Κυριακή, 23 Οκτωβρίου 2016 08:18

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στην "Ε": «Η λογοτεχνία ήταν πάντα ζήτημα εξαιρέσεων»

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στην "Ε": «Η λογοτεχνία ήταν πάντα ζήτημα εξαιρέσεων»

 

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι ένας σύγχρονος διανοούμενος με τον οποίο εμείς οι κοινοί θνητοί κανονικά διστάζουμε -και δικαιολογημένα- να συνομιλήσουμε. Ανθρωπολόγος, συγγραφέας, αρθρογράφος, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας... Και δεν είναι μόνο τα διαβάσματά του, δεν είναι μόνο το πνευματικό του έργο.

Είναι κυρίως η δομημένη σκέψη του για την... πεζή ή τη λογοτεχνική πραγματικότητά μας· η απλότητα και η πρωτοτυπία της έκφρασής του· η καυστική, αιρετική ματιά του, που τελικά τον τοποθετούν σ' ένα ψηλό και αναπόφευκτα μοναχικό βάθρο. Αυτό δεν συμβολίζει βέβαια «νίκη» για τον ίδιο. Αντίθετα, λέει πως «η ήττα και το αίσθημα ματαίωσης είναι αναπόφευκτα, όταν διαπιστώνεις ότι είσαι πιο μόνος απ’ όσο νόμιζες». 

Εμείς, πάντως, δεν φιλοδοξούσαμε να συζητήσουμε μαζί του: απλώς να του προσφέρουμε ένα έναυσμα, ώστε να ξετυλίξει κάποιες σκέψεις. Για το «ιδιαίτερο είδος αυτογνωσίας που μας προσφέρει η λογοτεχνία». Για τα κακά αλλά και τα «καλά βιβλία που είναι αδιάφορα». Για το αναγνωστικό κοινό που «πάσχει τρομερά από έλλειψη παιδείας» και «δεν μπορεί να παρακολουθήσει μια λογοτεχνία που ξεφεύγει από το στερεότυπο, το τετριμμένο και επιδερμικό». Για τον κριτικό εαυτό του, που όμως δεν είναι «δικαστής ούτε αστυνόμος». Για τη «συντηρητική και συγχρόνως ατομικιστική» κουλτούρα μας. Και για τη χώρα μας, που «δεν θα επιβιώσει για πολύ ακόμα, με τις παραδοσιακές της τακτικές». 

- Ως κριτικός, διαβάζετε ένα βιβλίο με τα μάτια του συγγραφέα κυρίως, ή του έμπειρου αναγνώστη; Αντίστοιχα, ως συγγραφέας βρίσκεστε περισσότερο σε επαφή με τον αναγνώστη εαυτό σας ή με τον επαγγελματία κριτικό; Πού έγκεινται τελικά οι διαφορές;

«Να σας πω την αλήθεια, ποτέ δεν αναρωτήθηκα αν διαβάζω ως κριτικός, ως συγγραφέας ή ως "έμπειρος" αναγνώστης. Εγινα κριτικός από σύμπτωση, έγινα συγγραφέας χωρίς να το έχω βάλει σκοπό, και όσο για την όποια αναγνωστική πείρα μου, βλάστησε μέσα από πολύ άτακτα διαβάσματα και πολύ ετερόκλητα βιβλία. 

Ας πούμε ότι διαβάζω ένα βιβλίο ελπίζοντας να βρω σ’ αυτό κάτι που θα με κάνει να δω ένα μέρος του κόσμου από καινούργια σκοπιά. Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα καλά βιβλία. Μ’ ενδιαφέρουν τα ξεχωριστά βιβλία. Ο Νίτσε έλεγε ότι τα βιβλία έχουν αξία μόνο όταν μας πηγαίνουν πέρα από τα βιβλία».

- Δημοσιεύοντας μια κριτική για ένα βιβλίο, νιώθετε ίσως ότι βοηθάτε στην απονομή δικαιοσύνης, κατά μία έννοια; Οτι αποκαθιστάτε ένα είδος τάξης, σε έναν άναρχο και συχνά άδικο κόσμο;

«Οχι, προς Θεού! Δεν είμαι δικαστής ούτε αστυνόμος της λογοτεχνίας. Προσεγγίζω ένα βιβλίο από τη σκοπιά που μου φαίνεται η πιο ενδιαφέρουσα, άσχετα πόσο καλό ή κακό βρίσκω το ίδιο το βιβλίο. Θέλω να διεγείρω τον αναγνώστη μου, ακόμη και για να με αντικρούσει. 

Μπορεί βέβαια να πει κανείς ότι μια τέτοια συζήτηση δικαιώνει κατά μία έννοια το συγκεκριμένο βιβλίο, το ξεχωρίζει από τον χυλό των αδιάφορων βιβλίων, των κακών, μέτριων ή και καλών - γιατί υπάρχουν, όπως υπαινίχθηκα προηγουμένως, και καλά βιβλία που είναι αδιάφορα». 

- Ενας αιρετικός γραφιάς -το λέω βέβαια τιμητικά- απολαμβάνει όσο τίποτε άλλο το γκρέμισμα κυρίαρχων αντιλήψεων. Εξ ου και το απολαυστικό σας «Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας», για παράδειγμα. Νιώθετε, όμως, καμιά φορά ηττημένος απ' τη ματαιότητα;

 «Είναι αλήθεια ότι μου αρέσει η αιρετική στάση απέναντι στα πράγματα, αρκεί να μην είναι αυτοσκοπός, πρόκληση για την πρόκληση. 

Τώρα, η ήττα και το αίσθημα ματαίωσης είναι αναπόφευκτα, όταν διαπιστώνεις ότι είσαι πιο μόνος απ’ όσο νόμιζες, ότι τα πράγματα παίρνουν άλλη κατεύθυνση από αυτή για την οποία προσπάθησες. Σημασία έχει όμως τι παρακαταθήκες αφήνεις πίσω σου».  

- Θεωρείτε, νομίζω, χαμηλό το γενικό επίπεδο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, παρά τις ενθαρρυντικές εξαιρέσεις - και επισημαίνετε τις αιτίες που το διαμορφώνουν. Η διαμόρφωση του επιπέδου των αναγνωστών υπακούει στους ίδιους νόμους; 

 «Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα -δεν μιλάω για τον σταθερό πυρήνα των 8-10.000 συστηματικών αναγνωστών- πάσχει τρομερά από έλλειψη παιδείας. Οχι μόνο αισθητικής παιδείας, αλλά παιδείας γενικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει, και επομένως να στηρίξει, μια λογοτεχνία που ξεφεύγει από το στερεότυπο, το τετριμμένο και επιδερμικό, αυτό που ακολουθεί τους τηλεοπτικούς κώδικες ή, πιο πρόσφατα, το ατακαδόρικο στιλ του twitter. 

Οσο για το γενικό επίπεδο της ελληνικής λογοτεχνίας, έχω πάψει να σκέφτομαι με τέτοιους όρους. Η λογοτεχνία ήταν πάντα ζήτημα εξαιρέσεων - και τέτοιες εξαιρέσεις, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν στη δική μας. Με αυτές και μόνο θα έπρεπε ν’ ασχολούμαστε. Αλλά δυστυχώς υπάρχει το πρόβλημα που μόλις περιέγραψα».

- Υπάρχουν πια πολλές εύχρηστες πηγές ενημέρωσης για το βιβλίο. Ομως ένας αναγνώστης με πολλά ενδιαφέροντα αλλά λίγο χρόνο... θαλασσοδέρνεται σ' έναν ωκεανό από τίτλους. Πώς μπορεί να φτιάξει τον προσωπικό του οδηγό ανάγνωσης - και πώς θα μπορούσαμε να διαπλάσουμε τους ενημερωμένους αναγνώστες του αύριο; 

 «Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει γενική συνταγή για κάτι τέτοιο, και οι διάφοροι Κανόνες που στήνουν και συστήνουν κατά καιρούς οι κριτικοί με απωθούν ακόμη και ως ιδέα. Ενα καταπληκτικό βιβλίο που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά πριν από μερικά χρόνια, το "Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει" του Πιέρ Μπαγιάρ, καταλήγει στη θέση πως όταν μιλάμε για ένα βιβλίο μιλάμε ουσιαστικά για τον εαυτό μας, αυτοβιογραφούμαστε. Από αυτή την άποψη, και με την προϋπόθεση ότι μας αρέσει το διάβασμα, δεν έχει τόση σημασία το πώς διαμορφώσαμε την ιδέα που έχουμε για το τάδε ή το δείνα βιβλίο, αν το διαβάσαμε ολόκληρο, εν μέρει ή καθόλου, αν το θυμόμαστε σωστά ή λάθος ή το έχουμε ξεχάσει. Σημαντικότερο είναι το περιεχόμενο της αυτοβιογραφίας μας, που προκύπτει από τη στάση μας απέναντι στα βιβλία για τα οποία κουβεντιάζουμε. Αυτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αυτογνωσίας που μας προσφέρει η λογοτεχνία».

- Οταν σκαλίζετε παλιότερα άρθρα σας για να επιλέξετε ποια θα συνυπάρξουν σ' ένα βιβλίο, τι αποκομίζετε από την -υποθέτω αυτόματη- κριτική επισκόπηση των κριτικών σας; Και πώς κάνετε την τελική επιλογή;

«Σ’ αυτό έχω απαντήσει με τον πρόλογο στο τελευταίο βιβλίο μου, τη "Νοσταλγία της πραγματικότητας", που είναι μια επιλογή κριτικών και δοκιμίων μου από μια περίοδο δώδεκα χρόνων. Προσπαθώ να δω ποια κείμενά μου έχουν τα λιγότερα ίχνη του χρόνου που κύλησε, δηλαδή ποια επηρεάστηκαν λιγότερο από τη συγκυρία στην οποία γράφτηκαν και από τον χαρακτήρα των βιβλίων ή των θεμάτων για τα οποία γράφτηκαν».

- Πώς θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική σας γλώσσα; Ποια στοιχεία προσπαθείτε να διαφυλάξετε και ποια να αποφύγετε όταν γράφετε ένα μυθιστόρημα, ένα άρθρο, ένα δοκίμιο; 

«Επιδιώκω να είναι η γραφή μου λιτή, διαυγής, εύληπτη, αλλά με υπόγειους κυματισμούς και παιχνιδίσματα που παραπέμπουν τον πιο υποψιασμένο αναγνώστη σε περισσότερα πράγματα, καμιά φορά και διαφορετικά από αυτά που φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Εχω επηρεαστεί από τη γλώσσα του κινηματογράφου, μιας τέχνης που αγαπώ πολύ, ιδιαίτερα δημιουργών όπως ο Αντονιόνι, ο Φελλίνι, ο Τρυφώ, ο Κιούμπρικ και μερικοί άλλοι». 

- Είχατε πει σε μια παλιότερη συνέντευξη ότι «η κοινωνία μας, η οικονομία μας, γενικά η κουλτούρα μας, είναι στατικές». Θα θέλατε ν' αναφερθείτε λίγο εκτενέστερα σ' αυτό; 

«Η κουλτούρα μας είναι συντηρητική και συγχρόνως ατομικιστική. Αυτός ο συνδυασμός είναι κάτι παράδοξο, κάτι μοναδικό για έναν λαό με τόσο μακραίωνη ιστορική διαδρομή. Το αποτέλεσμά του είναι μια μεγάλη ατομική προσαρμοστικότητα στις αλλαγές των καιρών, αλλά και μια αδράνεια της συλλογικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς. 

Εξωτερικά, η ελληνική κοινωνία δεν έχει καμιά σχέση με αυτή του 19ου αιώνα ή ακόμη και της δεκαετίας του 1960, αλλά κάτω από την επιφάνεια δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Από μια άποψη αυτό είναι αξιοθαύμαστο, σημάδι τεράστιας πολιτισμικής αντοχής. Αλλά τη δημιουργικότητα δεν την ευνοεί».   

- Η Ελλάδα μοιάζει πάλι παγιδευμένη στη ζώνη του λυκόφωτος, ισορροπώντας επί χρόνια ανάμεσα στο «φρικτό τέλος» και σε μια «φρίκη χωρίς τέλος». Τι πιάνουν οι κεραίες σας, καθώς τελειώνει και το 2016;

«Φοβάμαι πως αυτή η ζώνη του λυκόφωτος είναι η πιο πρόσφατη εκδοχή της αδρανούς αντοχής που έλεγα πριν. Η οικονομική κρίση δεν έγινε κρίση των συνειδήσεων. Προσαρμοστήκαμε και σ’ αυτή την κατάσταση με ατομικές λύσεις και περιμένοντας πως κάποια στιγμή όλα θα ξαναγίνουν όπως ήταν πριν από το 2010. 

Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά από άλλοτε. Η κρίση που ζούμε οδηγεί την κουλτούρα μας στο σημείο θραύσης της, γιατί ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει άρδην και δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε για πολύ ακόμη, ως χώρα, με την παραδοσιακή νοοτροπία και τις παραδοσιακές μας πρακτικές».

• Τη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου στις 7 μ.μ. ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι καλεσμένος στην «Μπουκαδούρα», σε μια εκδήλωση στην οποία συμμετέχει  και το «BookStore Κονταργύρη».

(φωτογραφία από "ΤΟ ΒΗΜΑ")