Οι αιώνες που πέρασαν άφησαν πολλά και επώδυνα σημάδια στο μοναστηριακό συγκρότημα -το Καθολικό του οποίου είχε ήδη χαρακτηριστεί, από τη δεκαετία του 60, ως “ιστορικό διατηρητέο μνημείο” από το υπουργείο Πολιτισμού- ωστόσο στο τέλος του φετινού χρόνου η μονή θα αναδειχθεί σε όλο της το βυζαντινό μεγαλείο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναστηλωτικές εργασίες, που εξελίσσονται εκεί εδώ και 4 χρόνια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας (η οποία αποτελεί την συνδυασμένη εξέλιξη της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και της ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων).
Οπως σημειώνει, μιλώντας στο eleftheriaonline.gr η προϊσταμένη της Εφορείας αρχαιολόγος Ευαγγελία Μηλίτση – Κεχαγιά, η αναστήλωση και ανάδειξη του εξαιρετικού αυτού μνημείου δεν έγινε χωρίς κόπο, καθώς “αρχικά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε, το 2011, πίστωση 700.000 ευρώ από το ΕΣΠΑ για να γίνει αποκατάσταση του Καθολικού της μονής και της Τράπεζας. Στη συνέχεια, με πίεση και προσπάθεια από την τότε 26η ΕΒΑ, εντάχθηκε και το υπόλοιπο μοναστήρι, η δυτική πτέρυγα των κελιών και ο νοτιοδυτικός πύργος”.
Ο προϋπολογισμός της μελέτης, για το σύνολο του κτηριακού συγκροτήματος, ανερχόταν σε 3.000.000 ευρώ, αλλά τότε δεν γινόταν ούτε λόγος να διατεθεί το ποσό αυτό σε ένα μόνο έργο, δεδομένου ότι υπήρχαν και άλλα μνημεία που είχαν ανάγκη παρέμβασης. Η μελέτη είχε γίνει από το γραφείο του αρχιτέκτονα Σωτήρη Βογιατζή με πρωτοβουλία και οικονομική στήριξη της τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας.
Τα αρχικά 700.000 ευρώ έγιναν 800.000 και έτσι αποκαταστάθηκε στο σύνολό του το Καθολικό (σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο) του 12ου - 13ου αιώνα, όπου στη διάρκεια των εργασιών έγινε αποκάλυψη του κεραμικού διάκοσμου, των τοιχογραφιών καθώς και του αρχικού μαρμάρινου εικονοστασίου μεγάλο μέρος του οποίου είναι πλέον ενσωματωμένο στο μεταγενέστερο κτιστό τέμπλο του Καθολικού.
Πριν 2 χρόνια, το 2013, σημειώνει η Ε. Μηλίτση – Κεχαγιά, εντάχθηκαν με 1.200.000 ευρώ στο ΕΣΠΑ, το συγκρότημα του διαβατικού και της πύλης, όπως και η δυτική πτέρυγα κελιών και ο νοτιοδυτικός πύργος, με τα τελευταία κτίσματα να εκτιμάται ότι κατασκευάστηκαν τον 18ο αιώνα.
“Ολες οι εργασίες έγιναν από την υπηρεσία μας με αυτεπιστασία, χρησιμοποιήθηκαν όσα από τα αυθεντικά υλικά ήταν δυνατόν, ενώ τα υπόλοιπα κατασκευάστηκαν εξ αρχής με μεθόδους της τότε εποχής” επισημαίνει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, προσθέτοντας ότι στο τέλος του φετινού χρόνου, το έργο παραδίδεται έτοιμο, σε χρόνο ρεκόρ και με συνολική δαπάνη 2.000.000 ευρώ, ένα εκατομμύριο ευρώ λιγότερα από την αρχική πρόβλεψη της μελέτης...
Το Ανδρομονάστηρο, αυτό το εξαιρετικής ομορφιάς βυζαντινό μνημείο, όπως αναφέρεται στη σχετική ιστοσελίδα του υπουργείου Πολιτισμού, “ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή με την κοντινή γυναικεία μονή της Σαμαρίνας. Παλαιότερα συνέδεαν, λανθασμένα, την ίδρυση της μονής και την ονομασία της με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Το καθολικό περικλείεται από οχυρωματικό περίβολο, που ενισχύεται στη βορειοδυτική γωνία του από τετράπλευρο πύργο και άλλες αμυντικές κατασκευές, όπως καταχύστρες και κλουβιά.
Τη βορειοανατολική πλευρά του εσωτερικού περιβόλου καταλαμβάνει διώροφη σειρά από κελιά, με βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους στο ισόγειο, και ένας τετράπλευρος τριώροφος πύργος στη νότια πλευρά. Ο ναός ανήκει στον τύπο του ημισύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και διασώζει αποσπασματικά τοιχογραφίες δύο εποχών, του 12ου και του 17ου αιώνα. Επιπλέον, αποσπασματικά διατηρούνται τμήματα γλυπτών στο τέμπλο και μαρμαροθετημένου δαπέδου, που χρονολογούνται επίσης στη βυζαντινή εποχή. Βόρεια του ναού προσκολλάται παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αικατερίνη ενώ νότια υπάρχει βοηθητικός χώρος και ερείπια δεξαμενής”.
Η μονή ανήκε, ώς το 1780, στην παλαιά επισκοπή της Ανδρούσας, ενώ μετά την καταστροφή της κατά την επανάσταση του 1769 αποτέλεσε μετόχι της Μονής Σινά ώς το 1929, όταν και η περιουσία της απαλλοτριώθηκε και ο ναός έκτοτε αφιερώθηκε στη γειτονική Μονή Βουλκάνου.