Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 2019 10:25

Κάστρα και Οχυρά της Μεσσηνίας: Μεθώνη (Δ΄ μέρος)

Κάστρα και Οχυρά της Μεσσηνίας: Μεθώνη (Δ΄ μέρος)

 

Περνώντας ανάμεσα στα ερείπια του παλιού οικισμού που ήταν πολύ πυκνοκατοικημένος, συναντάμε τα θολοσκέπαστα τουρκικά λουτρά, το χαμάμ που περιγράφει ο Çelebî και στα ανατολικά και νότια το ερείπιο ενός χαρακτηριστικού τουρκικού πύργου που την εποχή του Ιμπραήμ ήταν τζεπχανές (αποθήκη πυρομαχικών).

Αυτός ο νότιος πύργος, δίπλα στη βασιλική ταράτσα και την πύλη της θάλασσας, που σήμερα η οροφή του φαίνεται να χάσκει προς τον ουρανό, πρέπει να είναι ο πύργος που ανατινάχθηκε το 1825 από την επίθεση εδώ των πυρπολικών του Ανδρέα Μιαούλη. Τον Απρίλιο του 1825, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος του Ιμπραήμ κατέπλευσε στη Μεθώνη. Θέλοντας να δημιουργήσει μια ισχυρή ναυτική βάση στην περιοχή, επιτέθηκε από εδώ στο Νιόκαστρο και στη Σφακτηρία. Εκεί κατάφερε να επιβληθεί γρήγορα αφού σκόρπισε την αντίσταση των οκτακοσίων περίπου Ελλήνων και φιλελλήνων υπερασπιστών της Σφακτηρίας. Την ίδια στιγμή ο Μιαούλης με το μικρό στολίσκο του από εννιά σιτοκάραβα και δυο πυρπολικά παρακολουθούσε από τα ανοιχτά, ανήμπορος να επέμβει, τη σφαγή. Μετά την ηρωική έξοδο του “Αρη” από το πέρασμα στις “Κουτσούνες” και ενώ ο θριαμβευτής τουρκοαιγυπτιακός στόλος ήταν πια αραγμένος στο λιμάνι της Μεθώνης, τα πυρπολικά του Μιαούλη πήραν εκδίκηση για το χαμό στη Σφακτηρία. Στις 27 Απριλίου 1825, αμέσως την επόμενη μέρα από τη συμφορά, τα μπουρλότα βρήκαν το στόχο τους. Η φρεγάτα-καύχημα του Ιμπραήμ με τα 54 κανόνια, η “Αsia” και άλλα είκοσι επτά καράβια πήραν φωτιά. Το ένα από το άλλο και όλα μαζί μετέδωσαν τη φωτιά και στα κτήρια του κάστρου. Η φωτιά μεταδόθηκε στον νότιο πύργο του κάστρου, που χρησίμευε σαν αποθήκη πυρομαχικών. Εκρήξεις, φωτιές, όλεθρος. Η νύχτα έγινε μέρα. Ο Μιαούλης εκδικήθηκε το θάνατο του Αναστάση Τσαμαδού, του Σαχίνη, του Αναγνωσταρά, του κόμη Σανταρόζα αλλά και τόσων άλλων παλικαριών που έπεσαν στο νησί της Σφακτηρίας. Το πύρινο τόξο πάνω από τη Μεθώνη ήταν η εκδίκηση για το αίμα των υπερασπιστών της Σφακτηρίας. Ακόμα και σήμερα ανάμεσα στα χαλάσματα που εξακολουθούν να στέκονται όρθια, διακρίνονται οι καπνισμένες και καμένες από την έκρηξη πέτρες, κυρίως στα νότια του διθάλαμου πύργου. Στη νοτιοδυτική πλευρά της οροφής του πύργου, πάνω από την αψίδα της εισόδου του, διακρίνονται ακόμα “μετέωρα” λίγα λίθινα σκαλοπάτια που φαίνεται ότι οδηγούσαν τους σκοπούς από τα μπεντένια στις επάλξεις του πύργου.

Φθάνοντας στη νότια πύλη, την ανακατασκευασμένη πύλη της θάλασσας (Porta di San Marco) με τους δυο δεκαεξάμετρους “δίδυμους” πύργους και τη “βασιλική ταράτσα” καταλαβαίνουμε τα μεγαλεία που γνώρισε αυτό το κάστρο στην Α΄ βενετοκρατία. Η εξέδρα έχει μήκος δεκαοκτώ μέτρα και πλάτος έξι. Ο νότιος από τους δυο πύργους έχει στο πάνω πάτωμά του ένα δωμάτιο με τρία τοξωτά παράθυρα που ελέγχουν το στενό της Μεθώνης. Στον άλλο πύργο το αντίστοιχο δωμάτιο έχει αρκετά ψηλότερα δυο μικρά τοξωτά ανοίγματα-φωταγωγούς και φαίνεται πως χρησίμευε για κατάλυμα της φρουράς. Στην εσωτερική πλευρά αυτού του πύργου υπάρχει και η στενή σκάλα που τα είκοσι τρία λίθινα σκαλιά της οδηγούν στην ταράτσα της πύλης. Η πύλη της θάλασσας έκλεινε με κατακόρυφα κινούμενη πόρτα. Ο οδηγός αυτής της πόρτας είναι ευδιάκριτος σαν μια κάθετη εγκοπή στις δυο πλευρές της πύλης.  

Βγαίνοντας από την πύλη της θάλασσας, πάνω από το πέτρινο τριπλό τοξωτό γεφύρι, ανακατασκευασμένο στο τέλος της δεκαετίας του 1960 υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Νικολάου Γιαλούρη, φθάνουμε στα βράχια του Μόθωνα λίθου, στο πολύπαθο οκταγωνικό κτήριο με το θόλο και τα μπεντένια, το μπούρτζι της Μεθώνης, που θυμίζει έντονα τους τουρκικούς πύργους του Yedi-Kule της Κωνσταντινούπολης και του Rumili-Hissar στο Βόσπορο. Αυτό ήταν έργο της Α’ τουρκοκρατίας την εποχή του Suleyman I του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566),  λίγο μετά την κατάληψη της ισχυρής βενετικής Modon.

Η ανέλπιστη για όλους εκπόρθηση των τειχών της Μεθώνης το 1500 έγινε μετά την εγκατάλειψη της φύλαξής τους από τους φρουρούς τους, που ενθουσιασμένοι έτρεξαν όλοι μαζί στο λιμάνι του Mandrachio για να υποδεχτούν τις ενισχύσεις που είχαν φτάσει με πλοίο από τη Βενετία. Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Οταν έσβησε η πυρκαγιά μετατράπηκε σε τζαμί και ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Το μπούρτζι, αυτός ο ανεξάρτητος πύργος του κάστρου της Μεθώνης, ήταν κάποτε ένα απλό οχυρωματικό έργο, φάρος ή φανός. Μετά την άλωση και για αιώνες έγινε το απάνθρωπο κολαστήριο των Τούρκων, πύργος-φυλακή και “φονιάς” για πολλούς ταλαίπωρους και άρρωστους φυλακισμένους που μέσα στο σκοτάδι και τα θαλασσόνερα που έμπαιναν από τις χαραμάδες, εκλιπαρούσαν για τον αποκεφαλισμό παρά για τη συνέχιση της εδώ φυλάκισής τους. Τον Οκτώβριο του 1825 νικημένος από τις κακουχίες και τη χολέρα, αιχμάλωτος του Ιμπραήμ, πέθανε εδώ και ο Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, ο ιερωμένος που σήκωσε τη σημαία της Λευτεριάς σ’ όλη την περιοχή. Το πτώμα του ρίχτηκε στα αφρισμένα κύματα του Μόθωνα λίθου και χάθηκε στα ρεύματα του στενού της Μεθώνης.

Η δυτική πλευρά των τειχών, που και αυτά έχουν χτιστεί πάνω στις αρχαίες οχυρώσεις, έχει σημαντικές φθορές από τα κύματα και το χρόνο, αλλά δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη οχυρωματική αξία λόγω του πρακτικά απρόσβλητου του φρουρίου από εδώ. Η απότομη θάλασσα και τα βράχια δεν επιτρέπουν την προσέγγιση κανενός “επισκέπτη”. Μπροστά από την είσοδο στο μπούρτζι και στα βορειοανατολικά απλώνεται το λιμάνι που έκανε ξακουστή τη Μεθώνη στα χρόνια της Α΄ βενετοκρατίας. Το λιμάνι του Mandrachio που είχε διαφορετική διάταξη από τη σημερινή.

«...Εδώ μπορείς να βρεις καράβι για οποιονδήποτε προορισμό στον κόσμο»

[Felix Faber ή Schmidt – Γερμανός μοναχός, προσκυνητής των Αγίων Τόπων – Evagatorium in Terræ Sanctæ – Stuttgart, 1843].

Ενας μόλος που ξεκινούσε από τη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το μπούρτζι έφθανε μέχρι τη μικρή μαρμάρινη κολόνα-δέστρα στη μέση περίπου του νεότερου πέτρινου μόλου, “των Ασπράδων”. Υπολείμματα του παλιού μόλου διαγράφονται σαν ύφαλοι, μπροστά στο μπούρτζι, παράλληλα με τη νοτιοανατολική πλευρά των τειχών.

Η αναδιάταξη του μόλου έγινε το 1880 από κάποια ιταλική εταιρεία και ήταν εξαιρετικά επιβλαβής για την πλευστότητα του λιμανιού αλλά και την εμφάνιση του κάστρου. Η θάλασσα έγινε ξέβαθη και ακατάλληλη για ελλιμενισμό πλοίων. Αυτός ο “καινούργιος” πέτρινος μόλος με τα καρφωμένα στην πλάτη του κανόνια, “οι Ασπράδες”, λειτούργησε σαν κυματοθραύστης. Η θάλασσα που έφθανε μέχρι τις ρίζες του κάστρου και περνώντας από την τάφρο της βόρειας πλευράς ένωνε το Ιόνιο με το λιμάνι, δεν μπορούσε πια να πλησιάσει το οχυρό. Οι προσχώσεις και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις ήταν πολλές, και τώρα η ανατολική πλευρά του κάστρου έχει την ιδιόμορφη σκληρή αμμουδιά της για τους παραθεριστές και τους ψαράδες της.

Επιστρέφοντας από το μπούρτζι στον περίβολο του κάστρου, θα ξαναμπούμε στο μεγάλο πλάτωμα. Από εκεί μπορούμε να ανεβούμε στις επάλξεις, στα μπεντένια της ανατολικής πλευράς. Κατεβαίνοντας προσπερνάμε κάποια ταπεινά ερείπια ενός μεγαλόπνοου σχεδίου του Γάλλου εραστή της Μεθώνης, του ιππότη Appert. Ερείπια από δοκιμές εφαρμογής της Colonie de Modon που όμως δεν έγινε ποτέ. Ο Appert, βαθιά επηρεασμένος από την αλληλοδιδακτική της μεταναπολεόντειας εποχής των νεανικών του χρόνων, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη, αλλά και των σωφρονιστικών συστημάτων, προσπάθησε να δημιουργήσει από το 1856 μέχρι το 1859 μια πρότυπη αποικία φυλακισμένων στο κάστρο της Μεθώνης. Η αλληλοδιδακτική και η εργασία θα έκαναν χρήσιμους τους βαρυποινίτες στην τοπική κοινωνία. Ετσι εκπόνησε σχέδια για τη μετατροπή του επιβλητικού οχυρού σε πρότυπη φυλακή. Σήμερα βέβαια λέμε ευτυχώς που τα σχέδια, που είχε εγκρίνει και ο Οθων, δεν “πέρασαν” από τη Βουλή λόγω του υψηλού κόστους τους. Ομως αυτά τα σχέδια κράτησαν εδώ στο ταπεινό σπιτάκι του στο “βουνό” της Μεθώνης τον γραφικό γέροντα που τόσο αγάπησε τη Μεθώνη, μέχρι το τέλος της ζωής του στις 17 Ιανουαρίου του 1873.

Στον “οικιστικό” χώρο του κάστρου συναντάμε επίσης ερείπια υδατοδεξαμενών και πάμπολλα χαλάσματα θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση. Μια περιπλάνηση στον βόρειο προμαχώνα του Bembo, στην “Cavaliere” αλλά και στην “Piatta forma Santa Maria”, δίνει ένα άλλο χρώμα στην αναζήτηση της φιλοσοφίας και της τεχνικής των βενετικών οχυρώσεων αλλά και του στρατηγείου του Ιμπραήμ. Χώροι διαμονής και αποθήκευσης σε κάθε προμαχώνα και σε διαφορετικά επίπεδα, έκαναν το οχυρό σχεδόν απρόσβλητο. Αλλωστε η Μεθώνη δεν “έπεσε” στον ξεσηκωμό του ’21 αλλά παραδόθηκε στον πρώτο της Ελληνα φρούραρχο Νικήτα Σταματελόπουλο, το θρυλικό Νικηταρά, από το εκστρατευτικό σώμα του N. J. Maison μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ.

Στην παλιά τάφρο, κάτω από τον προμαχώνα του Lauretano και μπροστά από το πέτρινο γεφύρι της κύριας εισόδου, δημιουργήθηκε ευκαιριακά ένας υπαίθριος χώρος πολιτισμού, για θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες στις καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης. Εκεί απέναντι από την παλιότερη κύρια είσοδο του κάστρου, υπάρχει η είσοδος στον προμαχώνα του Lauretano. Ενα ελαφρά επικλινές λιθόστρωτο οδηγεί βόρεια, στο λογγωμένο εσωτερικό του. Πάνω από αυτή την είσοδο στέκεται ο παλιότερος μικρός βορειοανατολικός προμαχώνας του κάστρου που ενσωματώθηκε στον μεγάλο ανεξάρτητο προμαχώνα του Lauretano.

Στην ανατολική πλευρά του προμαχώνα του Bembo υπάρχει εντοιχισμένη μια πλάκα με τα οικόσημα των Foscarini, Bembo και Foscolo με μια επιγραφή που αποδίδει και χρονολογεί την κατασκευή του στο Βενετό pretore Bembo:

PRETORE  (MODO)NE · CD...V · ON

IO · BEMBO VRBS...HCC ASSILO…OR

NATA Ē AŇO O · MCCCCLX · XX · OC

 

Από εδώ, το βορειοδυτικό τμήμα του κάστρου, το ηλιοβασίλεμα είναι μαγευτικό και δικαιώνει το τοπωνύμιο: “Ηλιοδύσιο”. Στην αρχή της τάφρου πάνω στα βράχια της ακτής, στα πόδια του προμαχώνα του Bembo, φαίνονται ακόμα ελάχιστα πια σκουριασμένα σίδερα, λείψανα ενός ναυαγισμένου πλοίου. Του ιταλικού πολεμικού “Sebastiano Veniero” που τορπιλίστηκε το χειμώνα του 1941 ενώ περνούσε στα ανοιχτά της Σαπιέντζας, μεταφέροντας Εγγλέζους αιχμαλώτους. Το “Sebastiano Veniero” τορπιλίστηκε από ένα εγγλέζικο υποβρύχιο που βέβαια δεν γνώριζε το φορτίο του. Η αφρισμένη θάλασσα και το κύμα πήραν το κουφάρι του και το απόθεσαν στα βράχια του κάστρου της Μεθώνης. Ετσι απλά για να υπάρχει εδώ σαν συνέχεια της Ιστορίας και ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας: η Πήδασος, οι Ναυπλιείς, η Μοθώνη, οι Ρωμαίοι, οι Γότθοι και οι Σλάβοι, οι Βυζαντινοί του Βελισάριου και οι πειρατές. Κατόπιν στη σκηνή της μεσαιωνικής Modon ήρθαν οι ξένοι “ντυμένοι φίλοι” ή εχθροί: ο Villehardouin, οι Βενετοί του Renier Dandolo, οι περιηγητές, οι Τούρκοι, ο Francesco Morosini. Ξανά οι Τούρκοι και οι αδελφοί Orlof, ο Chateaubriandt, ο Ιμπραήμ, o Charles Deval. Τη λύτρωση και τη λευτεριά έφεραν οι αγωνιστές και οι φιλέλληνες, ο Αγιος Μεθώνης, οι τοποτηρητές Γάλλοι στρατιώτες του N. J. Maison, ο Νικηταράς, ο Καποδίστριας. Ακολούθησε ο εραστής της Μεθώνης ιππότης Appert και αργότερα οι Ιταλοί του Μουσολίνι και το “Sebastiano Veniero”.

Ολοι αυτοί, διαχρονικά συγκεντρωμένοι σ’ ένα κάστρο. Στο επιβλητικό φρούριο της Μεθώνης, ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου, που συγκέντρωσε τα φώτα πάνω του σχεδόν σε όλες τις ιστορικές περιόδους.