία το Beaufort, αν και σε παρακμή, ακολούθησε την τύχη της Μάνης και συνέχισε να στέκεται στο λόφο πάνω από τη Γιστέρνα, άκαπνο όμως και τους επόμενους αιώνες. Ετσι το εντοπίζουμε και σε χαλκογραφία των αρχών του 19ου αιώνα (1834), του βαρόνου O. M. Stackelberg.
Στον "αιγιαλό" λοιπόν "της Γιστέρνας", στην παλιότερη "Κεταρία" στο Λεύκτρο, πάνω στο χαμηλό λόφο που εποπτεύει την περιοχή, βρίσκονται τα ερείπια του πιο όμορφου φράγκικου κάστρου, του τελευταίου από τα κάστρα των Villehardouin.
Κατεβαίνοντας προς τη Μέσα Μάνη, αμέσως μετά τη Στούπα μπορεί κανείς να επισκεφθεί τα ερείπια του Beaufort. Από τη βόρεια πλευρά, στα ριζά του λόφου, ακολουθώντας τα διαφορετικά επίπεδα με τις ξερολιθιές, ανεβαίνουμε με προσοχή στο μικρό πλάτωμα της κορυφής. Τα περίπου τέσσερα στρέμματα είναι κατάσπαρτα από ερείπια. Η αναγνώριση των βασικών δομικών στοιχείων του κάστρου είναι δύσκολη. Με υποθέσεις που στηρίζονται κυρίως στον Α. Bon, ο κεντρικός ορθογώνιος πύργος του οχυρού (donjon), πρέπει να βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του πλατώματος. Εκεί είναι διακριτός και ο χωρισμός του κάστρου σε δυο περιβόλους, έναν μικρότερο στα νοτιοανατολικά και έναν μεγαλύτερο στα βορειοδυτικά. Ακόμα στα βορειοδυτικά πρέπει να τοποθετηθεί και η κεντρική είσοδος του οχυρού, ενώ ακόμα μια δευτερεύουσα είσοδος πρέπει να υπήρχε και στην ανατολική πλευρά του. Από τα 260 μέτρα της περιμέτρου των τειχών, σήμερα σώζεται μόνο ένα μικρό μέρος, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της.
Η θέα αλλά και η εποπτεία της γύρω περιοχής περιμετρικά είναι καταπληκτική. Το πλάτωμα του μικρού λόφου δεσπόζει πάνω από τη Στούπα. Η θέση του κάστρου συνεχίζει ακόμα και σήμερα να σημαδεύει την περιοχή, αφού στη θέση που άλλοτε υψωνόταν ο κεντρικός του πύργος, σήμερα υψώνεται ένας ιστός που άλλοτε με σημαία και άλλοτε με χρωματιστά λαμπιόνια, τονίζει το γιορταστικό κλίμα «εις τον αιγιαλόν πλησίον της Γιστέρνας».