Ο Λουκιανός (120 - 185 μ.Χ.) από τα Σαμόσατα της Κομμαγηνής (Συρία) φοίτησε σε ελληνικές σχολές της Ιωνίας και μετά από περιοδείες στην Ιταλία και τη Γαλατία εγκαταστάθηκε το 160 μ.Χ. στην Αθήνα. Ηταν ταλαντούχος συγγραφέας με σπινθηροβόλο σκωπτικό πνεύμα και συνέγραψε 82 έργα, από τα οποία ξεχωρίζουν οι Διάλογοί του (Νεκρικοί, Θεών, Ενάλιοι και Εταιρικοί). Συνδυάζει τον σωκρατικό διάλογο με τη σαρκαστική ειρωνεία. σατιρίζοντας ανελέητα θεούς, φιλοσόφους και ρήτορες. Στο έργο του καθρεφτίζεται ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Η επίδρασή του σε συγγραφείς της αρχαιότητας και του σήμερα είναι μεγάλη. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται και ο διάλογος «Περί Ορχήσεως», όπου τονίζεται η αξία του χορού.
Η Καλαμάτα διεκδίκησε από χρόνια και κέρδισε επάξια, νομίζω, τη θέση της στον παγκόσμιο καλλιτεχνικό χάρτη ως «Πόλη του Χορού». Αυτός είναι ένας από τους λόγους που με ώθησαν να μεταφέρω σε μια συνοπτική δική μου παράφραση (όχι μετάφραση) τον διάλογο του Λουκιανού «Περί Ορχήσεως», ο οποίος διαμείβεται μεταξύ του Λυκίνιου, ενός φιλοσόφου ένθερμου υποστηρικτή της ορχηστικής τέχνης και του Κράτωνα, ενός κυνικού φιλοσόφου, βίαιου κατηγόρου της τέχνης αυτής.
Οι κατηγορίες του Κράτωνα συνοψίζονται στα εξής:
«Οσοι τέρπονται με το θέαμα του χορού και της ορχηστικής γενικά τέχνης αποδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα σε πράγμα γελοίο και γυναικώδες. Δεν είναι πρέπον ένας άνδρας ελεύθερος και μορφωμένος, όπως ο Λυκίνιος, να ακούει αυλούς και να βλέπει έναν θηλυπρεπή χορευτή που φορά μαλακά ενδύματα να τραγουδάει ακόλαστα τραγούδια και να μιμείται ερωτικά γύναια, όπως οι ασελγέστατες (εταίρες της αρχαιότητας), οι Φαίδρες, οι Παρθενώπες και οι Ροδόπες, όταν μάλιστα, όλα αυτά τα γελοιωδέστατα συνοδεύονται από παλαμάκια, τερετίσματα και χτυπήματα των ποδιών. Ντρέπεται ο Κράτων για λογαριασμό του Λυκίνιου και λυπάται γιατί ο φίλος του άφησε τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππο και τον Αριστοτέλη και διασκεδάζει όπως εκείνοι που ξύνουν τα αυτιά τους με φτερό, ενώ υπάρχουν άλλα σπουδαία ακούσματα και θεάματα, όπως οι αυλητές των κύκλιων χορών και αυτοί που τραγουδούν σεμνά με τη συνοδεία κιθάρας, αλλά ακόμα η σοβαρή τραγωδία καθώς και η εύθυμη κωμωδία.
Αν δεν συμμορφωθείς και εξακολουθήσεις να παρεκτρέπεσαι έτσι Λυκίνιε, του λέει ο Κράτων, υπάρχει φόβος να μεταμορφωθείς σε Λυδή ή Βάκχη, και τότε θα φταίμε κι εμείς που δεν σε αποσπάσαμε από τους λωτοφάγους και τις Σειρήνες του θεάτρου όπως έγινε με τον Οδυσσέα που γλίτωσε βουλώνοντας τα αυτιά του με κερί. Εσύ δυστυχώς έχεις υποδουλωθεί και με τα αυτιά και με τα μάτια. Σκέψου εμένα με αυτά τα γένια και τα ψαρά μαλλιά να πηγαίνω να κάθομαι μεταξύ των γύναιων εκείνων και των ανόητων θεατών και να χτυπάω παλαμάκια και να επευφημώ ανθρώπους ελεεινούς που χοροπηδούν και λυγίζουν το σώμα τους με απρεπή τσακίσματα».
Τα επιχειρήματα του Λυκίνιου υπέρ της όρχησης:
«Είμαι βέβαιος, Κράτωνα, ότι σε λίγο δεν θα σου φαίνονται ανοησίες όσα σου πω. Αγνοείς τελείως ότι η τέχνη της όρχησης ούτε χθεσινή, ούτε προχθεσινή είναι, αλλά συμπίπτει με τη δημιουργία του παντός κόσμου, εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον αρχαιότατο των θεών, τον Ερωτα. Η κίνηση των άστρων, η περιφορά των πλανητών και η εύρυθμη σχέση και αρμονία τους είναι δείγματα της αρχέγονης όρχησης. Σταδιακά, με συνεχείς βελτιώσεις και προσθήκες έφθασε η τέχνη αυτή σε άκρα τελειότητα, έγινε ένα πολύμορφο, αρμονικό και πολύμουσο αγαθό.
Πρώτη η Ρέα γοητεύτηκε από την τέχνη αυτή και έβαλε τους Κορύβαντες να χορεύουν στη Φρυγία και τους Κουρήτες στην Κρήτη που με το χορό και τα τραγούδια τους έσωσαν το βρέφος Δία από τα δόντια του πατέρα του, του Κρόνου. Χόρευαν ένοπλοι, χτυπούσαν τα ξίφη πάνω στις ασπίδες και αναπηδούσαν με τρόπο ενθουσιώδη και πολεμικό. Οι επιφανέστεροι από τους Κρήτες, απλοί πολίτες και άρχοντες ασκήθηκαν και έγιναν άριστοι χορευτές.
Ο Ομηρος επαινεί τον Μηριόνη, τον ονομαστό ορχηστή και πασίγνωστο για τη χορευτική του δεινότητα ανάμεσα στους Ελληνες και τους εχθρούς Τρώες. Καταλάβαιναν όλοι ότι στην ορχηστική του τέχνη χρωστούσε ο Μηριόνης την ευκινησία και τον ρυθμό του στη μάχη. Εξασκημένος όπως ήταν στο χορό, ξέφευγε εύκολα από τα ακόντια που του έριχναν.
Θεωρώ αρκετό να αναφέρω και τον Νεοπτόλεμο το γιο του Αχιλλέα, που διέπρεψε ως χορευτής και επινόησε νέον είδος χορού που ονομάστηκε Πυρρήχιον. Η ορχηστική τέχνη του συνετέλεσε στην εκπόρθηση και την καταστροφή της πόλης των Τρώων.
Οι Λακεδαιμόνιοι που θεωρούνται οι ανδρειότεροι των Ελλήνων διδάχθηκαν από τους Διόσκουρους Πολυδεύκη και Κάστορα να καρυατίζουν, να χορεύουν ένα είδος όρχησης που χορεύεται στις Καρυές της Λακωνικής. Οι Σπαρτιάτες έφηβοι τα κάνουν όλα ρυθμικά, ακόμη και στον πόλεμο πορεύονται με ρυθμό συντονίζοντας το βήμα τους με τον ήχο του αυλού, ο οποίος δίνει και το πρώτο σύνθημα για τη μάχη.
Ακόμη και τώρα μπορείς να δεις τους εφήβους της Σπάρτης (και της Μεσσήνης) να ασκούνται περισσότερο στο χορό παρά στην οπλομαχία. Οταν παύσουν να αγωνίζονται στο παγκράτιο, οι ασκήσεις τους τελειώνουν σε χορό. Ο αυλητής κάθεται ανάμεσά τους και κρατεί τον ρυθμό με το πόδι, ενώ οι νέοι ακολουθούν ο ένας τον άλλο σε σειρά και χορεύοντας παίρνουν διάφορες στάσεις, κινούμενοι ρυθμικά, άλλοτε με πολεμικές, άλλοτε με ερωτικές ή και βακχικές στάσεις. Και το άσμα, με το οποίο συνοδεύουν την όρχηση, είναι επίκληση στην Αφροδίτη και τους Ερωτες, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος στο άσμα και την όρχησή τους. Το δεύτερο άσμα που τραγουδούν διδάσκει και το πώς πρέπει να χορεύουν ("ω παίδες, πόδα μετάβατε και κωμάξατε βέλτιον"). Ανάλογα κινούνται και όσοι χορεύουν τον λεγόμενο όρμο. Ο όρμος είναι χορός τόσο των εφήβων όσο και των παρθένων, που χορεύουν ο εις παρά τον άλλον και σχηματίζουν αληθώς όρμο, δηλαδή περιδέραιο. Σέρνει τον χορό ο έφηβος και χορεύει επιδεικνύοντας με τις κινήσεις του πράξεις νεανικές και όσα κατόπιν θα κάνει στον πόλεμο. Ακολουθεί η παρθένος, υποδεικνύοντας στις άλλες να χορεύουν κόσμια, έτσι ο όρμος πλέκεται από σωφροσύνη και ανδρεία.
Και οι γυμνοπαιδιές είναι είδος λακωνικής όρχησης.
Ο Ομηρος μιλά για την Αριάδνη στη ραψωδία για την ασπίδα που φιλοτέχνησε ο Ηφαιστος και για το χορό, στον όποιο την εξάσκησε ο Δαίδαλος, επίσης για τους δύο χορευτές, που τους αποκαλεί κυβιστήρες που ηγούνται του χορού. Στο μέρος αυτό ο ποιητής λέγει: «Κούροι δ' ορχηστήρες εδίνεον», και αυτή ήταν η ωραιοτέρα παράσταση στην ασπίδα του Ηφαίστου. Οι Φαίακες αγαπούσαν τον χορό, ήσαν λαός που αγαπούσε τις ηδονές και απολάμβανε όλες τις χαρές της ζωής. Ο Ομηρος εμφανίζει τον Οδυσσέα στην αυλή των Φαιάκων να θαυμάζει προ πάντων τη ζωηρότητα με την οποίαν κινούνταν τα πόδια των χορευτών.
Στη Θεσσαλία εκτιμήθηκε η άσκηση τόσο πολύ στο χορό, ώστε οι κάτοικοι αποκαλούσαν τους άρχοντας και τους αρχηγούς τους προορχηστήρες. Μια από τις επιγραφές τους λέει· “Η πόλη εξέλεξε τον τάδε προορχηστήρα”, άλλη: “Εις τον Ειλατίωνα, επειδή οργάνωσε χορευτικά τη μάχη, ο δήμος στήνει τον ανδριάντα αυτόν”.
Καμιά τελετή αρχαία δεν γίνεται χωρίς όρχηση. Ο Ορφέας και ο Μουσαίος, άριστοι ορχηστές της εποχής τους, ίδρυσαν τις μυστικές τελετές και θεώρησαν πρέπον να γίνεται η μύηση στις τελετές αυτές με ρυθμό και όρχηση και έτσι νομοθέτησαν. Απόδειξη των λόγων μου είναι ότι λέγεται κοινώς ότι εξορχούνται τα μυστήρια όταν αυτά αποκαλύπτονται.
Στη Δήλο οι θυσίες δεν γίνονται χωρίς όρχηση και μουσική. Σχηματίζονταν χοροί παιδιών που χόρευαν υπό τους ήχους αυλού και κιθάρας, ενώ όσα από αυτά διακρίνονταν συνόδευαν και με άσματα τον χορό, τα οποία ονομάζονταν υπορχήματα.
Αλλά και οι Ινδοί, όταν ξυπνούν το πρωί, δεν προσεύχονται προς τον Ηλιο, όπως εμείς που φιλούμε το χέρι και θεωρούμε αυτό αρκετό διά την προσευχή, αλλά στρεφόμενοι προς ανατολάς χαιρετούν τον Ηλιο χορεύοντας και μιμούνται τον σιωπηλό χορό του θεού αυτού· αυτό είναι για τους Ινδούς και προσευχή και χορός και θυσία και με αυτόν τον τρόπο προσεύχονται στον Ηλιο δυο φορές την ημέρα, το πρωί και το βράδυ.
Oι Αιθίοπες πολεμούν χορεύοντας και δεν ρίχνει βέλος ο Αιθίοπας, εάν προηγουμένως δεν χορέψει, δεν απειλήσει και δεν εκφοβίσει τον εχθρό με τις χορευτικές κινήσεις του.
Αφού μιλήσαμε περί Ινδιών και Αιθιοπίας αξίζει να πάμε και στη γειτονική Αίγυπτο, γιατί ένας παλαιός μύθος εξηγεί ότι ο Αιγύπτιος Πρωτεύς δεν ήταν παρά χορευτής, δηλαδή μιμητικός άνθρωπος και ικανός να παίρνει διάφορα σχήματα και μορφές, αφού και του ύδατος την υγρότητα μπορούσε να μιμηθεί και της φωτιάς τη ζωηρότητα στην κίνηση και του λέοντα την αγριότητα και της λεοπάρδαλης την οργή και του δένδρου τη δόνηση. Ο μύθος τον παρέστησε κατά τρόπο παράδοξο, ότι τάχα μεταβαλλόταν σε ό,τι μιμούνταν. Αλλά αυτό αρμόζει και στους χορευτές, που βλέπομε να αλλάζουν στη στιγμή μορφές, όπως ο Πρωτέας. Πρέπει να υποθέσουμε ότι και η Εμπουσα, η οποία άλλαζε μύριες μορφές, ήταν χορεύτρια και ο μύθος την μεταμόρφωσε με αυτόν τον τρόπο.
Δεν είναι δίκαιο να αποσιωπήσουμε την όρχηση των Ρωμαίων. Χορεύουν οι ευγενέστεροι, οι λεγόμενοι Σάλιοι (είναι ιερατικό όνομα) προς τιμή του Αρεως έναν χορό σεμνότατο και ιεροπρεπέστατο. Κάποιος μύθος της Βιθυνίας, που μοιάζει με τις ιταλικές παραδόσεις, λέει για τον Πρίαπο, θεό πολεμικό και έναν από τους Τιτάνες ή από τους Ιδαίους Δακτύλους, που έργον τους ήταν να διδάσκουν τη χρήση των όπλων, ότι παρέλαβε από την Ηρα τον Αρη, όταν ήτο ακόμη μικρός αλλά σκληραγωγημένος και ανδρείος, και πριν τον διδάξει να μάχεται με τα όπλα, τον έκανε τέλειο χορευτή. Ως αμοιβή πήρε από την Ηρα το δικαίωμα να λαμβάνει το ένα δέκατο από τα λάφυρα που θα κέρδιζε από τον πόλεμο ο Αρης».
Κυριακή, 04 Οκτωβρίου 2020 12:02
Η τέχνη της όρχησης κατά Λουκιανόν
Του Πέτρου Θέμελη
Κατηγορία
Ιστορικά