Με αφορμή την πρόσφατη εμφάνισή της στην «Ανοιξη των Πλήκτρων», εκμυστηρεύεται στην «Ε» τι πήρε από τους δασκάλους της και τι αγωνίζεται να δώσει στους δικούς της μαθητές, καθώς και ποιο είναι το όραμά της για τη γενέτειρά της… όχι μονάχα ως όμορφη πόλη – αλλά ως πόλη με αισθητική.
- Πρόσφατα συμμετείχατε στην «Ανοιξη των πλήκτρων» μαζί με τη Μαρία Παπαπετροπούλου. Τι ιδιαιτερότητες έχει μια εμφάνιση στη γενέθλια πόλη, μαζί με μία από τις πρώτες σας δασκάλες;
«Η συμμετοχή μου στην “Ανοιξη των πλήκτρων” για δεύτερη συνεχή χρονιά ήταν πρώτα απ’ όλα μία μεγάλη τιμή, αλλά και επιβεβαίωση για μένα. Η γενέθλια πόλη έχει ειδικό βάρος. Απ’ τη μία πλευρά υπάρχει η αγάπη και η υποστήριξη των ανθρώπων που σε έχουν “αναθρέψει” μουσικά· από την άλλη υπάρχει η μεγάλη πρόκληση να δείξεις ότι εκείνο το παιδάκι, που μάθαινε τις πρώτες του νότες και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια το δάσκαλο, έχει γίνει ένας επαγγελματίας μουσικός, που στέκεται στα πόδια του. Ως εκ τούτου, τόσο η αγωνία όσο και η ευχαρίστηση μίας συναυλίας είναι πολλαπλάσιες.
Η συνεργασία μου με τη Μαρία -αγαπημένη φίλη, αγαπημένη δασκάλα, αλλά και πρότυπο για τη μουσική μου εξέλιξη- ήταν χαρά, διασκέδαση και συγκίνηση από την αρχή ως το τέλος. Το είδος αυτό της μουσικής που παρουσιάσαμε (πιάνο για τέσσερα χέρια) είναι πολύ απαιτητικό ως προς το συγχρονισμό των μουσικών. Ο ένας μπαίνει στον ζωτικό χώρο του άλλου (αφού μοιράζονται το ίδιο όργανο και το ίδιο κάθισμα) και το όλο εγχείρημα πετυχαίνει μόνο όταν οι δύο άνθρωποι λειτουργούν σαν ένας. Προϋπόθεση είναι η συμπάθεια και η οικειότητα, που βέβαια σε εμάς προϋπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια».
- Σήμερα, που διδάσκετε πλέον και η ίδια, ποιο είναι το κυριότερο «μάθημα» που προσπαθείτε να δώσετε στους μαθητές σας για τη μουσική;
«Είναι απλό και χιλιοειπωμένο: αγάπη και πειθαρχία. Η μουσική είναι ένα τεράστιο δώρο. Πέρα από τα αναρίθμητα άλλα οφέλη (πνευματικά, σωματικά, κοινωνικά) η μουσική είναι ψυχική ανακούφιση. Και όσοι έχουμε επιλέξει να ασχολούμαστε με αυτήν καθημερινά, το κάνουμε γιατί πρωτίστως μας θεραπεύει.
Ολο αυτό γίνεται μέσα από μελέτη, με συνέπεια και αναζήτηση: Τι μήνυμα (συναίσθημα, ατμόσφαιρα, αφήγημα) θέλω να επικοινωνήσω; Πώς θα καταφέρω το όργανο να μεταφέρει το μήνυμά μου με σαφήνεια; Αυτό, κάθε μέρα».
- Δάσκαλός σας στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας υπήρξε και ο νυν διευθυντής του, Στάθης Γυφτάκης. Γνωρίζοντας πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, τι προκλήσεις πιστεύετε πως αντιμετωπίζει και τι εκτιμάτε περισσότερο στη δουλειά του;
«Ο Στάθης είναι τόσο για τους μαθητές του όσο και για την πόλη του εμπνευστικός. Τον γνωρίζω από όταν ήμουν μικρό παιδί και πάντα τον θυμάμαι να έχει μία ιδέα, που έσπρωχνε τα μουσικά πράγματα της πόλης λίγο πιο πέρα από εκεί που είχαν σταθεί. Ως καταξιωμένος συνθέτης ο ίδιος, εργάστηκε πολύ για να ακουστεί και η σύγχρονη μουσική δημιουργία, κάτι που ήταν πολύ καινούργιο για την πόλη μας.
Ακόμα και στους καλλιτεχνικούς κύκλους, οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουμε μεν ευσυνείδητα και δημιουργικά, αλλά σπάνια δοκιμάζουμε κάτι καινοτόμο. Υπάρχουν όμως άνθρωποι σε όλους τους χώρους, που δεν ησυχάζουν αν δεν κυνηγήσουν το διαφορετικό και το πρωτότυπο. Και όσο κι αν δεν τους καταλαβαίνουμε, είναι ανάταση και παρηγοριά να ξέρουμε ότι το κάνουν. Ενας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Στάθης.
Εκτός όμως από οραματιστής, ευτυχώς είναι και αγωνιστής. Χρειάζεται μεγάλη επιμονή και γερά νεύρα για να πείσεις τις διοικητικές δομές μιας πόλης, ότι αυτό το ακατανόητο και μη ανταποδοτικό όραμά σου θέλει λεφτά για να πραγματωθεί. Και αυτή βέβαια είναι η μεγάλη πρόκληση για όλους τους καλλιτεχνικούς διευθυντές της πόλης.
Από την πολιτιστική δράση, ακόμη και από αυτή που νομίζουμε ότι ενδιαφέρει λίγους, ωφελούνται ανεξαιρέτως όλοι οι πολίτες. Ολοι μας, άμεσα ή έμμεσα, εισπράττουμε το κάτι διαφορετικό που κινείται στην πόλη και διευρύνουμε τη σκέψη μας. Ο Στάθης την ανάγκη αυτή της Καλαμάτας για πολιτιστική δράση την υπηρετεί έμπρακτα, ουσιαστικά και αποτελεσματικά».
- Πόσο εύκολη είναι η πορεία ενός νέου μουσικού της ελληνικής περιφέρειας προς την επαγγελματική καταξίωση;
«Δεν ξέρω αν η δική μου πορεία θα ήταν διαφορετική- πιο εύκολη ή πιο δύσκολη, αν είχα μεγαλώσει στην Αθήνα. Οπωσδήποτε στην περιφέρεια οι ευκαιρίες για να παρακολουθήσει κανείς συναυλίες και σεμινάρια είναι περιορισμένες. Από την άλλη, εγώ ήδη από τα 18 μου έζησα την Αθήνα, στη συνέχεια στη Γερμανία και τώρα πάλι στην Αθήνα, οπότε δεν μπορώ να παραπονεθώ για έλλειψη ευκαιριών.
Σίγουρα πιο δύσκολο είναι να είναι κανείς επαγγελματίας μουσικός και να προσπαθεί να δραστηριοποιηθεί καλλιτεχνικά ζώντας στην επαρχία. Δυστυχώς, καλλιτεχνικό κέντρο παραμένει μόνο η Αθήνα - και προκειμένου κάποιος να συμμετέχει σε συναυλίες, ενώ ζει στην περιφέρεια, πρέπει να ταξιδεύει πολύ».
- Ποια είναι τα δικά σας ιδιαίτερα μουσικά ενδιαφέροντα και σε ποια περιοχή του σύγχρονου πιανιστικού γίγνεσθαι θα θέλατε, ιδανικά, να εδραιωθείτε;
«Μετά από αρκετά χρόνια δουλειάς σε διαφορετικά αντικείμενα, πλέον εργάζομαι ως δασκάλα πιάνου και συνοδός πιανίστρια (συνοδεύω δηλαδή σπουδαστές άλλων οργάνων -τσέλο, τρομπέτα, κρουστά κτλ.- σε έργα που έχουν μέρος πιάνου). Θεωρώ τύχη αλλά και επίτευγμα το ότι βιοπορίζομαι από κάτι που με ευχαριστεί και με γεμίζει προσμονή.
Σε ό,τι αφορά το καθαρά πιανιστικό κομμάτι με ενδιαφέρει πολύ το ρεσιτάλ, γιατί είναι ό,τι πιο απαιτητικό ως προς το ρεπερτόριο και τις συνθήκες, για έναν πιανίστα. Η προετοιμασία που χρειάζεται ένας μουσικός για να βγει μόνος του σε μία σκηνή και να παίξει ένα πρόγραμμα 1,5 ώρας είναι τεράστια, είναι επίπονη και είναι αυτή που τον εξελίσσει περισσότερο μουσικά. Μεγάλο ενδιαφέρον βέβαια έχει και η μουσική δωματίου, γιατί βασίζεται στη σύμπραξη και την επικοινωνία με άλλους μουσικούς. Δύο ή περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να ερμηνεύσουν ένα έργο από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, αλλά τελικά με κοινή αισθητική, κάτι που δημιουργεί μία δυναμική αναζωογονητική».
- Πώς βλέπετε, αλλά και πώς βιώνετε, την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την παγκοσμιοποίηση... σε επίπεδο μουσικής;
«Η δυτική μουσική έχει γίνει παγκόσμια εδώ και πάρα πολλά χρόνια, συνήθως αφομοιώνοντας στοιχεία της εθνικής μουσικής των διαφόρων λαών. Για παράδειγμα τα gospel των Αφρικανών σκλάβων της Αμερικής σε συνδυασμό με τη δυτική μουσική έφτιαξαν την blues και την jazz. Οι αφρικανικοί ρυθμοί και οι αφρικανικές μελωδίες παίζονται με πιάνο, κοντραμπάσο και τρομπέτα, και πλέον πολύ δύσκολα διακρίνει κανείς πού σταματάει η μία κουλτούρα και πού αρχίζει η άλλη.
Αντίστοιχα, πάρα πολλοί συνθέτες της κλασικής εποχής έβαλαν στα έργα τους στοιχεία ή ακόμα και αυτούσιες μελωδίες της παραδοσιακής μουσικής της χώρας τους ή άλλων χωρών (π.χ. τα περισσότερα έργα του Ισπανού I.Albeniz, οι Ουγγρικοί Χοροί του Brahms, οι Ρουμάνικοι Χοροί του Bartok και αναρίθμητα άλλα έργα).
Το πάντρεμα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής με την κλασική το έχουν κάνει πολύ χαρακτηριστικά και με μεγάλη μαεστρία ο Ν. Σκαλκώτας, ο Μ. Καλομοίρης, ο Γ. Κωνσταντινίδης, ο Μ. Χατζιδάκις και βέβαια πολλοί άλλοι νεότεροι Ελληνες συνθέτες. Μάλιστα το έργο του Γ. Κωνσταντινίδη “20 τραγούδια του ελληνικού λαού” το παρουσιάσαμε με τις συνεργάτιδές μου, Μιράντα Γεωργάκη και Σοφία Λαμπροπούλου, σε μία επεξεργασία για φωνή, πιάνο και κανονάκι (έχει γραφτεί για φωνή και πιάνο) στο Τρίτο Πρόγραμμα. Το αναφέρω, γιατί δείχνει άλλο ένα “σύμπτωμα” της παγκοσμιοποίησης στη μουσική: τη συνύπαρξη δηλαδή οργάνων (εν προκειμένω κανονάκι και πιάνο) με ολότελα διαφορετική προέλευση και ιστορία.
Το θέμα αυτό είναι τεράστιο, και ένας μουσικολόγος θα το ανέπτυσσε πολύ καλύτερα. Το σίγουρο είναι ότι η παγκοσμιοποίηση έφερε στη μουσική μια δημιουργικότητα εκρηκτική και συναρπαστική».
- Οι σπουδές σας στην Αρχαιολογία, πέρα από την επιστημονική εξειδίκευση στο συγκεκριμένο πεδίο, επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε τη ζωή γενικότερα;
«Οι σπουδές μου στην Αρχαιολογία με έκαναν να αγαπήσω πολύ κάποια γύρω από αυτήν μαθήματα: τα αρχαία ελληνικά, την ιστορία και τη λογοτεχνία.
Τα αρχαία ελληνικά με βοήθησαν να μάθω καλά τη γλώσσα μου, ώστε να μπορώ να διατυπώσω με ακρίβεια και σαφήνεια αυτό που έχω στο μυαλό μου, και με έφεραν σε επαφή με τη μεθοδικότητα και την ποιητικότητα των αρχαίων κειμένων.
Η ιστορία με δίδαξε ότι κάθε θέμα έχει πολλές όψεις και ότι πρέπει κανείς να τις εξετάζει όλες, πριν πει τη γνώμη του. Επίσης, με δίδαξε ότι σαν άνθρωποι είμαστε πιο κοντά από όσο νομίζουμε στη σκοτεινή μας πλευρά - και καλό είναι να είμαστε σε επιφυλακή.
Οσο για τη λογοτεχνία, αυτή είναι ένα παράθυρο σε κόσμους άλλων χρόνων και άλλων τόπων, μια πηγή γνώσης, προβληματισμού και έμπνευσης. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ διαβάζω, κι αυτό το έμαθα από πολύ μικρή, γιατί έτσι κάνουν και οι γονείς μου».
- Ποια θεωρείτε τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της γενέτειράς σας, τα οποία χρειάζονται περαιτέρω ανάδειξη; Πώς ονειρεύεστε την Καλαμάτα του μέλλοντος;
«Η Καλαμάτα είναι ένας τόπος με μεγάλη φυσική ομορφιά, και τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και ομορφότερη. Οι εργασίες ανάπλασης, οι δενδροφυτεύσεις και οι πεζοδρομήσεις δημιουργούν την εικόνα μιας πόλης φροντισμένης - και αυτό κάνει και τους πολίτες της να την αγαπούν και να τη φροντίζουν περισσότερο.
Αλλα σημαντικά πλεονεκτήματα είναι τα αξιοθέατα και τα μνημεία -όχι μόνο της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μεσσηνίας-, τα επώνυμα προϊόντα της, και βέβαια ο αυτοκινητόδρομος και το αεροδρόμιο.
Περισσότερο όμως θα ήθελα να τονίσω την πολιτιστική υποδομή της Καλαμάτας ως ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της: Οι κτηριακές υποδομές (Μέγαρο Χορού, Πνευματικό Κέντρο, Θέατρο, Κάστρο), η εναργής πολιτιστική δράση τα τελευταία 30 χρόνια, με κορωνίδα το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, και τα εκατοντάδες παιδιά που έχουν γαλουχηθεί στις Σχολές Μουσικής, Χορού και Εικαστικών, είναι το πιο γόνιμο έδαφος για συνεχή πολιτιστική ανάπτυξη.
Και κάπου εκεί βρίσκεται και το δικό μου όνειρο για την Καλαμάτα: να γίνει διεθνής προορισμός και πόλος έλξης, όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά κυρίως για την αισθητική της».