Με βάση τη θρησκεία τους, οι κοινότητες χωρίζονταν σε ρωμαίικο μιλέτ (ρουμ μιλετί), εβραϊκό μιλέτ (γεχουντί μιλετί) και αρμενικό μιλέτ (ερμενί μιλετί). Ουσιαστικά το μιλέτ ήταν το «γένος», η ιθαγένεια. Ο θρησκευτικός επικεφαλής του κάθε μιλέτ ήταν υπόλογος στο οθωμανικό κράτος. Από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μάλιστα, ήταν ρητή η υποχρέωση της Πύλης «να παρέχει προστασία στο ορθόδοξο μιλέτ, δηλαδή στη χριστιανική θρησκεία και τις εκκλησίες της». Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ισχυροποιήθηκε και η θέση του Πατριάρχη έγινε ισόβια ενώ ταυτόχρονα αυτός αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής του «ρουμ μιλετί», δηλαδή όλων των ορθοδόξων στην οθωμανική αυτοκρατορία. Την ίδια εποχή οι Φαναριώτες, που μέχρι τότε, λόγω κυρίως της γλωσσομάθειάς τους είχαν υψηλόβαθμες θέσεις στο οθωμανικό κράτος, κατόρθωναν να διορίζονται οσποδάροι (ηγεμόνες) στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Έτσι λόγω και της οικονομικής δύναμής τους, έφτασαν να επηρεάζουν ακόμα και το Πατριαρχείο.
Στις ελληνικές παροικίες, μετά τα μέσα του 17ου και κυρίως τον 18ο αιώνα, εκτός από την οικονομία άρχισαν να ακμάζουν τα γράμματα και οι τέχνες. Οι μορφωμένοι Έλληνες λόγιοι, έμποροι αλλά και νησιώτες πλοιοκτήτες, ζώντας και μελετώντας τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, προσπάθησαν να τον μεταλαμπαδεύσουν στην υπόδουλη πατρίδα. Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων και η καλλιέργεια των γραμμάτων ισχυροποίησε την πεποίθησή τους ότι είναι συνεχιστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πίστευαν δε ότι ο σύνδεσμος ανάμεσα στους αρχαίους και τους νέους Έλληνες ήταν η ελληνική γλώσσα. Αυτή την περίοδο, παρά τις συντηρητικές αντιδράσεις, τα ελληνικά γράμματα και η παιδεία φτάνουν στην ακμή τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα πνευματικό κίνημα, τα «Φώτα», που πολύ αργότερα ονομάστηκε «ελληνικός διαφωτισμός» (1945, Κ. Θ. Δημαράς). Ο ενθουσιασμός των λογίων ήταν μεγάλος αφού έβλεπαν ότι στους σκλαβωμένους υπήρχαν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι που μιλούσαν ή ήθελαν να μάθουν νέα ελληνικά και πίστευαν ότι είναι κληρονόμοι του αρχαίου πολιτισμού. Τα «Φώτα» γεννήθηκαν στις παροικίες για να μορφώσουν και να «φωτίσουν» τους Έλληνες που θα έπρεπε να ετοιμάζονται για τη δημιουργία του δικού τους ελεύθερου εθνικού χώρου. Το κίνημα αποσκοπούσε στην παιδεία των Ελλήνων αλλά και στη δημιουργία μιας νέας έννοιας διαφορετικής από το «ρουμ μιλετί», δηλαδή του «Ελληνικού Έθνους».
Εκτός από την οθωμανική εξουσία σε αυτή την προσπάθεια υπήρχαν και άλλες αντιδράσεις. Όσοι είχαν «τακτοποιηθεί» στην οθωμανική κρατική μηχανή δεν ήθελαν την αλλαγή, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και την διαφοροποίηση ή και απώλεια των προνομίων που είχαν εξασφαλίσει από την οθωμανική εξουσία. Οι Φαναριώτες, οι τοπικοί προύχοντες και προεστοί αλλά και κάποιοι από τον ανώτατο κλήρο εναντιώνονταν σε αυτές τις προσπάθειες διαφωτισμού των υποδούλων. Ήταν πρόβλημα γι’ αυτούς ότι οι εκπρόσωποι των «Φώτων» ήθελαν να δώσουν μια νέα τροπή στην ελληνόφωνη εκπαίδευση. Η λογική, η κριτική σκέψη και κυρίως η επιστημονική γνώση ήταν οι προτεραιότητες των διαφωτιστών. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να ξεφύγει από τον αυστηρά εκκλησιαστικό τρόπο διδασκαλίας. Έτσι κυρίως λόγω των αντιδράσεων του ανώτατου κλήρου, αυτή η εθνική ιδεολογία δεν διαδόθηκε αμέσως και χωρίς προβλήματα. Η επικράτηση της δημώδους ελληνικής γλώσσας απέναντι στην εκκλησιαστική αρχαΐζουσα, στο διδακτικό έργο του θεολόγου, παιδαγωγού και εφημέριου του ναού του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας, Μεθόδιου Ανθρακίτη (1660-1736) ήταν το πρώτο σοβαρό σημείο τριβής του με ένα μέρος της εκκλησίας που οδήγησε και στην καταδίκη του το 1723. Όμως το έργο του «Οδός μαθηματικής με τμήματα γεωμετρίας, τριγωνομετρίας, άλγεβρας, σφαιρικής αστρονομίας κ.α.» είναι το πρώτο ολοκληρωμένο ελληνικό μαθηματικό εγχειρίδιο της νεότερης ιστορίας, γραμμένο για χρήση στα ελληνικά σχολεία κατά την εποχή της τουρκοκρατίας.
Ξεχωριστό παράδειγμα έργου αλλά και ταυτόχρονης εθνικής δράσης, αποτελεί ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798). Το έργο του «Νέα Πολιτική Διοίκησης» είναι ένα κείμενο στο οποίο επικρατούν οι αρχές του διαφωτισμού κι έχει ως πρότυπό του το γαλλικό Σύνταγμα του 1793. Άλλοι μεγάλοι διαπρεπείς διαφωτιστές, δάσκαλοι του Γένους, ήταν ο στοχαστής, παιδαγωγός, συγγραφέας και αργότερα κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ο μαθητής του επίσης συγγραφέας, μεταφραστής και σχολάρχης στο Ιάσιο Ιώσηπος Μοισιόδακας (1725-1800), ο δικαστής και συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης-Καταρτζής (1730-1807), ο οποίος μάλιστα συνέταξε και μία από τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, ο λόγιος συγγραφέας και δάσκαλος Αθανάσιος Ψαλίδας (1767-1829), ο θεολόγος και αρχιεπίσκοπος των νότιων επαρχιών της ρωσικής αυτοκρατορίας Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), ο ιστορικός, φιλόσοφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), και ο δάσκαλος και λόγιος, από τους ιδρυτές της «σχολής των Μηλεών» του Πηλίου Γρηγόριος Κωνσταντάς. Από τις Μηλιές του Πηλίου καταγόταν και ο επίσης σπουδαίος διαφωτιστής, συνιδρυτής της «σχολής των Μηλεών», γεωγράφος, ιστορικός, μεταφραστής, φιλόσοφος και κληρικός Άνθιμος Γαζής. Στη Βιέννη από το 1803 μέχρι το 1806 εξέδωσε το τρίτομο λεξικό του για την ελληνική γλώσσα. Το 1811 προχώρησε στην έκδοση του «Λόγιου Ερμή», ενός δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού, που εκδιδόταν μέχρι το 1821 στην ελληνική παροικία της Βιέννης. Εμπνευστής της έκδοσης ήταν ο Κοραής και πρώτος διευθυντής του ο Άνθιμος Γαζής. Στη διεύθυνση του περιοδικού τον διαδέχθηκαν διαδοχικά ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και αργότερα ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης. Και ο Γαζής πίστευε ότι η εθνική επανάσταση θα έπρεπε να γίνει μόνο μετά τη επιμόρφωση και την εκπαίδευση των υποδούλων. Με αυτό τον σκοπό, το 1814 στη Βιέννη, και ενώ ήταν ήδη επίτροπος της «Φιλομούσου Εταιρείας της Αθήνας» από την προηγούμενη χρονιά, παρότρυνε τον Καποδίστρια στην ίδρυση της «Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης», μιας φαινομενικά πολιτιστικής οργάνωσης αλλά ουσιαστικά με πολιτική χροιά. Ο Καποδίστριας γνωρίζοντας τον αγγλόφιλο χαρακτήρα της εταιρείας της Αθήνας, δέχθηκε, με σκοπό η νέα εταιρεία της Βιέννης να ελέγχεται από τη Ρωσία. Ο Γαζής στη συνέχεια μυήθηκε στη «Φιλική Εταιρεία» και λειτουργούσε ως σύνδεσμος των μελών της από την Ρωσία μέχρι τον Μοριά. Τον Μάιο του 1821, κήρυξε την επανάσταση στη Θεσσαλία και στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες προχώρησαν σε συνέλευση στο Βελεστίνο, που ονομάστηκε «Βουλή Θετταλομαγνησίας». Η επανάσταση απέτυχε και ο Γαζής, αφού πήρε μέρος στις τρεις πρώτες εθνοσυνελεύσεις εκπροσωπώντας την Θεσσαλία, κατέληξε σχολάρχης στη Σύρο, όπου και πέθανε το 1828.
Όλοι οι εκφραστές των «Φώτων» πίστευαν ότι το γένος θα αναγεννηθεί με όπλο του την παιδεία. Έτσι έγραψαν, μετέφρασαν και εξέδωσαν πολλά ευρωπαϊκά κυρίως βιβλία. Όμως αν δεν υπήρχε το έργο του Αδαμάντιου Κοραή με την έκδοση και τη διάδοση των αρχαίων κειμένων τότε αυτή η προσπάθεια θα ήταν μονομερής και ατελέσφορη. Ο Κοραής είναι σαφώς ο κύριος εκφραστής του κινήματος του διαφωτισμού. Μέριμνά του ήταν η μελέτη και διάδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αφού πίστευε ότι, όπως η ευρωπαϊκή Αναγέννηση τον 15ο αιώνα στηρίχθηκε στην αρχαία ελληνική γραμματεία, έτσι και τα «Φώτα» θα έπρεπε να έχουν τα ίδια στηρίγματα.
Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1748. Έχοντας ιδιαίτερη έφεση στην απόκτηση παιδείας αφού αρχικά πέρασε από το Άμστερνταμ έφτασε το 1782 στο Montpellier όπου σπούδασε ιατρική. Αφού έφτασε και στον διδακτορικό τίτλο, έγινε μέλος της Ακαδημίας των επιστημών. Μια διατριβή του για τον Ιπποκράτη αποτέλεσε την αρχή της πορείας του για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ήταν παρών στη Γαλλική επανάσταση έχοντας μετακομίσει πια στο Παρίσι. Ο φιλελευθερισμός και ο ανθρωπισμός κυριάρχησαν στην σκέψη του. Ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα και αν και υπέρμαχος της ανεξιθρησκείας ήταν σαφώς θρησκευόμενος. Είχε βέβαια τις επιφυλάξεις του για τον ανώτερο κλήρο αφού πίστευε ότι η εκκλησία είχε ξεφύγει από την αρχική αποστολική αποστολή της, κάτι που δεν δίστασε να στηλιτεύσει:
«Τί καλόν εἶδε τὸ Γένος ἀπό τούς καλογήρους; Δέν ἐστάθησαν πάντοτε φιλοτάραχοι; Πάντοτε φιλόδοξοι; Πάντοτε ὕπουλοι; Δέν εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἡ βασιλεία τῶν Ῥωμαίων ἐψυχομάχει, ὄχι μόνον κατεγίνοντο εἰς «μωράς και ἀπαιδεύτους ζητήσεις» κατά τήν ῥῆσιν τοῦ Παύλου, ἀλλά ἔκαμαν καί τούς ἠλιθίους ἠμῶν αὐτοκράτορας θεολόγους ἀντί στρατηγῶν; […] Παῦσον τήν τυραννίαν τῶν Τούρκων καί τήν ἀλαζονικήν φιλαρχίαν τῶν καλογήρων, καί εἰς διάστημα χρόνων ὁλίγων, χωρίς θαύματος θείου, οἱ Ῥωμαῖοι θέλει σοφισθῶσιν ὡς καί οἱ Εὐρωπαῖοι.»
Από επιστολή από το Παρίσι προς τη Σμύρνη το 1788
Όταν όμως, το 1815, είδε το πατριωτικό έργο του πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ´ δεν δίστασε να το επιβραβεύσει:
«Ὅταν ὁ σἐβασμιώτατος ἡμῶν Πατριάρχης καταγίνεται ὅλως διόλου εἰς τήν ἀναγέννησιν τῆς Ἐλλάδος· ὅταν οἱ ἀρχιερεῖς χορηγοῦσιν εἰς πολλούς νέους τήν ἀναγκαίαν δαπάνην εἰς τήν ἐκμάθησιν τῶν ἐπιστημῶν, […] Καί ἀν ἧτο εἰς ἐμέ συγχωρημένον νά μαντεύσω, πόσα μελετᾷ νά προξενήσῃ εἰς το Γένος ἡ φιλόπατρις τοῦ Κωνσταντίνου πολιτικοῦ Κοινοῦ κεφαλή, ἤθελα εἰπεῖ· ἰδοῦ τί συλλογίζεται, τί θέλει καί τί μελετᾷ νά κάμῃ ὁ σεβασμιώτατος ἡμῶν πατήρ καί Πατριάρχης (βραβεῖα μεγάλα καί μικρά κοινά τοῦ Ἔθνους εἰς μαθητάς προκόπτοντας καί διδασκάλους ἐπιμελητὰς). Τοιοῦτος τρόπος ἀμοιβῆς τίς ἀμφιβάλλει ὅτι μέλλει γεννήσῃ ἅμιλλαν καί φιλοτιμίαν. […] Ὁ καιρός εἶναι τοιοῦτος, ὁποῖος νά ἀθανατίσῃ τήν μνήμην τοῦ σήμερον εὐτυχῶς Πατριαρχεύοντος εἰς τό Γένος.»
Από τους «Αυτοσχέδιους Στοχασμούς», Βιέννη 1815
(Ο Κύριλλος ΣΤ´ (1769-1821) ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους πατριάρχες. Έδειξε
μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της παιδείας (σε αυτό ακριβώς αναφέρεται ο Κοραής) και εκτός από την έκδοση πολλών κυρίως θρησκευτικών βιβλίων αφού ξανάνοιξε το τυπογραφείο του Πατριαρχείου, ίδρυσε μουσική σχολή και επαναλειτούργησε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή).
Η θέση του περί της θρησκείας και της επανάστασης αντικατοπτρίζεται σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο:
«Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχὴ ἐμπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν αὐτονομίαν τοῦ Γένους»
Το έργο του Κοραή είναι τεράστιο. Χίλιες επιστολές και πολλά γραπτά κείμενα το χαρακτηρίζουν. Τα έργα του «Αδελφική διδασκαλία» (1798), «Άσμα πολεμιστήριον» (1800) και «Σάλπισμα πολεμιστήριον» (1801), αν και ανώνυμα έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια, μετά το 1805, αφιερώθηκε στους αρχαίους συγγραφείς με την σειρά «Ελληνική Βιβλιοθήκη». Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Στράβωνας, Ξενοφώντας, Ισοκράτης, Λυκούργος, Πλάτωνας και Ιπποκράτης είναι στα περιεχόμενα του έργου του. Στη συνέχεια από το 1809 μέχρι το 1827 στα «Πάρεργα Ελληνικής Βιβλιοθήκης» παρουσιάζει κείμενα του Αισώπου, του Μάρκου Αυρήλιου, του Επίκτητου κ.α. Σαν προλογικά σημειώματα στην «Ελληνική Βιβλιοθήκη» προτάσσει τους «Αυτοσχέδιους Στοχασμούς περί Ελληνικής Παιδείας και Γλώσσης» που ουσιαστικά αποτελούν τις συμβουλές του για τα καίρια ζητήματα που απασχολούσαν τους Έλληνες. Εκτός αυτών, εξέδωσε και άλλα έργα όπως την «Ιλιάδα» αλλά και διηγήματα. Στα προλογικά σημειώματα των ραψωδιών της «Ιλιάδας» εμφανίζει μια «φιγούρα» της φαντασίας του, τον Παπά-Τρέχα. Ένας αγράμματος αλλά φιλοπρόοδος ιερέας από τη Χίο, που «υποστήριζε» την προσπάθεια του Κοραή να εκδώσει τα αρχαία κείμενα που θα διαφώτιζαν τους συμπατριώτες του.
Αρχικά είχε εκφράσει την αντίθεσή του στην έναρξη της επανάστασης:
«[...] ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι ὄχι μὴ φωτσιθῇ τὸ γένος, ἀλλὰ μή, πρὶν ἀποκτήσῃ φῶτα ἀρκετά, κεφαλαί τινες ἐνθουσιαστικαὶ ἐπιχειρήσωσι πρὸ τοῦ πρέποντος καιροῦ τὴν συντριβὴν τοῦ ζυγοῦ[...]»
Πολίτης Α. «Αν ήρχιζε μετά είκοσι χρόνους… Ο Κοραής, οι κοινωνικές ιδέες του Διαφωτισμού και η Ελληνική Επανάσταση» σελ. 242. 2008.
Όταν όμως πληροφορήθηκε την είδηση της έναρξης της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, έγραψε τον Μάιο του 1821:
«[...] Χαίρω χαρὰν δὲν ἐμπορεῖς νὰ φαντασθῇς πόσην[...]
[...] Εἴκοσι ἔτη ἡλικίας ὀλιγότερα νὰ εἶχα, οὔτε θεοὶ οὔτε δαίμονες ἤθελον μ' ἐμποδίσει[...]»
Επιστολή προς τον Παντολέοντα Βλαστό, 23 Μαΐου 1821.
Στη συνέχεια αφιερώθηκε με ζέση σε αυτήν και στην ιδέα της απελευθέρωσης της πατρίδας. Σκοπός του ήταν να ενισχυθεί με κάθε τρόπο η προσπάθεια του μαχόμενου έθνους για την απελευθέρωσή του. Έτσι γράφει μαχητικά κείμενα, στέλνει επιστολές στους Έλληνες στρατιωτικούς και πολιτικούς με νουθεσίες για την κατάπαυση των παθών και των εμφυλίων διενέξεων:
«[...] της ελευθερίας η απόκτησις είναι έργον ανδρείας και πολλάκις απελπισίας· άλλ’ η απόλαυσις και φυλακή της είναι έργον αρετής [...]»
Επιστολή προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη, 12 Φεβρουαρίου 1825.
Ακόμα πολλές επιστολές του απευθύνονται σε ξένους ηγέτες και επιφανείς φιλέλληνες με σκοπό την ενίσχυση των μαχητών συμπατριωτών του. Ακραιφνής φιλελεύθερος εναντιώθηκε ακόμα και στην αυταρχική διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Ταλαιπωρημένος από την κακή υγεία του αλλά και τα γεράματα ο Κοραής προχώρησε στην έκδοση του τελευταίου έργου του υπό τον τίτλο «Άτακτα». Πέθανε στο Παρίσι το 1833 σε ηλικία 85 ετών.