Ο Μιχάλης Γκανάς (γεννημένος το ’44 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας) αποτελεί μια από τις πιο ξεχωριστές ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70.
Κατά κοινή ομολογία είναι από τους κορυφαίους εκπροσώπους της, μια από τις πιο αυθεντικές φωνές, που εμφανίστηκαν στα γράμματά μας μετά τη Μεταπολίτευση. Πρωτοεμφανίζεται με συλλογή το 1978.
Στο ευρύτερο κοινό είναι γνωστός ως ένας απ’ τους λιγοστούς ποιοτικούς στιχουργούς του έντεχνου τραγουδιού. Οι στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους συνθέτες κι έχουν τραγουδηθεί από σπουδαίες φωνές.
Ενδεικτικά θυμίζω τίτλους απ’ την τροχιά του στο ελληνικό τραγούδι.
«Πώς να ξεχάσω», «Κοίτα με στα μάτια» απ’ το Μίκη Θεοδωράκη.
«Μικρός Τιτανικός», «Παράθυρα που κούρασε η θέα» απ’ το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.
«Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια», «Του πόθου τ’ αγρίμι» απ’ το Δημ. Παπαδημητρίου.
«Νοσταλγία», «Έρωτα δεν ξέρεις ν’ αγαπάς» απ’ την Ευανθία Ρεμπούτσικα.
«Με λένε Πόπη» απ’ τον Goran Bregovic.
«Τα κορμιά και τα μαχαίρια» απ’ τον Ara Dinkjian/.
«Για των ματιών σου το χρώμα» απ’ τον Teofilo Chantre.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Μιχάλης Γκανάς είναι ποιητής.
( Άλλωστε κι οι στίχοι των τραγουδιών του ατόφια ποιητικοί δεν είναι; Νομίζω ότι μπορούν να σταθούν από μόνοι τους, χωρίς το έτερόν τους ήμισυ: τη μουσική.)
Ποιητής με έμπνευση, πλούσιο, πηγαίο ταλέντο κι ελευθερία πνεύματος.
Οι κεντρικοί θεματικοί πυρήνες του είναι η πατρίδα, ο χρόνος, (ο χρόνος του παρελθόντος, που χάθηκε ανεπιστρεπτί αλλά κι ο χρόνος που χάνεται καθημερινά μες στην αστική καθημερινότητα) ο θάνατος, η αγάπη.
Αν είναι να μιλήσει κάποιος, ας πει για την αγάπη.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Παραλογή» και το 2009 με το βραβείο Καβάφη.
Είχαν προηγηθεί οι συλλογές «Ακάθιστος δείπνος», «Μαύρα Λιθάρια», «Γυάλινα Γιάννενα».
Ο Γκανάς έχει δημοσιεύσει και δύο πεζά, για τα οποία συζητήσαμε εκτενώς στη Λέσχη μας. Το «Μητριά πατρίδα» και το «Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες». Εκδ. Μελάνι.
Το «Μητριά πατρίδα», είναι ένα βιβλίο μόλις 50 σελίδων, σύντομο, πυκνό, λιτό αφήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1981.
Ήταν η εποχή της μεταπολιτευτικής έξαρσης, της εξωστρέφειας, της ελπίδας, αλλά ο Γκανάς είχε βυθιστεί στα περασμένα, για να ξεπληρώσει μια οφειλή στη μάνα του, στους νεκρούς και σ’ όσους μπλέχτηκαν στα γρανάζια του Εμφυλίου.
Με τέτοιο υλικό στη φαρέτρα του, άλλος θα έγραφε μυθιστόρημα 800 σελίδων ή μια τριλογία. Πριν τον Εμφύλιο, κατά, μετά. Ο ίδιος λέει σε συνέντευξή του. «Ένιωσα την ανάγκη ν’ αποτυπώσω σε χαρτί τις τραυματικές παιδικές μου μνήμες, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν κάνω για πεζογράφος. Δεν είχα υπομονή, βιαζόμουν να πιάσω κορυφή»
Στο «Μητριά πατρίδα» αφηγείται περιστατικά και μνήμες απ’ τα παιδικά του χρόνια της υποχρεωτικής εξορίας, αλλά κι αλγεινές καταστάσεις κι ισχυρές συγκινήσεις απ’ την περίοδο της εφηβείας, σε μια μητριά πατρίδα, στιγματισμένη από πολιτικές διώξεις, οικονομική ανέχεια και μετανάστευση.
Ο Μιχάλης Γκανάς κι η οικογένειά του ανήκουν στην ομάδα των Ηπειρωτών που στη διάρκεια του Εμφυλίου, το 1948, εκτοπίστηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες (Αλβανία κι Ουγγαρία), κατέληξαν στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας, απ’ όπου επέστρεψαν το 1954.
Μέσα απ’ την πατρίδα και την πατρική εστία θέλει να προστατεύσει την τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας, που μοιάζει να τον έχει σημαδέψει. «Ας δέρνει ο δάσκαλος, έχεις στο στόμα τη γεύση της αθανασίας».
Για το δεσμό του με την πατρίδα ο Μισέλ Φάις έγραψε : «Με γνήσιο, χαμηλόφωνο πάθος εμψυχώνει κάποιες λέξεις , που η μεταπολεμική μας ποίηση έχει κλονίσει , χλευάσει ή αποκαθηλώσει»
Όσο σκληρή ήταν η εξορία, άλλο τόσο επώδυνος αποδείχτηκε κι ο γυρισμός. «Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν’ αλλάζει το πετσί του, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι».
Ο λόγος του απλός, ελλειπτικός, με σύντομες προτάσεις, δημιουργεί μια βουβή συγκίνηση για την επιθυμία του μεγάλου νόστου, την επανασύνδεση με τις ανθρώπινες και φυσικές ρίζες, την ηδονική επιστροφή σε κάτι γνήσιο κι αυθεντικό και γι αυτό τόσο όμορφο κι αληθινά ωραίο.
Πού να το φανταζόταν ο Γκανάς ότι το βιβλίο του θα ήταν τόσο επίκαιρο σήμερα, σε μια Ελλάδα υποδοχέα μεταναστών από τη μια, αλλά και μια Ελλάδα μητριά , ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, που τα ωθεί στην κοινωνική αιμορραγία που λέγεται μετανάστευση!
Το «Μητριά πατρίδα» επανεκδόθηκε απ’ το «Μελάνι», εμπλουτισμένο με ζωγραφιές του όψιμου φίλου του ποιητή, του Πειραιώτη εικαστικού, Γιάννη Αδαμάκη.
Για τη Λέσχη Ανάγνωσης
Πόπη Χριστάκου
Δασκάλα του 4ου Δημ. Σχ. Σπάρτης