Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2014 20:32

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 4ο)

Γράφτηκε από τον

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

 

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του. 

κορκοσούρα (η) η φλύαρη, η πολυλογού γυναίκα.

κορκοφίκι (το) παρασκεύασμα από το πρώτο γάλα της γίδας ή της προβατίνας.

κορφάδα (η) ο τρυφερός βλαστός.

κορφιάς (ο) το ξύλινο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, το γωνιακό κεραμίδι στην κορυφή της στέγης.

κορφολόγημα (το) το κόψιμο των τρυφερών βλαστών, συνήθως του αμπελιού.

κόρυζα (η) συνάχι, καταρροή.

κορώνω βρωμάω.

κοτάω τολμάω.

κοτζάμ τόσο μεγάλος.

κοτρώνα (η) η μεγάλη πέτρα.

κότσαλα (τα) τα αποξηραμένα κοτσάνια των σταφυλιών.

κοτσάφτης (ο) αυτός που έχει κομμένο αυτί.

κότσια οι αστράγαλοι, μεταφορικά το κουράγιο, η τόλμη.

κο(υ)τσι(ου)λιές (οι) τα περιττώματα των πουλιών.

κουβενταρία (η) η έντονη και ακατάπαυστη συζήτηση.

κούκλα (η) το καλαμπόκι.

κούκος (ο) είδος καπέλου.

κουκουνιάζω τρελαίνομαι, ερεθίζομαι.

κουλουπώνομαι χώνομαι ολόκληρος και με το κεφάλι κάτω από τα σκεπάσματα.

κουλούρα (η) αντικείμενα σε σχήμα μεγάλου δακτυλίου, συνήθως χρησιμοποιείται για το ψωμί με άνοιγμα στη μέση ή για ειδικά ψωμιά σε γιορτές, το στεφάνι του γάμου, το μηδέν ως βαθμός στο σχολείο.

κουμάσι (το) ακαθάριστος στάβλος, συνήθως γουρουνιών, μεταφορικά ο παλιάνθρωπος.

κουμούτσι (το) τετράγωνο κομμάτι λειτουργιάς, ένα ξεροκόμματο ψωμί.

κουμπάρα (η) μεταφορικά η λαδιά στα ρούχα κατά τη διάρκεια του φαγητού.

κουνενές (ο) το μωρό.

κουνουπαράς (ο) ο κουμπαράς στον οποίο μαζεύουμε χρήματα.

κούρβουλο (το) ο κορμός του αμπελιού, μεταφορικά η αγκύλωση άκρου του σώματος.

κουρελού (η) τάπητας με έντονα χρώματα κατασκευασμένος από κουρέλια παλαιών ρούχων.

κουρκούτι (το) ο χυλός από σιτάλευρο, μεταφορικά το ζαλισμένο μυαλό.

κουρμπέτι (το) η εξορία, η ξενιτιά, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται σύνθετα μεταφορικά: βγαίνω στο κουρμπέτι = βγαίνω στη ζωή, στη βιοπάλη.

κουρνιάζω το φώλιασμα των πουλερικών για να κοιμηθούν, μεταφορικά μαζεύομαι για να κοιμηθώ, βρίσκω καταφύγιο για ύπνο.

κουρνιαχτός (ο) η σκόνη.

κορούνα (η) η καρακάξα.

κουρούπα (η) πήλινο δοχείο.

κουρούτα (η) προβατίνα με μικρά κέρατα.

κούτελο (το) το τμήμα του προσώπου από τα φρύδια μέχρι τις ρίζες των μαλλιών, το μέτωπο, μεταφορικά το επίπεδο σκληρό τμήμα που έχει μέτωπο σε μια κατεύθυνση.

κουτουλάου νυστάζω.

κουτουμπλέκας (ο) χαζός, ηλίθιος.

κουτουπώνω αρπάζω βίαια ρίχνω κάτω και σκεπάζω κάποιον με το σώμα, μεταφορικά η σεξουαλική πράξη.

κούτρα (η) το κεφάλι.

κουτρούλι (το) μικρό λοφάκι από χώμα δίπλα στον κορμό του αμπελιού μετά το σκάψιμο.

κουτσαλώνα (η) παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι, το κουτσό.

κούτσαυλος (ο) ο κουτσός.

κούτσικος (ο) το μικρό παιδί, μεταφορικά ο μικροκαμωμένος.

κουτσούνα (η) η κούκλα που έπαιζαν τα κορίτσια, μεταφορικά η όμορφη γυναίκα ή και ο άνθρωπος που κάνει ό,τι του λένε οι άλλοι.

κούτσουρο (το) ο κομμένος κορμός του δέντρου, μεταφορικά ο μαθητής που δεν παίρνει τα γράμματα.

κοφίνι (το) το καλάθι από καλάμια.

κοφινίδα (η) πλατιά και κοντή κόφα.

κόφα (η) το μεγάλο καλάθι από καλάμια.

κοψαντερίθρα (η) μικρό σκουλήκι των στάσιμων κυρίως νερών που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα έντερα.

κοψοχολιάζω αιφνιδιάζω και φοβίζω κάποιον για κάτι που δεν υπάρχει πραγματικός λόγος.

κοψοχρονιά στη μισή τιμή.

κοψίδι (το) κομμάτι κρέας.

κράζω καλώ, φωνάζω.

κραίνω μιλώ, απαντώ.

κράνα (η) το κρανίο.

κράνη (η) η μεγάλη πείνα.

κρικέλι (το) ο μικρός συνήθως κρίκος.

κρίμα (το) το αμάρτημα.

κρισάρα (η) το κόσκινο.

κριτσινάδι (το) το ξεροψημένο κρέας.

κρουστός (ο) ο πυκνός στην ύφανση.

κρυάδα (η) το ξαφνικό πάγωμα, το ρίγος, η απρόσμενη απόρριψη, το αστείο που δεν κάνει κανέναν να γελά.

κρυγιαίνω κρυώνω.

κωλώνω εμποδίζω, αλλά και δειλιάζω.

κωλοφωτιά (η) η πυγολαμπίδα, μεταφορικά το έξυπνο παιδί.

 

Λ

 

λάβρα (η) η μεγάλη ζέστη.

λαβροτανάω ταλαιπωρώ.

λαγάνα (η) το ψωμί της Καθαροδευτέρας, μια φαρδιά και λεπτή κουλούρα συνήθως.

λαγαρό (το) το υπογάστριο ζώου.

λαγαρός (ο) απαλλαγμένος από ξένα σώματα, διαυγής, καθαρός.

λαγγεύω αναπηδώ, σκιρτώ, αίσθηση και εκδήλωση ερωτισμού, μεταφορικά το νευρικό παίξιμο του ματιού.

λάγια (η) η μαύρη προβατίνα.

λαγκουνίζω λάμπω, γυαλίζω.

λαδιά (η) η μεγάλη παραγωγή ελαιολάδου, το σημάδι από το λάδι στα ρούχα, μεταφορικά η απατεωνιά.

λαδικό (το) μικρό τενεκεδένιο δοχείο με χερούλι και λεπτό σωλήνα που ξεκινούσε από τη βάση του και χρησίμευε για να χύνεται με μέτρο το λάδι.

λαδούσα (η) δοχείο μεταφοράς λαδιού.

λαήνα (η) μικρό πήλινο δοχείο με στενό στόμιο και δύο χερούλια που χρησίμευε για τη μεταφορά υγρών.

λαιμαριά (η) το σκοινί που περνούσαν από το λαιμό των ζώων και έδεναν σε αυτό την τριχιά για να το τραβήξουν ή να το δέσουν.

λάκα (η) το ίσιωμα, επίπεδο τμήμα εδάφους.

λακάω το βάζω στα πόδια.

λακιτός (ο) αυτός που το έβαλε στα πόδια, αυτός που κινείται βιαστικά.

λάκος (ο) ο αργαλειός.

λακριντί (το) το κουβεντολόι, η συζήτηση για ασήμαντα θέματα και κατά μια έννοια το κουτσομπολιό.

λαλαγκίδες (οι) κουταλιές από χυλό αλευριού που ψήνονται σε καυτό λάδι στο τηγάνι και τρώγονται με γλυκό (μέλι, ζάχαρη, πετιμέζι) ή και αλμυρό (τυρί).

λάμια (η) τέρας με γυναικεία μορφή, μεταφορικά όμορφη γυναίκα με άσχημο χαρακτήρα, κακιά και δύστροπη.

λαμπίκο πολύ καθαρό.

λαπάντι (το) το γνήσιο.

λατανάω τα αρνοκάτσικα που βυζαίνουν με θόρυβο, μεταφορικά φορτώνομαι, ταλαιπωρώ.

λαχίδι (το) μικρό τμήμα χωραφιού, συνήθως σε ορεινές περιοχές.

λεβέτι (το) μεγάλο χάλκινο δοχείο, το καζάνι.

λεβίδα (η) σκουλήκι του εντέρου.

λεγάμενος (ο) σύζυγος, εραστής, κάποιος που δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του.

λεημόνι (το) το λεμόνι.

λειψό (το) το ψωμί που δεν έχει ψηθεί καλά.

λείριασα μαράθηκα.

λειτουργιά (η) το πρόσφορο που πηγαίνουν στην εκκλησία.

λεμές (ο) ο παλιάνθρωπος.

(γ)λέπω βλέπω, ατενίζω.

λεφούσι (το) πυκνό πλήθος συνήθως ανθρώπων που επιτίθενται καταστροφικά, αλλά και εντόμων.

λεχρίτης (ο) ο τιποτένιος, ο βρομερός, ο παλιάνθρωπος.

λημέρι (το) καταφύγιο κακοποιών, μεταφορικά το σημείο στο οποίο βρίσκεται σχεδόν μονίμως κάποιος.

λησμονάω ξεχνώ.

λιανός ο λεπτός, ο αδύνατος, με την έννοια του μεγέθους ο μικρός.

λιάρος (ο) ασπρόμαυρος, παρδαλός (κυρίως όταν πρόκειται για βόδια).

λιάστρα αφημένα στον ήλιο, χώρος που αφήνονται καρποί να ξεραθούν στον ήλιο, μεταφορικά αντικείμενα απλωμένα και ατακτοποίητα κάτω.

λιγοψυχία (η) η έντονη τάση για λιποθυμία που προέρχεται από πείνα, μεταφορικά ο φόβος και η υποχώρηση σε σχέση με κάτι που επιχειρεί κάποιος.

λίμα (η) η μεγάλη πείνα.

λιμαντήρα (η) η μεγάλη πείνα.

λιμοτάγαρο (το) περιφρονητικά ο πεινασμένος.

λίμπα (η) μεγάλο πήλινο δοχείο, μεταφορικά ο τόπος που γεμίζει νερά από ένα βίαιο φαινόμενο, μεταφορικά όταν κάποιος διαλύει τα πάντα γύρω του.

λιμπί (το) το μέρος του ελαιουργείου όπου μαζευόταν το λάδι που έβγαινε.

λιμπίζουμαι επιθυμώ πολύ κάτι.

λινάτσα (η) είδος ευτελούς υφάσματος, μεταφορικά ο τιποτένιος, ο παλιάνθρωπος.

λινός (ο) το πατητήρι των σταφυλιών.

λιοκόκκια (τα) ο σπασμένος πυρήνας του ελαιοκάρπου που μένει στο ελαιουργείο μετά την εξαγωγή του ελαιολάδου.

λιόσμα (τα) τα απόβλητα των ελαιουργείων.

λιόφ(υ)το (το) το χωράφι με μικρής ηλικίας ελιές, το ελαιόδενδρο.

λιτρουβιό (το) το ελαιουργείο.

λιχνίζω ξεχωρίζω το σιτάρι από το άχυρο ή τη σταφίδα από τα ξεραμένα κοτσάνια με τη βοήθεια του αέρα πετώντας τα ψηλά με ξύλινο φτυάρι όταν φυσάει αέρας.

λιπάρισμα (το) η λίπανση φυτών και δέντρων.

λοβός (ο) ο ελαττωματικός, ο ασθενικός, ο αδύνατος.

λόγγος (ο) η δασωμένη περιοχή με πυκνή βλάστηση.

λόζος (ο) ο σταύλος για γουρούνια.

λοκάνικο (το) το λουκάνικο.

λόντρα (η) κομμάτι χοιρινού κρέατος με λίγο κρέας, πολύ λίπος και δέρμα απέξω.

λόπια (τα) είδος άσπρων ξηρών φασολιών που βράζουν με άλλα υλικά και γίνονται σούπα.

λόρδα (η) η πείνα.

λοστάρι (το) μακρύς σιδερένιος μοχλός με τον οποίο άνοιγαν τρύπες στο έδαφος.

λουβιά (τα) ο καρπός των φρέσκων φασολιών, κουκιών, μπιζελιών.

λούκι (το) λεπτός σωλήνας, μεταφορικά ο καρπός του καλαμποκιού και ο δρόμος χωρίς επιστροφή.

λουλώνω μισοκοιμάμαι, συνήθως σε περιπτώσεις εξάντλησης από ασθένεια.

λουμάκι (το) τρυφερό και ίσιο βλαστάρι φυτού.

λούμπα (η) η λακκούβα με βρόχινο νερό, μικρή ποταμίσια λίμνη.

λουμίνι (το) το φιτίλι του καντηλιού που τραβάει και καίει το λάδι.

λουμώνω κρύβομαι, μαζεύομαι και δεν μιλάω, συνήθως όταν υπάρχουν φόβος ή ενοχή.

λουπινιάζω καταβροχθίζω, χάφτω.

λούρα (η) η λεπτή και εύκαμπτη βέργα.

λουρίδα (η) η λωρίδα, μεταφορικά η ζώνη του παντελονιού.

λουτριάζω πλένω τα βαρέλια του κρασιού.

λούτσα βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω.

λουτσίζομαι βρέχομαι.

λυγιά (η) υδρόβιος θάμνος, η λυγαριά.

λυγερή (η) ψηλή και ευκίνητη γυναίκα.

λυκοφαγωμένο (το) το σκληρό και ατίθασο ζώο.

λυκοφαμελιά (η) η μεγάλη οικογένεια που δεν χορταίνει ψωμί.

λυσσ(ι)ακό (το) η λύσσα, η κατάσταση κάποιου που κάνει σαν λυσσασμένος.

λυσουρία (η) το πολύ αλμυρό φαγητό.

Συνεχίζεται την επόμενη Δευτέρα