Δευτέρα, 22 Μαρτίου 2021 11:47

Προεπαναστατικά χρόνια: Ο διωγμός των κλεφτών

Προεπαναστατικά χρόνια: Ο διωγμός των κλεφτών


Κατά τη διάρκεια της ρωσικής επιδρομής στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1770, οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν και να διοχετεύσουν στον Μοριά για βοήθεια στην απόκρουση των δυνάμεων των Ορλώφ και των απειροπόλεμων Ελλήνων χωρικών, στίφη άγριων και Αλβανών.

Την αποχώρηση των Ρώσων από το Ναβαρίνο, ακολούθησε άγρια σφαγή των κυνηγημένων Ελλήνων. Λέγεται μάλιστα ότι φεύγοντας οι Ρώσοι από το Νιόκαστρο παρακολουθούσαν απαθείς πάνω από τα καράβια τους το δράμα των ραγιάδων που εκτελούσαν ομαδικά στην προκυμαία οι άγριοι Αλβανοί του Χατζή Οσμάν μπέη. Μετά τη φυγή των Ρώσων, η λαίλαπα των Αλβανών σάρωνε τα πάντα. Σκηνές απογοήτευσης διαδραματίστηκαν σε όλο τον Μοριά. Η Πάτρα, η Ηλεία, τα Καλάβρυτα, η Ζάτουνα, η Δημητσάνα ερήμωσαν κάτω από την ωμή βία. Ολόκληρες περιοχές παραδόθηκαν στη φωτιά και έγιναν στάχτη. Ο ιερομόναχος και σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους σχολής Σέργιος Μακραίος (1735- 1819) περιγράφει:

…«Οι δε (Έλληνες) των κοινών ελπίδων εκπεσόντες, οι μεν Μανιάται εις τα ίδια σπήλαια, και τους δυσάντεις αυτών αιγιλώπας κατέφυγον..»…

Το κακό σταμάτησε όταν αυτοί αχόρταγοι, άρχισαν να παρενοχλούν και Τούρκους. Το 1779 ο καπουδάν-πασάς Χασάν Τζεζαϊρλί (Cezayirli Gazi Hasan Paşa) έδωσε τέλος αφού συμμάχησε και με Έλληνες κλέφτες και αρματολούς και καθάρισε τον Μοριά από τους Αλβανούς. Η σφαγή των Αλβανών και η φρικτή πυραμίδα που στήθηκε με τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά, φάνηκε να φέρνει μια έστω και επιφανειακή ηρεμία, στον Μοριά μετά τη θύελλα των Ορλωφικών. Τότε έγινε και η αναγνώριση των αρματολών και έτσι έστω και για λίγο ο Μοριάς ησύχασε.
Ο Γαζή Χασάν Τζεζαϊρλί ήταν Οθωμανός πειρατής από τη Ραιδεστό (Tekirdağ). Ξεκίνησε τη δράση του ως δούλος κωπηλάτης αλλά στη συνέχεια αφού ελευθερώθηκε, κατέφυγε στην Σμύρνη. Εκεί, μπαρκάρισε σε αλγερινό πλοίο. Φθάνοντας όμως στην Κωνσταντινούπολη κατατάχθηκε στον τουρκικό στρατό. Πήρε μέρος και διακρίθηκε στις εκστρατείες στην Αυστρία και στην Πελοπόννησο και αργότερα στάλθηκε στο Αλγέρι όπου πολέμησε, με πολλές επιτυχίες ακόμα και με πειρατικές επιδρομές κατά των Ισπανών. Στο Αλγέρι υπηρέτησε ως διοικητής μιας επαρχίας. Από αυτή τη δραστηριότητά του απέκτησε και το προσωνύμιο "Τζεζαϊρλί", (=Αλγερινός).
Όμως μετά από περιπετειώδη δράση στο Αλγέρι, οι αντιπαραθέσεις του με τον εκεί μπέη τον ανάγκασαν να φύγει κυνηγημένος για την ευρωπαϊκή ακτή της Μεσογείου. Κατά τον διάπλου όμως, συνελήφθη από τους Ισπανούς και φυλακίστηκε για έξι χρόνια στη Μαδρίτη και τη Νάπολη. Απελευθερώθηκε το 1764 σε ανταλλαγή αιχμαλώτων και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, μετά από απαίτηση του Αλγερινού μπέη, φυλακίστηκε και πάλι στη φυλακή του σαραγιού. Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ΄, μεταμφιεσμένος σε κατάδικο, τον συνάντησε στη φυλακή και μετά από συζήτηση μαζί του, του παραχώρησε άσυλο. Έτσι ο Χασάν, λόγω της τόλμης και της εμπειρίας του, κατατάχθηκε στον οθωμανικό στόλο και τοποθετήθηκε κυβερνήτης σε πολεμικό πλοίο. Από αυτή τη θέση πήρε μέρος και στην καταστροφική για τους Οθωμανούς ναυμαχία στο Τσεσμέ στις 26 Ιουνίου 1770. Εκεί, αφού το πλοίο του πυρπολήθηκε, μόλις που κατάφερε να διασωθεί κολυμπώντας. Μετά την πανωλεθρία στο Τσεσμέ, ο Χασάν διορίστηκε καπουδάν-πασάς (ναύαρχος) και σχεδόν αμέσως κατάφερε να διώξει τους Ρώσους από τη Λήμνο. Η επιτυχία του απέφερε το «τσελέγκ» (χρυσό στεφάνι) και τους τίτλους του αρχιναυάρχου και του Γαζή (τροπαιούχου). Το 1773 αναδιοργάνωσε τον οθωμανικό στόλο τοποθετώντας σ’ αυτόν και ευρωπαίους κυβερνήτες και με επιτυχημένες εκστρατείες κατέπνιξε τις επαναστάσεις στη Συρία και την Αίγυπτο. Μετά και από αυτές τις επιτυχίες του ονομάστηκε «μέγας βεζίρης» (=επικεφαλής των κρατικών υπηρεσιών, του αυτοκρατορικού συμβουλίου και της δικαιοσύνης, διοικητής του στρατού, σουλτανικός σφραγιδοφύλακας και στην ουσία ο μόνος πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος του σουλτάνου). Μετά την αποχώρηση των Ρώσων και την κάθοδο των Αλβανών στην ελληνική χερσόνησο, το 1774, αρκετοί Οθωμανοί αξιωματούχοι πρότειναν στο σουλτάνο γενική σφαγή και εξολόθρευση των Ελλήνων ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Κι ενώ η σφαγή είχε σχεδόν αποφασισθεί ο Χασάν με κύριο επιχείρημα το: «αν σκοτωθούν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνει το χαράτσι;» κατάφερε, χωρίς βέβαια να το θέλει, να αποτρέψει την εξόντωση του συνόλου των Ελλήνων της ελληνικής χερσονήσου...
Τον επόμενο χρόνο όμως, επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να υποτάξει και τους κλέφτες που πριν ένα χρόνο είχαν συμμαχήσει μαζί του με «μπουγιουρντί» που τους είχε στείλει τότε ο Χασάν « για να ευρή ο ραγιάς το δίκηό του»… Τον διωγμό των κλεφτών ακολούθησε η σύλληψη και δολοφονία του μπέη της Μάνης Γρηγοράκη Καπετανάκη. Η αντίδραση στην επίθεση ήταν άμεση αφού οι διωκόμενοι κλέφτες στασίασαν, κατέλαβαν το κάστρο του Πασαβά και εξόντωσαν 700 τουρκικές οικογένειες. Tότε ακολούθησε μαζική εξόντωση των κλεφτών και μεταξύ αυτών των Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη και Παναγιώταρου Βενετσανάκη. Διασώθηκε ο δεκάχρονος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το 1784 όμως, ακολούθησε νέα επιδρομή Αλβανών. Τότε ο Αλή-πασάς, που ακόμα ήταν αρχηγός ληστρικών συμμοριών, αφού δεν κατόρθωσε να τοποθετηθεί από τον Κούρτ-Αχμέτ πασά, δερβέναγας στο Βεράτι, εξώθησε τους Αλβανούς, κυρίως ληστές, που είχε στη διάθεσή του να γίνουν αντάρτες και να πλημμυρίσουν τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο στόχος του Αλή ήταν απλός. Η Πύλη θα αναγκαζόταν να ζητήσει τη βοήθειά του για την πάταξη της εγκληματικότητας και την καταδίωξη των ληστών και έτσι θα ήταν πιο εύκολο γι’ αυτόν να ισχυροποιήσει τη θέση του στις φιλόδοξες διεκδικήσεις του. Πράγματι, οι απολυθέντες από τον Αλή εγκληματίες Αλβανοί έπεφταν κατά στίφη στις πόλεις και τα χωριά και λεηλατούσαν, ερήμωναν και κατέκαιαν καθετί στο διάβα τους. Ήταν μια επανάληψη των γεγονότων αμέσως μετά τα Ορλωφικά. Τώρα όμως, αυτή η κάθοδος προκάλεσε την οργή του σουλτάνου που ήθελε ηρεμία στην επικράτεια λόγω και του ρωσο-τουρκικού πολέμου. Έτσι ο σουλτάνος αναγκάστηκε να τους επικηρύξει και να εξαπολύσει γενικό διωγμό εναντίον τους. Τόσο αυστηρός ήταν ο διωγμός του που αυτοί κατέφευγαν στα βουνά και έβρισκαν καταφύγιο στους Έλληνες βοσκούς που τους έκρυβαν από την οργή των Τούρκων. Έτσι διαμορφώθηκαν και ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των Αλβανών και των Ελλήνων που φαίνονται ισχυρές σε πολλές περιπτώσεις του μετέπειτα ξεσηκωμού. Σ’ αυτόν τον διωγμό των Αλβανών ο βεζύρης του Μοριά, κυρίως από παρανόηση αλλά και μισαλλοδοξία, έβαλε και τον καπετάν-Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη στην ίδια μοίρα. Ο Ζαχαριάς ήταν μια ιδιαίτερη και αδικημένη από την Ιστορία μεγάλη μορφή της προεπαναστατικής περιόδου. Γεννήθηκε το 1759 και ανδρώθηκε σε μια δύσκολη εποχή σκλαβιάς, γεμάτη φόνους, δηώσεις, κατατρεγμούς και περίεργες συνεργασίες. Μετά τον διωγμό των Αλβανών και την αναγνώριση των αρματολών, ο Ζαχαριάς το 1781 έγινε ο αρχηγός της αρματολικής ομοσπονδίας. Οι αρματολοί (τουρκ. martolos, martoloz ή mertiloz) ήταν ένοπλοι, οι οποίοι συγκροτούσαν μισθοφορικά σώματα υπεύθυνα για την ασφάλεια και την έννομη τάξη στις περιοχές ευθύνης τους, τα αρματολίκια. Μετά το 1786 υπαρχηγός της ομοσπονδίας διετέλεσε ο νεαρός τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το 1787, στην προσπάθεια για την επικράτηση της αρματολικής ομοσπονδίας, ο Ζαχαριάς μέσω του αφοσιωμένου σ’ αυτόν Αλβανού μπουλούμπαση Μάνη, μάζεψε χίλιους τριακόσιους καταδιωκόμενους Αλβανούς, εξακόσιους ακόμα Μανιάτες και μαζί με τους τετρακόσιους δικούς του έφτιαξαν ένα αξιοπόλεμο σώμα με περισσότερους από δυο χιλιάδες άνδρες. Σε σύσκεψη που είχε γίνει πριν λίγες μέρες στην Τρίπολη, Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, μετά από προτροπή του βεζίρη, είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Όμως ο Ζαχαριάς είχε παντού πιστούς και αφοσιωμένους φίλους και τα σχέδια της δολοφονίας του, την άνοιξη του 1787, απέτυχαν.
Η δράση του καπετάν-Ζαχαριά είχε αγγίξει τα όρια του μύθου. Αλλόκοτα και μεγάλα κατορθώματα, αξιοζήλευτες στρατηγικές και συμφωνίες, έδωσαν την αίγλη του ηγέτη σ’ αυτόν τον αγριωπό Μανιάτη. Η αποδοχή του ήταν τόσο μεγάλη, που όπως φαίνεται και από τις σχέσεις του, τον εμπιστεύονταν ακόμα και Τούρκοι, Έλληνες Μουσουλμάνοι αλλά και Αλβανοί, όσο και οι δικοί του Μανιάτες. Βέβαια, το ότι προδόθηκε το 1805 στο χωριό Τσέρια της Μάνης από τον κουμπάρο του Π. Κουκέα αλλά και τον Αντώνμπεη Γρηγοράκη και τον Παναγιώτη Μούρτζινο, δεν μειώνει σε τίποτα την ευρεία αποδοχή και αναγνώρισή του. Όμως η αρματολική ομοσπονδία του Μοριά αποδυναμώθηκε καίρια.

Η Πύλη, θέλοντας να απαλλαγεί από τις πελοποννησιακές και ρουμελιώτικες δυνάμεις των κλεφτών που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία των Ρώσων κατά του συμμάχου της, Ναπολέοντα Βοναπάρτη, αποφάσισε την εξόντωση των κλεφτών:

[...] «Η συμμετοχή Ελλήνων εις την κατά Ναπολέοντος εκστρατείαν των Ρώσσων έκρινε και την τύχην του Αρματωλισμού της Πελοποννήσου».[…]
[…] «Αρχομένου λοιπόν του Οκτωβρίου του 1805 απεφασίσθη παρά της Πύλης, εισηγήσει των επιτοπίων αρχών, η καταστροφή του Τζανέτμπεη ως αρχηγού της υπό τους Ρώσσους στρατολογίας των Μανιατών, η δολοφονία του Ζαχαριά ως ηγέτου της Αρματωλικής ομοσπονδίας και η εξόντωσις των Κολοκοτρωναίων ως καταλυόντων εν Αρκαδία πάσαν σκιάν εξουσίας δια των επιδρομών αυτών» […]

Η επανάσταση των Σέρβων του Καραγιώργη (1804) αναζωπύρωσε τις ελπίδες της μοραΐτικής κλεφτουριάς, που άρχισε να χτυπάει καίριους στόχους. Ο κλέφτης Γιώργος από τον Αετό, απήγαγε τον προεστό των Γαργαλιάνων και φοροεισπράκτορα του Πατριαρχείου, πρωτοσύγκελλο Χριστιανουπόλεως Άνθιμο Ανδριανόπουλο. Ήταν κάτι που οδήγησε τον σουλτάνο Σελίμ Γ΄ να αναγκάσει τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ να αφορίσει τους κλέφτες:

[...] Η χαριστική βολή ήρθε λίγο αργότερα. Οι Κολοκοτρωναίοι άρχισαν να επιτίθενται συστηματικά εναντίον των Τούρκων και των προσκυνημένων κοτζαμπάσηδων· αποκορύφωμα των επιθέσεων αυτών ήταν η κακοποίηση και καταλήστευση του πρωτοσύγκελλου Αδριανόπουλου, που περιερχόταν τον Μοριά ως απεσταλμένος του Πατριαρχείου για να συλλέξει τα δικαιώματα της Μεγάλης Εκκλησίας.[...]
[...] Για εκδίκηση ο μόρα βαλεσής Οσμάν Πασάς ζήτησε από τον σουλτάνο Σελίμ να διατάξει τον πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ να αφορίσει τους κλέφτες του Μοριά, πράγμα και το οποίο έγινε (Οκτώβριος 1805). [...]

Ακολούθησε ο απηνής διωγμός αρματολών και κλεφτών που δεν έβρισκαν πουθενά ησυχία. Οι Τούρκοι συνέλαβαν πολλούς Έλληνες με την κατηγορία της υπόθαλψης των Κολοκοτρωναίων και των συντρόφων τους. Έτσι άρχισε μια καταδίωξη, ο κατατρεγμός των κλεφτών. Σχεδόν σε κάθε χωριό στήνονταν ενέδρες για να τους συλλάβουν. Η κίνηση των Τούρκων για την απομόνωση των κλεφτών στον Μοριά, στέφθηκε από επιτυχία. Όσοι γλύτωσαν πέρασαν στα Επτάνησα και κυρίως στη Ζάκυνθο, όπου μπήκαν στον εκεί αγγλικό στρατό:

[...] «μετά τον αφορισμόν ούτε εις τους φίλους των ούτε εις τους συγγενείς των ούτε εις ουδένα εύρισκον άσυλον. Απανταχού της Πελοποννήσου και εις τα όρη, εις τα βουνά, εις τα δάση και εις τους βράχους, καταφοράν, καταδίωξιν απάντων. Οι δε Τούρκοι πάντας αδιακρίτως τους γνωρίμους, φίλους και συγγενείς του Κολοκοτρώνη εφόνευον δια μικράς υποψίας. Αντέσχον δε επί δύο μήνας» [...]
[…] Ο ίδιος ο Θεόδωρος μόλις και μετά βίας μπόρεσε να περάσει μέσω Κυθήρων στη Ζάκυνθο, αφού γλύτωσε παρά τρίχα από τη συνωμοσία που είχαν εξυφάνει οι προεστοί της Μάνης Δουράκης και Αντωνόμπεης. […]
Τα κείμενα προέρχονται από:
Τάκη Χ. Κανδηλώρου, «Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου», εν Αθήναις 1924

Μεμονωμένοι πυρήνες επαναστατικής δραστηριότητας συνέχισαν να υπάρχουν μόνο στην Δυτική Στερεά με τον Κατσαντώνη, στον Όλυμπο με τον Νικοτσάρα και στη Θεσσαλία με τον κληρικό Ευθύμιο Βλαχάβα.