Κυριακή, 09 Μαϊος 2021 07:54

Αγροτική οικονομία την περίοδο της ρωμαιοκρατίας

Αγροτική οικονομία την περίοδο της ρωμαιοκρατίας

 

 

Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη

Η διοικητική ενότητα της επαρχίας της Αχαΐας, που περιλάβαινε την Πελοπόννησο κατά τη ρωμαιοκρατία, μπορεί να εμφανίζεται μικρή σε σύγκριση με την απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αποτελεί ωστόσο ένα χαρακτηριστικό και πληρέστερα μελετημένο γεωγραφικό πλαίσιο που συμβάλλει αποτελεσματικά στην κατανόηση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής, καθώς και της οργάνωσης των πόλεων της αυτοκρατορίας.

Σε πολλές περιοχές της Αχαΐας, στη διάρκεια των πρώτων γενεών μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 146 π.Χ., παρατηρείται έντονη δημογραφική πτώση και αγροτική κρίση, που είχαν ως συνέπεια μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών προς ορισμένα αστικά κέντρα και ταυτόχρονα τη δημιουργία αγροτικών συγκροτημάτων με στόχο την παραγωγική, εργαστηριακή και οικονομική γενικά αυτάρκεια, με πλεονάσματα προϊόντων για πώληση και κέρδη για την αποπληρωμή των φόρων.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Aυγούστου, μια πολυάνθρωπη ομάδα εφήβων, η οποία αναγράφεται στους εφηβικούς καταλόγους ως ομάδα “Ξένων και Pωμαίων”, ήλθε να προστεθεί στις πέντε φυλές της αρχαίας Mεσσήνης που μαστίζονταν από ολιγανθρωπία. Στη νέα αυτή ομάδα εφήβων περιλαμβάνονταν γόνοι οικογενειών Ελλήνων μεταναστών από ελληνικές πόλεις της επαρχίας της Πελοποννήσου, και κυρίως γιοι και εγγόνια Ιταλών εποίκων από την Καμπανία και άλλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου. Οι έφηβοι της ομάδας «Ξένοι και Ρωμαίοι» ενσωματώθηκαν πλήρως στις πέντε μεσσηνιακές φυλές προς τα τέλη του 1ου αι. μ.X. και τις αρχές του 2ου, όταν η οικονομική άνοιξη ήταν ήδη αισθητή.

H συγκέντρωση μεγάλων σχετικά γαιοκτησιών και η παρουσία αγροτικών επαύλεων δεν έφτασε ποτέ τα μεγέθη της δυτικής αυτοκρατορίας, ούτε και μετασχημάτισε τις γαίες της επαρχίας Αχαΐας σε υπερμεγέθη κτήματα (latifundia). Ωστόσο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες κατείχαν τεράστιες εκτάσεις στη μεσσηνιακή κοιλάδα του Παμίσου και σε άλλες ανάλογες της Πελοποννήσου: οικογένειες με μεγάλη περιουσία σε ρευστό και ταυτόχρονα γαιοκτησία και σε πεδιάδες της ιταλικής χερσονήσου, με επαύλεις γύρω στις πόλεις, στην ύπαιθρο χώρα αλλά και σε παράκτιες περιοχές. Οι επαύλεις αυτές πρόσφεραν όλες τις ανέσεις του αστικού domus (ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, λουτρά, περιστύλια και τρικλίνια), ενταγμένες σε ένα φυσικό περιβάλλον με ελιές, αμπέλια και ποικίλες άλλες καλλιέργειες και ζώα. Μέλη των οικογενειών αυτών είχαν διατελέσει και συγκλητικοί.

Παρά την κρίση, η γεωργία δεν φαίνεται να επηρεάστηκε και οι Μεσσήνιοι των ανώτερων τάξεων κατάφεραν να αγοράσουν σταδιακά μικρά και μεσαία κτήματα και να αυξήσουν την ακίνητη περιουσία τους στη Μεσσηνία και την Ιταλία. Οι λειτουργίες (χορηγίες) των μελών των τοπικών ανώτερων στρωμάτων δεν είχαν γίνει ακόμη υποχρεωτικές και ενοχλητικά επιβαρυντικές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες της περιοχής ενδιαφέρονταν και για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, με τη μορφή μεγάλων κοπαδιών από αιγοπρόβατα, αγέλες αλόγων και βοοειδών, σε βάρος μάλιστα των μικροκαλλιεργητών, σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες από τη Λακωνία, την Αρκαδία και άλλες περιοχές όπως τα Μέθανα, η Μεγαλόπολη και η Μεσσήνη. Φαίνεται ότι τόσο η γεωργία όσο και η κτηνοτροφία είχαν αναπτυχθεί την περίοδο αυτή, και η διαχείρισή τους ήταν εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για την ίδια την πόλη, αφού αποτελούσε μια από τις κύριες προσόδους.

Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία από τη Μεσσήνη, εκλεγμένοι αξιωματούχοι της πόλης συνεδρίαζαν προκειμένου να κάνουν τις επινομές, να ορίσουν δηλαδή τη χρήση της κοινοτικής γης για βοσκή. Είχαν αρμοδιότητα στην οριοθέτηση, τη διανομή και την εποπτεία των ζωνών βοσκής και στάθμευσης των ζώων, στον καθορισμό τελών για τις δημόσιες νομές, στον καθορισμό προστίμων σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών, και στον καθορισμό ειδικών (ορεινών) ζωνών βοσκής για ειδικές περιπτώσεις ζώων (όπως οι αδηφάγες αίγες) με επιβολή επιπρόσθετου ειδικού φόρου.

Η αριστοκρατία της περιόδου χρησιμοποιούσε το συσσωρευμένο πλεόνασμα για εσωτερική δική της κατανάλωση ή σε μη παραγωγικές επενδύσεις όπως η κατασκευή φιλόδοξων οικοδομημάτων για αγώνες και φεστιβάλ, όπως τα Θέατρα και τα Στάδια. Η πρακτική αυτή είχε γενικά αρνητικές επιπτώσεις στην αγροτική οικονομία. Από την άλλη μεριά, η ματαιόδοξη και επιδεικτική αυτή συμπεριφορά έσωσε από βέβαιη καταστροφή και εξαφάνιση σημαντικά οικοδομήματα της Μεσσήνης. Αυτοκράτορες όπως οι Φλάβιοι (Βεσπεσιανός, Τίτος και Δομιτιανός), που τιμώνται με χάλκινους ανδριάντες στη Μεσσήνη, χρηματοδότησαν έργα αποστράγγισης περιοχών με έλη για να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πρόσφεραν γαίες σε ακτήμονες, και εισήγαγαν το σύστημα της εμφύτευσης, δηλαδή μίσθωσης κτημάτων με την υποχρέωση αναβάθμισής τους με νέες φυτείες και καλλιέργειες.

Η εγκατάλειψη πολλών αγροκτημάτων και αγροτικών οικισμών κατά την περίοδο της κρίσης του 3ου αιώνα μ.Χ. όξυνε τις απειλές στον αστικό πληθυσμό και οδήγησε στην περίφημη έξοδο προς την ύπαιθρο, που άλλαξε τη σχέση πόλης και υπαίθρου και οδήγησε στην αναγέννηση των αγροτικών επαύλεων κατά τον 4ο και κυρίως τον 5ο αιώνα, στα χρόνια του Ιουστινιανού. Ο αυξανόμενος κοινωνικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου οδήγησε οικογένειες αριστοκρατών να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους στην αυτοπροβολή τους μέσα από τις πολυτελείς επαύλεις. Το όλο σύστημα πάντως των αγροτικών επαύλεων καταρρέει τελικά στα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ.

Οι εγκαταστάσεις βιοτεχνικής και μικροβιομηχανικής δραστηριότητας στις αγροτικές επαύλεις εξακολουθούσαν να ασκούν μια μορφή ανταλλακτικής οικονομίας, ενώ μεγάλες ποσότητες χρήματος, για λόγους ασφαλείας, βρίσκονταν φυλαγμένες σε προστατευμένους χώρους των αστικών οικιών.