Ο τίτλος μιας ημερίδας που έλαβε χώρα το 2015 και είχε ως τίτλο «Τα γλυπτά του Παρθενώνα - ακρωτηριασμένα ως πότε» έδειχνε ότι οι διοργανωτές της δεν ήταν απλώς εκ προοιμίου διατεθειμένοι υπέρ της επιστροφής των γλυπτών, αλλά διατύπωναν την άποψή τους κραυγάζοντας: «Ως πότε πολίτες αυτής της χώρας, πολίτες της Ευρώπης και της οικουμένης ολόκληρης, τα γλυπτά του Παρθενώνα θα παραμένουν ακρωτηριασμένα πάνω στο μνημείο χωρίς τα κορμιά, τις κεφαλές, τα μέλη τους, βίαια αποσπασμένα από τον Ελγιν;».
Τους κατανοώ και συμφωνώ μαζί τους. Θεωρώ, άλλωστε, αδιανόητο να υπάρχει Ελληνας, με την έννοια που οι αρχαίοι έδιναν στη λέξη, δηλαδή άνθρωπος του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, που να μην επιθυμεί την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην πόλη που τα δημιούργησε, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, ει δυνατόν στον ίδιο το ναό της Παρθένου που τα έχει στερηθεί για 200 περίπου χρόνια. Επειδή η επανατοποθέτησή τους πάνω στο ίδιο το γερασμένο και υπό αναστήλωση μνημείο δεν φαίνεται δυνατή, να τοποθετηθούν στο χώρο που έχει ετοιμασθεί στο νεόδμητο Μουσείο απέναντι από το θέατρο του Διονύσου.
Τα επιχειρήματα που ακούγονται κατά καιρούς από την πλευρά κυρίως των Αγγλων συναδέλφων του Βρετανικού Μουσείου για να στηρίξουν την άποψη της μη επιστροφής τους είναι από κάθε άποψη σαθρά, νομικά αστήρικτα και ηθικά απαράδεκτα, τόσο για τους αρχαιολόγους διευθυντές του Μουσείου στο Λονδίνο, που τα προβάλλουν, όσο και για μια ευνομούμενη, πολιτισμένη και φιλότεχνη πολιτεία και κοινωνία όπως η αγγλική, που τα δέχεται. Η συγκατάθεσή τους για την επιστροφή θα χαιρετισθεί από όλο τον κόσμο ως πράξη δίκαιη, έντιμη και γενναία, πράξη απόδοσης μέρους από το χρέος του δυτικού κόσμου προς την Ελλάδα, ενός χρέους με τεράστια αξία, πράξη-σύμβολο ειρήνης, ομόνοιας και αλληλεγγύης μεταξύ τουλάχιστον των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλίας, μολονότι η πολιτική της τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχισματική.
Ο Ελγιν απέσπασε βάναυσα τα γλυπτά με δωροδοκίες και ένα φιρμάνι των κατακτητών μιας χώρας, της Ελλάδας που κέρδισε την ελευθερία της, επαναστατώντας λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάρτη του 1821.
Ο αδίστακτος Σκώτος Ελγιν ακολούθησε, όπως φαίνεται, κατά γράμμα την προτροπή του κόμη Choiseul – Gouffier προς τον συνεργάτη του Louis Francois Sebastien Fauvel, αρχαιοδίφη και συλλέκτη: «Αρπάξτε ό,τι μπορέσετε, μην παραλείπετε ευκαιρία να λεηλατήσετε την Αθήνα και τα περίχωρά της. Πάρτε ό,τι υπάρχει, μη λυπηθείτε ούτε ζωντανούς ούτε νεκρούς».
Δεν χρειάζονται σχόλια. Το χειρότερο είναι ότι ο Fauvel που έμεινε στην Αθήνα ζούσε πουλώντας αρχαιότητες και δανείζοντας τα κέρδη του στους ανυποψίαστους Αθηναίους λίγο πριν την Επανάσταση. Ο ίδιος έγινε και αντεπιστέλλον μέλος της Παρισινής Ακαδημίας των Καλών Τεχνών ως αρχαιολόγος(!), ενώ το 1803 ορίστηκε υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα. Από τις δύο μετόπες του Παρθενώνα που κατάφερε να φυγαδεύσει μεταξύ άλλων, η μια βρίσκεται στο Λούβρο και ή άλλη στο Βρετανικό Μουσείο.
Το 1798 ορίστηκε ο λόρδος Ελγιν πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή Πύλη. Στα επόμενα τριάντα χρόνια έβαλε στόχο να συμβάλει στην ανάπτυξη των Καλών Τεχνών στην Αγγλία(!) και κατάφερε να συγκεντρώσει μια σεβαστή λεία με τη συμβολή του Ιταλού ζωγράφου Don Giovanni Battista Lusieri και πολλών άλλων. Εκτός από τα πεσμένα διάσπαρτα στην Ακρόπολη γλυπτά, θεώρησε και τα ευρισκόμενα στη θέση τους ως νόμιμη λεία! Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις Αγγλοι ταξιδιώτες (ο Clark, ο Cripps και ο Dodwell), αυτόπτες μάρτυρες της βάρβαρης απόσπασης των γλυπτών, την περιγράφουν με απέραντο αίσθημα ντροπής ως «πρωτάκουστη θρασύτητα και ανίερη λεηλασία».
Ο αδίστακτος Lusieri, παρά τις διαμαρτυρίες, συνέχισε απτόητος το έργο της καταστροφής του μνημείου, σύμφωνα με τις εντολές του αφεντικού του, του Ελγιν, ο οποίος πρόβαλλε μάλιστα τον εαυτό του ως σωτήρα(!) των γλυπτών που υποτίθεται ότι θα κατέστρεφαν οι Τούρκοι. Εκπλήσσομαι όταν πληροφορούμαι ότι οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου προβάλλουν ακόμη σήμερα τον ίδιο ανεδαφικό ισχυρισμό.
Η απάντησή μου είναι η εξής: «Εντάξει, συνάδελφοι. Εστω, τα προστατεύσατε, τα φυλάξατε, τα εκμεταλλευτήκατε για 200 χρόνια. Ηλθε όμως ο καιρός να τα επιστρέψετε επιτέλους. Δεν σέβεστε τουλάχιστον τη μνήμη του Λόρδου Μπάυρον, ξεχάσατε το δριμύτατο “κατηγορώ” του ενάντια στη λεηλασία του Ελγιν;». Οι κάτοικοι της Αθήνας θρηνούσαν για την καταστροφή του μνημείου και θρηνούν ακόμα αναμένοντας την επιστροφή τους.
Η πρόταση που έγινε τελευταία, και που δεν είναι καινούργια, να εκτεθούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα για ένα διάστημα στην Αθήνα ως δάνειο, αδυνατίζει κατά τη γνώμη μου τη δίκαιη απαίτησή μας για οριστική επιστροφή τους στη χώρα και το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές, που τα δημιούργησε.
Οπως τόνισε σε ομιλία του παλαιότερα στην Αθήνα ο διακεκριμένος αρχαιολόγος ερευνητής Αγγελος Χανιώτης: «Τα γλυπτά του Παρθενώνα έχουν συγκεκριμένους, ιστορικά προσδιορίσιμους δημιουργούς στην Αθήνα του ύστερου 5ου π.Χ. αιώνα. Ως πολιτιστικά αγαθά έχουν διαχρονική και παγκόσμια αποδοχή. Ως κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας συμβολίζουν τις λαμπρότερες και δημιουργικότερες στιγμές του ελληνισμού, αλλά και συμπυκνώνουν στη λονδρέζικη εξορία τους, τις πιο τραυματικές εμπειρίες της νεοελληνικής ιστορίας: προσφυγιά, εξορία, μετανάστευση, τουρκοκρατία. Τέλος, ως φυσικά αντικείμενα έχουν διαφορετικούς κατόχους, οι οποίοι με νομικά ή νομικίστικα επιχειρήματα προσπαθούν να υποσκάψουν την αξίωση της ενότητάς τους».