Εργα του αναφέρεται ότι βρίσκονταν, εκτός από την Αθήνα, στη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Δήλο, το Ηραίο του Αργους, την Κόρινθο, την Αρκαδία, την Πίσα της Ηλείας, την Καρία της Μικράς Ασίας, στο ακρωτήριο Σολόεσα της Λιβύης και βέβαια στη Μεγαλόνησο, την Κρήτη. Στην Κρήτη, όπου έμεινε αρκετό καιρό, φιλοξενούμενος του ξακουστού και πανίσχυρου βασιλιά Μίνωα, είχε πάρει μαζί του και τον έφηβο πια γιο του Ικαρο, που μάθαινε την τέχνη βοηθώντας τον πατέρα του. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Κρήτης, την Κνωσό, φιλοτέχνησε ο Δαίδαλος, ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά, ένα από τα πιο γνωστά στην αρχαιότητα έργα του, τον χορό της Αριάδνης, που αναφέρει ο Ομηρος στην Ιλιάδα (Σ, στ. 590-592). Αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι, σύμφωνα με τους παραπάνω στίχους του έπους της Ιλιάδας, ο φημισμένος ημίθεος τεχνίτης, ο χωλός Ηφαιστος, σκάλισε το χορό της Αριάδνης πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα, που του είχε παραγγείλει η Θέτις, έχοντας ως πρότυπο έργο του Δαίδαλου με το ίδιο θέμα. Είναι προφανές ότι ο Δαίδαλος, σύμφωνα με τον Ομηρο, ήταν σύγχρονος αν όχι προγενέστερος του Ηφαίστου και οπωσδήποτε καλλιτέχνης τόσο ικανός, ώστε ακόμη και ο φημισμένος Ηφαιστος να τον αντιγράφει.
Το έργο αυτό του Δαίδαλου, που, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.40.3-4), ήταν κατασκευασμένο από λευκό λίθο, δηλαδή από μάρμαρο, εικόνιζε σε ανάγλυφο τους Αθηναίους έφηβους και τις Αθηναίες παρθένες, να χορεύουν τον κύκλιο χορό, τον λεγόμενο γέρανο, πιασμένοι χέρι-χέρι, ακριβώς όπως στον καλαματιανό, γιορτάζοντας έτσι την απελευθέρωσή τους από το Λαβύρινθο με τη βοήθεια του μίτου της Αριάδνης, μετά το φόνο του τρομερού Μινώταυρου από τον Θησέα, τον Αθηναίο ήρωα, πατριώτη και συγγενή του Δαίδαλου (Πλούταρχος, Θησέας, 19). Πάνω στην κοιλιά, τους ώμους και το λαιμό ενός αρχαϊκού πίθου από την Τήνο, που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Βασιλείας στην Ελβετία, εικονίζεται αυτό ακριβώς το θέμα του χορού που ονομάζεται γέρανος, καθώς και ο φόνος του Μινώταυρου από τον Θησέα.
Ενας δεύτερος αποσπασματικά σωζόμενος ανάγλυφος πιθαμφορέας στο Μουσείο της Τήνου (αρ. Β63) φέρει σε τέσσερις επάλληλες ζώνες στο λαιμό και τους ώμους ένα από τα καλύτερα δείγματα κύκλιου χορού. Στο πάνω μέρος του λαιμού εικονίζεται ο Θησέας και η Αριάδνη. Οι κυκλαδίτες καλλιτέχνες της Τήνου που κατασκεύαζαν τους ανάγλυφους πιθαμφορείς πρέπει να είχαν ακούσει να απαγγέλλονται οι ομηρικοί στίχοι με την περιγραφή του κύκλιου χορού ή να γνώριζαν την παράδοση για το έργο του Δαίδαλου στην Κνωσό με θέμα το χορό της Αριάδνης.
Ο Δαίδαλος και ο έφηβος γιος του Ικαρος είχαν την ίδια ακριβώς κακή τύχη με τους νέους και τις νέες από την Αθήνα. Κλείστηκαν από τον Μίνωα στον σκοτεινό Λαβύρινθο, γιατί ο βασιλιάς της Κρήτης πίστεψε, σύμφωνα με κάποια εκδοχή του μύθου, πως είχαν βοηθήσει την σύζυγό του Πασιφάη να ενωθεί ερωτικά με τον «ωραίο ταύρο» και να γεννήσει το Μινώταυρο. Πατέρας και γιος κατάφεραν εντούτοις να διαφύγουν από το Λαβύρινθο, πετώντας με φτερά που κατασκεύασε ο μεγάλος τεχνίτης και τα συγκόλλησε στο σώμα τους με κερί (Εικ.1: Δαίδαλος κατασκευάζει φτερά Ικαρου. Γρμματόσημο). Ο ίδιος κατευθύνθηκε δυτικά προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, ενώ ο Ικαρος πέταξε προς τα ανατολικά. Γοητευμένος από την πτήση, που πάντα λαχταρούνε οι θνητοί, λησμόνησε ο νέος την πατρική συμβουλή να μην πλησιάζει τον Ηλιο, με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί από τη θερμότητα, να αποκολληθούνε τα φτερά του και να καταπέσει ο άτυχος Ικαρος στο πέλαγος. Ο τραγικός θάνατός του είναι αντίστοιχος με το θάνατο του νεαρού Φαέθοντα, του απερίσκεπτου γιου του Ηλιου. Το πτώμα του Ικαρου εκβράστηκε στις ακτές ενός μακρόστενου νησιού, της Μάκρης ή Δολίχης ή αλλιώς Ιχθυόεσσας, η οποία μετονομάστηκε έκτοτε σε Ικαρία από τον αδικοχαμένο Ικαρο.
Απαρηγόρητος ο Δαίδαλος, που δεν μπόρεσε να θάψει ο ίδιος το παιδί του, κατασκεύασε ένα ξόανο του Ηρακλή για να ευχαριστήσει και να τιμήσει έτσι τον Θηβαίο ήρωα, ο οποίος είχε μπει στον κόπο να βρει και να θάψει ευλαβικά τον γιο του Ικαρο.
Φθάνοντας ο Δαίδαλος στη Σικελία κατέφυγε στην αυλή του δίκαιου βασιλιά Κώκαλου στην πόλη Ινυκο. Εκεί εργάστηκε και εκτιμήθηκε τα μέγιστα ως καλλιτέχνης, ιδιαίτερα από τις κόρες του Κώκαλου, οι οποίες βρήκαν μάλιστα, κατά την τοπική παράδοση, τον τρόπο να θανατώσουν τον διώκτη του Δαίδαλου, τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα.
Ο μοναδικός ανδριάντας του Ικαρου που μαρτυρείται φιλολογικά ήταν ανιδρυμένος μαζί με εκείνον του πατέρα του Δαιδάλου στις μυθικές νήσους Ηλεκτρίδες, που είχαν προσχωθεί από τον ποταμό Ηριδανό. Εκεί είχε καταπέσει και ο άτυχος Φαέθων (Στ. Βυζάντιος, στη λέξη Ηλεκτρίδες). Οι Ηλεκτρίδες νήσοι οφείλουν την ονομασία στο ήλεκτρο, στο οποίο μεταβλήθηκαν τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντα, της Φαέθουσας, της Λαμπητίας και της Φοίβης που θρηνούσαν τον νεκρό αδελφό τους, ενταφιασμένο στα νησάκια παρά τις εκβολές του Ηριδανού, όπου είχαν στηθεί και οι αδριάντες του Δαίδαλου και του Ικαρου. Πάνω στα νησάκια αυτά υποτίθεται ότι κτίστηκε αργότερα η Βενετία.
Κανένα δυστυχώς έργο που να εικονίζει τον Ικαρο δεν μας σώθηκε από την αρχαϊκή ή την κλασική αρχαιότητα και την ελληνιστική εποχή. Στην Πομπηία πάντως έχουν έλθει στο φως δύο τουλάχιστον τοιχογραφίες του 1ου αιώνα μ.Χ., που εικονίζουν την πτώση του Ικαρου στο πέλαγος. Αρκετοί καλλιτέχνες της Δύσης, από τον 15ο αιώνα και εξής, φιλοτέχνησαν αξιόλογα έργα εμπνευσμένα από το μύθο του Ικαρου.