Δευτέρα, 04 Αυγούστου 2014 20:09

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 7ο)

Γράφτηκε από τον

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.   

 

Π (συνέχεια)

 

πλανεύω ξεγελάω.

πλαντάζω στεναχωριέμαι πολύ, σκάω από το κλάμα.

πλαστήρι (το) ξύλινη επιφάνεια που πάνω της πλάθουν το ψωμί.

πλάστης (ο) κυλινδρική ράβδος για το άνοιγμα του φύλλου που χρησιμοποιείται για δίπλες, πίτες ή χυλοπίτες.

(μ)πλατσ(ι)ουράω τσαλαβουτάω στα νερά.

πλεμόνι (το) το πνευμόνι.

πλευρά (η) η πλαγιά.

πλιάτσικο (το) η λεηλασία μετά τη μάχη, η κλεψιά.

πλιατσικολόγος (ο) αυτός που λεηλατεί, ο κλέφτης.

πλιγούρι (το) βρασμένο ψιλοκομμένο σιτάρι

πλούμι (το) το στολίδι, σχέδιο κεντητό ή ζωγραφιστό.

πλίθρα (η) χωμάτινος κύβος που χρησιμεύει για χτίσιμο, μεταφορικά το πολύ συμπαγές ψωμί.

πλύμα (το) το φαγητό των γουρουνιών, μεταφορικά το κακομαγειρεμένο νερουλό φαγητό. 

ποδέματα (τα) τα παπούτσια.

ποδένω φοράω τα παπούτσια.

ποδοκόπι (το) πληρωμή για εκτέλεση εργασίας.

πόλκα (η) είδος γυναικείου ρούχου που σκεπάζει το πάνω μέρος του σώματος.

(α)πολειφάδι (το) μισολιωμένο κομμάτι σαπούνι, μεταφορικά ο αδύναμος ή ανυπόληπτος άνθρωπος.

πολυώρα προηγουμένως, πριν αρκετή ώρα.

πονοιάζουμαι υποψιάζομαι.

ποργιά (η) το πέρασμα, η είσοδος.

πορδάλα είδος μυρμηγκιού.

πόστα αυστηρή παρατήρηση, κατσάδα.

προβυζαίνω υποβοηθώ τα μικρά αρνοκάτσικα να βυζάξουν.

πορδόμυλος (ο) κωμικοτραγική κατάσταση με φωνές, αντεγκλήσεις και προπηλακισμούς.

πόστο (το) καίρια θέση.

πουλακίδα (η) η μικρή κότα.

πουμώνω σκεπάζω κάτι καλά, μεταφορικά κλείνει η μύτη μου από συνάχι.

πουντιάζω ξεπαγώνω.

πούντος πού είναι αυτός.

πούργι (το) μεγάλη κόφα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά των σταφυλιών στον τρύγο.

πουρί(θρ)δα η σκελίδα του σκόρδου.

πουρνό (το) το πρωί.

πουρπουράω φτερουγίζω.

πρεμούρα (η) η βιασύνη να τελειώνει κάτι γρήγορα.

προβάτα (η) η προβατίνα.

προγκάου απομακρύνω με φωνές και θόρυβο τα ζώα, τρομάζω και διώχνω.

προξενήτρα (η) η γυναίκα που μεσολαβεί να γίνει ένα συνοικέσιο.

προσανάβω ανάβω τη φωτιά χρησιμοποιώντας κάτι εύφλεκτο.

προσάναμμα εύφλεκτη ύλη (μικρά ξύλα, ξεραμένοι φλοιοί, δαδί κλπ) που χρησιμοποιείται για να πάρουν φωτιά τα ξύλα.

προσηλιακό μέρος που είναι προσανατολισμένο προς τον ήλιο.

προσμπούκι (το) το κολατσιό.

προσφάι κάτι που τρώγεται μαζί με το ψωμί για να χορτάσει κάποιος.

πρόσφορο (το) ψωμί σφραγισμένο με το παναγιάρι, το οποίο προσφέρεται στην εκκλησία.

προσώρας προσωρινά.

προψές προχθές.

πυροστιά (η) μεταλλικός τρίποδας που μπαίνει πάνω στη φωτιά για να τοποθετηθεί πάνω του μαγειρικό σκεύος.

πυρώνω ζεσταίνω.

πυτιά (η) το πρώτο γάλα του προβάτου που χρησιμοποιείται για να πήξει το τυρί, μαγιά για πήξιμο του τυριού.     

 

Ρ

 

ραμολί (το) ο ηλικιωμένος άνθρωπος που τα έχει χάσει.

ραχάτι η αργία, η ξάπλα, με την ησυχία μου (με το ραχάτι μου).

ρεγάλο (το) το φιλοδώρημα.

ρέγουλα (η) ο ρυθμός, το μέτρο.

ρέμα (το) μικρό ποτάμι.

ρέμπελος αυτός που ζει χωρίς να ασχολείται με κάτι, αυτός που περιφέρεται άσκοπα και τεμπελεύει.

ρεμπεσκές ο τεμπέλης, ο αχαΐρευτος.

ρεντίκολο ο καταγέλαστος άνθρωπος.

ρέντος (ο) το ράντισμα του αμπελιού.

ρεπετσέλα (η) το καχεκτικό ζώο, μεταφορικά ο ζαρωμένος άνθρωπος.

ρεύω αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξαντλώ κάποιον. 

ρέχτης (ο) το σημείο που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια.

ρημαδιό τα ερείπια.

ριζάφτι (το) η ρίζα του αφτιού.

ριζικό (το) η μοίρα.

ροβολάω κατηφορίζω.

ρόγα (η) η θηλή, η τροφή, μεταφορικά ο μισθός.

ρόγιασα βρήκα ένα σημείο για να ζήσω.

ρογός (ο) ο αχυρώνας.

ροΐ (το) το λαδικό.

ρόιδο (το) το ρόδι.

ρούγα (η) η γειτονιά.

ρουμάνι έκταση (συνήθως δασώδης) με πυκνή βλάστηση

ρούντζα (η) ο θυμός, η κατήφεια, το μούτρωμα.

ρουπώνω γεμίζουν οι πόροι με υγρό, μεταφορικά χορταίνω.

ρουτζώνω θυμώνω, ρίχνω μούρη.

ρούσος (ο) άνθρωπος με κοκκινωπά μαλλιά ή ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα.

 

Σ

 

σάβανο (το) το ύφασμα που τυλίγουν το νεκρό.

σαβουρώνω μαζεύω, κλέβω, τρώω πολύ.

σαγάνι (το) το πιάτο.

σαγιάζουμαι φοράω βαριά ρούχα.

σαϊκώνω δένω γερά.

σάισμα (το) υφαντό στρώμα από τραγόμαλλο.

σαμάρι ξύλινο κατασκεύασμα για την πλάτη ζώων που μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα.

σαρακατράβαλος (ο) ο κουτσός, ειρωνικός χαρακτηρισμός για τον ανάπηρο άνθρωπο.

σακούλι (το) μικρός μάλλινος σάκος για πολλές χρήσεις.

σαλαγάου απομακρύνω με φωνές.

σαλαμούρα (η) η άρμη.

σάματι μήπως.

σαμαροπαΐδα (η) η ξύλινη σανίδα στα πλαϊνά του σαμαριού, μεταφορικά η αδύνατη γυναίκα.

σαράβαλο (το) το παλιό, το διαλυμένο.

σαρίδι (το) το σκουπίδι, μεταφορικά ο ανυπόληπτος άνθρωπος.

σάρωμα (το) το σκούπισμα, η χειροποίητη σκούπα.

σαρωματίνα (η) η πρόχειρη σκούπα, συνήθως από αφάνα.

σάψαλο (το) το ετοιμόρροπο, μεταφορικά το σακατεμένο, ο εξασθενημένος άνθρωπος.

σβάρνα (η) το εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι.

σβε(ι)λάδα (η) η τρέλα.

σβερκώνω πιάνω από το σβέρκο και εξουδετερώνω κάποιον.

σβουνιά (Η) ξερή κοπριά ζώου, κυρίως μοσχαριών.

σγαρλάου ανακατεύω ελαφρά το χώμα.

σγόρτσα (η) η βρώμα που καλύπτει κυρίως τα σημεία των κλειδώσεων του σώματος αλλά και το σβέρκο.

σγούμπα (η) η καμπούρα.

σγουριά (η) η σκουριά.

σγούφτω σκύβω.

σγρουμπούλι (το) το λίπωμα, το συσσωματωμένο αλεύρι που δεν έχει διαλυθεί στο νερό, μικρός όγκος σε σούπα.

σεβντάς (ο) το ερωτικό πάθος.

σειριά (η) το σόι, η οικογένεια με την έννοια του "δέντρου"

σεκλέτι (το) η στεναχώρια.

σέκος ξερός, αναίσθητος, εμβρόντητος.

σέλα (η) το κάθισμα στη ράχη του αλόγου.

σελέμης (ο) ο λαίμαργος, αυτός που θα θέλει όλα και επιχειρεί να τα αποκτήσει με κάθε τρόπο.

σεληνιασμός η επιληψία.

σέμπρος (ο) ο συνεταίρος κυρίως στις γεωργικές εργασίες.

σεντούκι (το) μπαούλο όπου φυλάσσονται πολύτιμα αντικείμενα, κοσμήματα ή χρήματα.

σεργιάνι (το) ο περίπατος.

σεργούνι ο εξευτελισμός.

σερνικό (το) το αρσενικό.

σερνικοβότανο (το) βότανο που παίρνουν τους σπόρους του και τους βράζουν για να το πιει αυτή που θέλει να κάνει αρσενικά παιδιά

σημείο (το) κάτι το σημαδιακό που είναι παράξενο ή αφύσικο.

σιαδώ/σιακεί προς τα εδώ ή από εδώ/προς τα κάτω ή από εκεί

σιάξε τακτοποίησε.

σιαπάν’ προς τα επάνω 

σιαπέρα προς τα πέρα.

σιγουρεύω κρύβω.

σιδεροστιά (η) μεταλλικός τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν μαγειρικά σκεύη ή το καζάνι και από κάτω έβαζαν φωτιά για να βράσει.

σιλαρώνω ηρεμώ, εξημερώνω όταν πρόκειται για κάτι το άγριο.

σιμαμίδι (το) μικρή οικιακή σαύρα.

σιμπάω ανακατεύω ξύλα και κάρβουνα  για να δυναμώσω τη φωτιά.

σιουράω σφυρίζω.

σιούτα η γίδα χωρίς κέρατα.

σκάλος (ο) το σκάλισμα.

σκαλούνι (το) το σκαλοπάτι.

σκάλτσα (η) η κάλτσα

σκαμπίλι (το) το χτύπημα με την παλάμη στο μάγουλο.

σκαπετάου τρέχοντας απομακρύνομαι γρήγορα.

σκαπουλάρω διαφεύγω τον κίνδυνο.

σκαρίζω εμφανίζομαι.

σκατοψύχια (τα) οι κατάρες ή τα αναθέματα κατά ανθρώπων που δεν ζουν.

σκατόψυχος (ο) ο κολασμένος.

σκαρφίζουμαι επινοώ.

σκασίλα (η) η στεναχώρια σαρκαστικά.

σκαφίδι (το) η σκάφη στην οποία αναπιάνεται και ζυμώνεται το ψωμί.

σκερβελές (ο) ο ανεπρόκοπος άνθρωπος.

σκιάζουμαι τρομάζω.

σκιάχτρο (το) ανθρώπινο ομοίωμα που τοποθετείται στα χωράφια για να μην πλησιάζουν τα πουλιά και τα ζώα, μεταφορικά ο άσχημος άνθρωπος.

σκίζα (η) κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τεμαχισμό (σκίσιμο) μεγαλύτερου.

σκλέπα (η) η επιδημία.

σκλήθρα (η) ελάχιστο κομμάτι ξύλου, μικρό σκουπίδι.

σκοντάφτω χτυπάω το πόδι μου σε εμπόδιο κατά την κίνησή μου, μεταφορικά συναντώ δυσκολίες στην προσπάθεια να κάνω κάτι.

σκόντο η έκπτωση στην τιμή.

σκορδοκαΐλα (μου) ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος για κάτι συγκεκριμένο.

σκοτούρα (η) ζάλη, μεταφορικά το πρόβλημα.

σκούζω φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω από πόνο και θλίψη συνήθως.

σκουληκαντέρα (η) μακρύ σκουλήκι.

σκουντουφλάω σκοντάφτω.

σκουράντζος (ο) η παστή ρέγκα, μεταφορικά η γραβάτα και ο αδύνατος άνθρωπος.

σκουρδουμπουλάου κυλιέμαι συνήθως ως αποτέλεσμα του πόνου.

σκούρκος (ο) έντομο σαν μεγάλη σφήκα επιθετικό και δηλητηριώδες πολλές φορές, μεταφορικά αυτός που πέφτει πάνω σε κάτι ανυποχώρητα και επιφέρει ασύμμετρα χτυπήματα.

σκουτί (το) το ρούχο, μεταφορικά ο ανήθικος άνθρωπος.

σκράπας (ο) ο κακός μαθητής.

σκρόφα (η) ξεγεννημένη γουρούνα, μεταφορικά παλιογυναίκα,

σμίξιμο (το) η ένωση.

σμπαράλια η βίαιη διάλυση ενός αντικειμένου.

σοκιάζω χτυπώ κάποιον δυνατά μέχρι να πέσει στο έδαφος.

σοϊλίτικος (ο) αυτός που προέρχεται από καλό σόι.

σοκάκι (το) ο στενός δρόμος.

σουβή (η) η συμφορά, το μεγάλο κακό.

σούδα (η) το στενό πέρασμα.

σούγελο (το) ο σωλήνας στον οποίο φθάνει το νερό από τα κεραμίδια για να καταλήξει στο έδαφος.

σουλατσάρω κάνω βόλτες.

σουλούπι (το) η εμφάνιση.

σουραύλι πνευστό μουσικό όργανο, μεταφορικά το κυλινδρικό και μακρόστενο.

σουρουκλεμές (ο) ο ψηλός και αδύνατος άνδρας.

σούρμα (το) το στενό πέρασμα.

σούρτης (ο) το σίδερο που συρόμενο ασφαλίζει την πόρτα, μεταφορικά αυτός που παρασύρει κάποιον.

σούσουρο (το) η συζήτηση με την κακή έννοια, ο διασυρμός.

σουγλί (το) το σουβλί.

σοφράς (ο) το χαμηλό τραπέζι.

σπερνά (τα) τα κόλλυβα.

σπολάτι κατόπιν εορτής.

σποράγκλα (η) η ευκοίλια στα ζώα.

σπορίζω ρίχνω σπόρους αραιά, μεταφορικά σκορπίζω.

σταθιμός (ο) ο σταθμός.

στάκα περίμενε.

σταλίζω ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε σκιά, οδηγώ τα πρόβατα σε σκιά.

στάμνα (η) πήλινο δοχείο στο οποίο τοποθετούσαν τρόφιμα προς συντήρηση, πήλινο δοχείο μεταφοράς νερού.

σταύρωμα (το) το σημείο που διακλαδίζονται οι κορμοί των δέντρων.

στειλιάρι (το) μακρύ ξύλο, ρόπαλο, μεταφορικά ο ξυλοδαρμός.

στέρνα (η) η δεξαμενή νερού.

στερνός (ο) ο τελευταίος.

στέρφος (ο) ο στείρος, ο άτεκνος.

στεφανοχάρτι (το) η άδεια γάμου.

στοιχειό (το) κακό δαιμόνιο, άγριος άνθρωπος που προκαλεί φόβο.

στούμπος (ο) στρογγυλή πέτρα που κοπανάνε το αλάτι, κόπανος, μεταφορικά ο κακός μαθητής.

στουρνάρι (το) είδος σκληρής πέτρας κόκκινου χρώματος που χρησιμοποιείται στην οδοποιία, μεταφορικά ο αγράμματος άνθρωπος.

στραβαρίδης (ο) ο άνθρωπος με στραβά πόδια.

στραβέγκλω (η) η μισόστραβη.

στραβόξυλο (το) ο ανάποδος άνθρωπος.

στραπατσάρω προκαλώ σοβαρή ζημιά ή καταστρέφω κάτι.

στράτα (η) μικρό και στενό δρομάκι, το περπάτημα του μικρού παιδιού.

στρατόνι (το) επίμηκες κομμάτι αμπελιού.

στράφι άδικα, ανώφελα.

στρεκλάου περπατώ παραπατώντας ζαλισμένος ή μεθυσμένος.

στριγγλιάτα (η) το φρεσκοπηγμένο τυρί.

στρίγγλος (ο) ο κακός και δύστροπος άνθρωπος.

στρινιάζω δυσανασχετώ.

στρούγγα (η) περιφραγμένος χώρος στον οποίο άρμεγαν ζώα.

στροφιάζουμαι πέφτω για ύπνο.

σφαλάγγι (το) η αράχνη.

συγκέσιο (το) το συνοικέσιο.

συγκυλιέμαι παλεύω και κυλιέμαι με κάποιον στο χώμα.

συγυράου τακτοποιώ

συμμαζωτάρι (το) υβριστική έκφραση για τον ξένο που έχει εγκατασταθεί κάπου.

συμπράγκαλα (τα) πολλά αντικείμενα μαζί.

συνερίζουμαι φιλονικώ.

σύξυλος άναυδος.

συχαρίκια (τα) το φιλοδώρημα που δίνεται σε αυτόν που φέρνει καλή είδηση, η αναγγελία του ονόματος του παιδιού που βαφτιζόταν στη μητέρα του.

συχώριο (το) κομμάτι ψωμιού που μοιράζεται στα μνημόσυνα.

σφάρδακλας (ο) ο βάτραχος.

σφαχτό (το) το προς σφαγή ζώο.

σφουγκάου σκουπίζω.

σώγαμπρος (ο) ο γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του.

σωθικά (τα) τα σπλάχνα.

σώνω σώζω, τελειώνω κάτι.

 

σωρώνω τοποθετώ σε σωρό.