Δευτέρα, 01 Ιουλίου 2019 15:19

Kάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Σαμουήλι, η Βαϊδενίτσα και ο ξερόβραχος της Κουδούνας

Kάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Σαμουήλι, η Βαϊδενίτσα και ο ξερόβραχος της Κουδούνας

 

 

Φεύγοντας από τη Σαϊδόνα στα ορεινά της μεσσηνιακής Μάνης και ακολουθώντας τον δύσβατο αγροτικό δρόμο για το Εξωχώρι, συναντάμε μέσα σε λίγες εκατοντάδες μέτρα, κοντά κοντά, τρεις σημαντικές θέσεις της τοπικής Ιστορίας.

Στην πρώτη ρεματιά, στη δυτική πλαγιά της Σωτηρίτσας, αθέατο και χαμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση στέκεται ακόμα όρθιο το «Σαμουήλι», το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κατασκευάστηκε το έτος 7141 από «κτίσεως κόσμου» (1633) από κάποιον καλόγερο Σαμουήλ, κι έτσι έμεινε γνωστό μέχρι σήμερα από το όνομα του ιδρυτή του. Εδώ, μέσα στην πυκνή βλάστηση του λόγγου, υψώνεται ένας διώροφος πολεμόπυργος που προστάτευε το μοναστήρι από ληστρικές επιθέσεις. Αυτός ο πολεμόπυργος έγινε κατά καιρούς κρησφύγετο τόσο για τον ονομαστό πρωτοκλέφτη καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη όσο και λίγο αργότερα για το Γέρο του Μοριά. Ακόμα ήταν τόπος ασύλου και άσκησης για πολλούς κλέφτες στα χρόνια του αγώνα του 1821, αλλά και πρόσφατα για τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης 1941-44.

Στο Σαμουήλι, στα χρόνια του ξεσηκωμού του 1821, υπήρχε μπαρουτόμυλος που χρησιμοποιούσε κάρβουνα ασφάκας, καθώς και σιδηρουργείο για τα βόλια των αγωνιστών. Σήμερα, υπάρχει ακόμα το ναΐδριο που ήταν το καθολικό της μονής, με εμφανή όμως τα σημάδια της εγκατάλειψης. Οι αγιογραφίες φουσκωμένες και ξασπρισμένες από την υγρασία και τον αέρα ξεθωριάζουν περιμένοντας μάταια αποκατάσταση. Εικονογραφικά φαίνεται ότι είναι έργα των Κακαβάδων ή των Μόσχων από το Ναύπλιο (16ος-17ος αιώνας) που έχουν πλούσιο εικονογραφικό έργο στην ευρύτερη περιοχή.

Στην πρόσοψη του μικρού ναού είναι εμφανή τα σημάδια των βανδάλων του στρατού της ιταλικής κατοχής, που κυνηγώντας Σαϊδονίτες αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, έβαλαν στόχο του πυροβόλου τους το καθολικό της μονής. Ο διώροφος πολεμόπυργος, χωρίς τα πατώματα και τις σκάλες του πια, στέκεται κι αυτός εκεί, σαν καλόγερος φύλακας του μοναστηριού. Στον περίβολο, μόνο λιγοστά ερείπια θυμίζουν τα κελιά και τις παλιές εγκαταστάσεις του.

Στη συνέχεια και αφού ο δρόμος βελτιώνεται σημαντικά, πάνω στη δεύτερη ρεματιά, πάνω στον απόκρημνο βράχο της Κουδούνας, στέκεται ο πολεμόπυργος του καπετάν Κιτρινιάρη από το Εξωχώρι της Ανδρούβιστας. Εδώ το χτίσιμο του ανθρώπου έγινε ένα με τα έργα του Θεού, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου. Οι χτισμένες πέτρες και ο ξερόβραχος της Κουδούνας είναι θαρρείς το ίδιο χτίσμα που στέκεται για περισσότερο από διακόσια πενήντα χρόνια στο λιοπύρι, τον άνεμο και τη βροχή. Σ’ αυτόν τον πύργο αναφέρεται στα απομνημονεύματά του και ο Γέρος του Μοριά. Είναι γνωστές οι έριδες και οι αντιζηλίες που αναπτύσσονταν μεταξύ των μανιάτικων οικογενειών. Ετσι όταν ο συμπέθερος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντής Δουράκης από τη Μεγάλη Καστάνια, ήρθε σε ρήξη με τους Κιτρινιαραίους από το Εξωχώρι, αυτός έσπευσε να τον βοηθήσει. Απέκλεισαν το Νικόλαο Κιτρινιάρη και η μάχη ήταν μεταξύ συγγενών: «αδελφοξαδέλφια έριχναν τουφέκια εις τον αέρα».

Αφού περικυκλώθηκε ο πύργος, ο Κιτρινιάρης ζήτησε να παραδοθεί στον Κολοκοτρώνη. Ετσι ανύποπτος αυτός, προχώρησε στην πόρτα του πύργου όπου στεκόταν ο Κιτρινιάρης για να παραδοθεί. Ξαφνικά όμως άνθρωποί του μέσα από τον πύργο, πυροβόλησαν τον Κολοκοτρώνη, που στρέφοντας το σώμα του έπεσε κάτω από το θόλο της πύλης του πύργου. Οι σύντροφοι του Κολοκοτρώνη νομίζοντας ότι ο αρχηγός σκοτώθηκε, θέλησαν να εκδικηθούν σκοτώνοντας τους συγγενείς του Κιτρινιάρη που πολιορκούσαν μαζί τους τον πύργο του. Αλλοι όμως προσπάθησαν να σώσουν τον Κολοκοτρώνη. Ετσι: «...ήλθεν ο αδελφός του Κιτρινιάρη και τον πήρα στον ώμον κ’ επροφυλάχτηκα και την νύχτα έβαλα φωτιά εις τον πύργον και παρεδόθηκαν. Ο αδελφός του Κιτρινιάρη ήτο μ’ εμάς. Τότε τ’ αδέλφια του με είπαν να κάμω ότι θέλω εις εκείνον διά την απιστιά. Εγώ είπα: αφού ο Θεός μ’ εφύλαξε τους χαρίζω την ζωή».

Ο Νικόλαος Κιτρινιάρης ήταν καπετάνιος στην Ανδρούβιστα και ο πύργος του στέκεται εκεί στο Εξωχώρι μισοκατεστραμμένος. Η πύλη του πύργου είναι ένας ακόμα τόπος προδοσίας για το Γέρο του Μοριά.

Βόρεια του πύργου του Κιτρινιάρη, μέσα στη ρεματιά στα δυτικά του μικρού χειμάρρου που περνάει ανάμεσα στη Μαυροβούνα και τον Ταξιάρχη, είναι χτισμένο κι ένα άλλο μοναστήρι. Είναι αυτό της «Βαϊδενίτσας» που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου και σήμερα φαίνεται καλύτερα διατηρημένο από το γειτονικό Σαμουήλι. Αποτελείται από συγκρότημα κτιρίων με κελιά που περιβάλλεται από τείχη, ένα διώροφο πολεμόπυργο που έχει θολωτή στέγη στα δυτικά και το ναό της Παναγίας που βρίσκεται έξω από τον περίβολο του Μοναστηριού. Στα βοηθητικά κτήρια ξεχωρίζουν οι νερόμυλοι και οι νεροτριβές. Η ετυμολογία της ονομασίας «Βαϊδενίτσα» ή «Βοδονίτσα» μας οδηγεί στη σλαβική κατοίκηση της περιοχής του Ζυγού. Το σλαβικό «βόδα» που σημαίνει νερό αλλά και το «βοντονίτσα» που σημαίνει βαρέλα νερού, φαίνεται να σχετίζονται με τον παρακείμενο χείμαρρο. Η παραφθορά λοιπόν των σλαβικών λέξεων έδωσε και το όνομα Βαϊδενίτσα στην παλιά μονή.

Το μοναστήρι στην τουρκοκρατία είχε άλλη μορφή και ανακατασκευάστηκε το 1807 από τον ιερομόναχο Διονύσιο όπως φαίνεται στη χαραγμένη επιγραφή με το σταυρό στα αριστερά της εισόδου του ναού. Ο ναός δεν έχει αγιογραφηθεί εκτός από την αχιβάδα της προθέσεως που δεσπόζει η Πλατυτέρα των ουρανών. Επιβλητικό ακόμα στέκει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο με δυο κύριες εικόνες, του Χριστού στα αριστερά και της Παναγίας στα δεξιά της ωραίας πύλης. Είναι έργο του 1865 των αδελφών Γεννηματέα. Στην κορυφή του κυριαρχεί ο Εσταυρωμένος.

Η Βαϊδενίτσα περί το 1800 είχε γίνει άσυλο κλεφτών και αρματωλών καθώς και χώρος άσκησης και σκοποβολής των ανδρών των καπετάνιων Κιτρινιάρη και Μούρτζινου από την Ανδρούβιστα. Στη Βαϊδενίτσα κατέφυγε κυνηγημένος και συνελήφθη από τη βασιλική Οθωνική εξουσία τον Ιούνιο του 1852 ο Χριστόφορος Παπουλάκος. Ο μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος από την Αρμπούνα των Καλαβρύτων γεννήθηκε το 1785 και αρχικά ήταν αγράμματος χασάπης. Αργότερα, μετά από την προσβολή του από τύφο, έγινε πασίγνωστος ιεροκήρυκας σε όλο το Μοριά. Ιδιαίτερα είχε μεγάλη δημοτικότητα και πολλούς φανατικούς οπαδούς στη Λακωνία, την Αργολίδα και τις Σπέτσες. Είχε τη φήμη θαυματουργού προφήτη και αγίου. Συνήθιζε να καταφέρεται εναντίον κάθε νεωτερισμού της εποχής (τηλέγραφος, ατμοκίνηση κλπ) αλλά και εναντίον της παιδείας που όπως πίστευε οδηγούσε στον αθεϊσμό.

Ο Παπουλάκος, μετά από επαφές του το 1851 με τους Ρωσόφιλους Φιλορθοδόξους, έγινε σαφώς αντιδυναστικός στα κηρύγματά του. Ετσι κατ΄ αυτόν, κάθε κακό είχε τη ρίζα του στον καθολικό Οθωνα και τη διαμαρτυρόμενη Αμαλία. Η στροφή του Παπουλάκου εναντίον της βασιλείας οδήγησε και στην εξόντωσή του από το επίσημο κράτος. Η εκκλησία τον καταδίκασε σαν κήρυκα αντιχριστιανικών και αθεϊστικών ιδεών και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης επικεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος κατάφερε να τον συλλάβει απομονωμένο στο μοναστήρι της Βαϊδενίτσας μακριά από τις χιλιάδες των οπαδών του. Η σύλληψή του έγινε μετά από προδοσία. Ο Παπουλάκος παγιδεύτηκε από κάποιον ιερέα, πρώην οπαδό του. Φυλακίστηκε στο Ρίο, δικάστηκε στο Κακουργοδικείο της Αθήνας και περιορίστηκε σ’ ένα μοναστήρι της Ανδρου όπου και πέθανε το 1861.

Ομως το μοναστήρι της Βαϊδενίτσας έχει μια σημαντική συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία: Στις 25 Μαρτίου 1942 έγινε εδώ μια μυστική σύσκεψη μιας ομάδας παλικαριών της Σαϊδόνας και αποφασίστηκε η δημιουργία αντιστασιακού πυρήνα στην περιοχή. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες είχαν πολεμήσει στο μέτωπο της Αλβανίας και είχαν ταπεινώσει τους Ιταλούς που όμως με τις πλάτες των Γερμανών ήταν πια οι κατακτητές της περιοχής. Αρχηγός του αντιστασιακού πυρήνα της Σαϊδόνας ήταν ο έφεδρος αξιωματικός Ηλίας Νοέας. Η συγκυρία της συγκέντρωσης την ημέρα της Εθνικής γιορτής στις 25 Μαρτίου, έδωσε άλλο τόνο στη σύσκεψη που έκλεισε με την απόφαση για αντίσταση. Ακολούθησε συγκέντρωση με ψάλσιμο του εθνικού ύμνου στο χωριό Καστάνια, όπου οι Σαϊδονίτες διαβεβαίωσαν τους κατοίκους του ότι θα τιμωρήσουν σκληρά τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους.

Μετά την κίνηση «απειθαρχίας» των Σαϊδονιτών, μια διμοιρία Ιταλών ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου από την Καρδαμύλη για να επιβάλει την τάξη. Ομως μετά από ενέδρα και αφοπλισμό μιας ομάδας της ιταλικής διμοιρίας από τους Σαϊδονίτες, την επόμενη μέρα δυο τάγματα Ιταλών κατέλαβαν τη Σαϊδόνα, έστησαν φυλάκια και αφού πυρπόλησαν περίπου τριάντα σπίτια του χωριού και το μοναστήρι της Βαϊδενίτσας, έβαλαν στο στόχο των πυροβόλων τους και το Σαμουήλι. Αλλά η ομάδα της Σαϊδόνας έδειχνε πανίσχυρη. Ενα νέο χτύπημα την επόμενη ημέρα ανάγκασε τους Ιταλούς να οπισθοχωρήσουν αφήνοντας αιχμαλώτους στα χέρια των ανταρτών. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο βουνό, οι Ιταλοί σαν αντίποινα και πίεση για την απελευθέρωση των Ιταλών στρατιωτών, αφού συλλάβανε αμάχους και γυναικόπαιδα, τους έκλεισαν στο σχολείο για τρεις ημέρες και συνέχισαν τους εμπρησμούς. Μετά τη διαφαινόμενη καταστροφή του χωριού αλλά και τις υποσχέσεις των ιταλικών αρχών για αμνήστευση των αγωνιστών, η ομάδα της Σαϊδόνας αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ετσι αρχικά παρέδωσαν τον οπλισμό τους στη γυναίκα και στις αδελφές του Νοέα και αυτές παρέδωσαν τα όπλα στον Ιταλό λοχαγό Ferrari. Μετά και από τις νέες διαβεβαιώσεις για αμνηστία από το στρατιωτικό διοικητή Μεσσηνίας Pierluigi Testa, οι Σαϊδονίτες απέλυσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους και παραδόθηκαν. Ομως, παρά τις υποσχέσεις του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή του ιταλικού στρατού της Πελοποννήσου Pafounti, που γι’ αυτό το λόγο κατέβηκε στην Καλαμάτα από το Ξυλόκαστρο, καταδικάστηκαν από το έκτακτο στρατοδικείο Καλαμάτας στις 16 Απριλίου 1942. Ο αρχηγός Ηλίας Νοέας καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στην Καλαμάτα στις 13 Μαΐου 1942:

«ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΛΛΗΝΟΣ

Κατόπιν της από 16 Απριλίου 1942 αποφάσεως του στρατιωτικού πολεμικού Δικαστηρίου κατεδικάσθη ο Ελλην υπήκοος Νοέας Ηλίας του Νικολάου εις την ποινήν του θανάτου κατηγορούμενος επί, δια πολεμικού όπλου, απόπειρα κατά της σωματικής ακεραιότητος στρατιωτών των Ενόπλων Ιταλικών Δυνάμεων. Η εκτέλεσις εγένετο την 4.30’ πρωινήν της 13ης τρέχοντος εις την τοποθεσίαν ‘Καζάλα’, Καλαμών».

[Το κείμενο της ανακοίνωσης του ιταλικού στρατού κατοχής στην εφημερίδα «Σημαία» της Καλαμάτας της 29ης Μαΐου 1942, προέρχεται από το βιβλίο του Νίκου Ζερβή: «Η Γερμανική κατοχή στη Μεσσηνία», σελ. 33]

Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ηλίας Νοέας γεννήθηκε το 1910 στη Σαϊδόνα. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μετά τα προαναφερθέντα γεγονότα στη Σαϊδόνα και κατά την εκτέλεσή του στη θέση Σπυρίδη της Καλαμάτας, σύμφωνα με την αφήγηση του ιερέα Παναγιώτη Τσίχλη που τον συνόδευσε μέχρι εκεί, ο Νοέας δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια, αλλά απευθυνόμενος στον Ιταλό αξιωματικό επικεφαλής του αποσπάσματος του είπε: «Τώρα ξέρω ότι δεν είχατε ποτέ στρατιωτική τιμή, ούτε και οικογενειακή. Αλλοι πατριώτες μου θα σας μάθουν την έννοια της λέξεως αυτής». Επεσε κραυγάζοντας: «Ζήτω η Ελλάδα».

[Τα στοιχεία προέρχονται από το Μεσσηνιακό βιογραφικό λεξικό του Νίκου Καράμπελα, εκδόσεις Νέστωρ, Καλαμάτα 1962]

Αξίζει περισσότερος σεβασμός και μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτά τα πέτρινα μνημεία που επιμένουν να στέκουν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου πάνω στα απόκρημνα βράχια, θυμίζοντας με την παρουσία τους την Ιστορία του τόπου και το πέρασμα από εδώ μεγάλων αγωνιστών.