Κυριακή, 18 Ιουνίου 2017 08:30

Ο καθηγητής Γ. Ανδρειωμένος για το νέο βιβλίο του «Πότε θα κάνει ξαστεριά»

Γράφτηκε από την

 

Την πολιτικοποίηση ενός δημοτικού τραγουδιού παρακολουθεί στο νέο του βιβλίο ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Γιώργος Ανδρειωμένος. Ενός παμπάλαιου τραγουδιού που, με τις διάφορες παραλλαγές του ήδη από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, ενδύθηκε ένα πλήθος νοημάτων και χρησιμοποιήθηκε ως σύνθημα σ’ ένα πλήθος ιστορικών συγκρούσεων έως τις μέρες μας.

Μιλάμε βέβαια για το γνωστό ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά», την πολυκύμαντη διαδρομή του οποίου «από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση» ακολουθεί ο συγγραφέας, σε μια  πολλαπλά ενδιαφέρουσα προσπάθεια. 

Ο κ. Ανδρειωμένος δεν διστάζει εδώ να χρησιμοποιήσει εκτεταμένη διαδικτυακή ύλη, αναλύοντας αυτό το σκεπτικό του, καθώς και το πώς ένα λαϊκό ή δημοτικό τραγούδι μπορεί να συνδεθεί με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία. Αναφέρεται στο πώς αρκετά παραδοσιακά τραγούδια διεκδικούνται από διαφορετικούς λαούς, και στη συνέχεια αφηγείται την ιστορία της «Ξαστεριάς» - εξηγώντας μεταξύ άλλων και το νόημα των αμφιλεγόμενων καταληκτήριων στίχων της. Για όλα αυτά μα και για άλλα επίκαιρα, σπεύσαμε να μιλήσουμε με τον δραστήριο καθηγητή...

- Μελετώντας την «Ξαστεριά» και τη συμμετοχή της σε αρκετές ιστορικές συγκρούσεις (από την Ενετοκρατία ως το Αρκάδι και από την Επταετία ως το μνημόνιο-αντιμνημόνιο), τι διασυνδέσεις διαπιστώσατε ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι και την πολιτική;

«Σε γενικές γραμμές, η ιδεολογική και πολιτική χρήση δημοτικών/λαϊκών τραγουδιών έχει παρατηρηθεί διεθνώς σε αρκετές περιστάσεις και έχει απασχολήσει τη συναφή βιβλιογραφία. Ως προς την κυρίαρχη παραλλαγή της “Ξαστεριάς”, οι ιδεολογικές αυτές χρήσεις είναι εμφανείς σε μια σειρά από περιπτώσεις που το τραγούδι έχει ερμηνευτεί εντασσόμενο σε εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους ιστορικά συμφραζόμενα - τα οποία ξεκινούν από τα χρόνια των ακριτών, περνούν στην Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία στην Κρήτη, συνεχίζονται με ποικίλες διασκευές του στις αρχές του 20ού αιώνα, προκειμένου να επανενταχθεί σε συμφραζόμενα εντός των οποίων πρωταγωνίστησαν Κρητικοί (όπως συνέβη στον Μακεδονικό Αγώνα ή στους Βαλκανικούς Πολέμους), για να φτάσει στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης και της γερμανικής Κατοχής του νησιού να λάβει πολιτική διάσταση, όταν ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής απευθύνεται σε "Γερμανούς και Ελληνες προδότες". 

Αλλά και αυτή η “πολιτικοποίηση” της “Ξαστεριάς” προσαρμόστηκε στα εκάστοτε πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα που ακολούθησαν: στα Ιουλιανά του 1965, στην επτάχρονη Δικτατορία, στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου με τη φωνή του Ξυλούρη, στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο… Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, έως σήμερα, τραγουδήθηκε, ως κατεξοχήν "πολιτικό" άσμα, σε πάμπολλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις είτε του κεντροαριστερού είτε του αριστερού χώρου, δηλώνοντας την προσμονή για ένα φωτεινότερο και δικαιότερο μέλλον. 

Στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, δεν έπαψε να υπάρχει η πολιτική του διάσταση: μόνο που τώρα ακούγεται τόσο σε εκδηλώσεις του λεγόμενου “αντιμνημονιακού” χώρου (που καλύπτεται από σχηματισμούς που κινούνται από την άκρα Δεξιά έως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) όσο και σε άλλες που απλώς αντιτίθενται στην κυβερνητική πολιτική, χωρίς κατ’ ανάγκην να βρίσκονται απέναντι στα μνημόνια (π.χ. κίνημα “Παραιτηθείτε”). 

Με άλλα λόγια, η “Ξαστεριά” αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα προσαρμογής ενός τραγουδιού σε ετερόκλητα μεταξύ τους πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα, δείχνοντας, με τον τρόπο της, την αλλαγή νοοτροπιών και ιδεολογικών προσανατολισμών της νεοελληνικής κοινωνίας».

- Πώς η παράδοση, που υπηρετεί προνομιακά τη δημιουργία μιας εθνικής συνείδησης, εξυπηρετεί τελικά και την επίτευξη περιστασιακών -και τόσο διαφορετικών- πολιτικών στόχων;

«Αυτό μπορεί να γίνει όταν η παράδοση, εν προκειμένω ένα δημοτικό τραγούδι, γίνεται, από ετερόκλητους πολιτικούς σχηματισμούς, όχημα μεταφοράς συγκεκριμένου ιδεολογικού φορτίου ή στοχευμένης ρητορικής που αποσκοπεί σε περιστασιακά πολιτικά οφέλη. Βλέπετε, στην περίπτωση της “Ξαστεριάς” βοηθάει και ο εισαγωγικός στίχος της (καλύτερα: το πρώτο ημιστίχιό του, “πότε θα κάνει ξαστεριά”), όπου το ερώτημα και η λέξη-κλειδί του (“ξαστεριά”) παραπέμπουν ταυτόχρονα και σε μιαν ευχή για καλυτέρευση των όποιων συνθηκών. 

Από την άλλη, το γεγονός ότι το πασίγνωστο αυτό ριζίτικο ξεπέρασε τα όρια των Λευκών Ορέων και, προσαρμοζόμενο σε τόσο διαφορετικές συγκυρίες, έφτασε τελικά να αποκτήσει πανελλήνια εμβέλεια και εντελώς απρόσμενες χρήσεις -οι οποίες ξεκινούν από την αθλητική δημοσιογραφία και τα δελτία για τα καιρικά φαινόμενα, και καταλήγουν στη showbiz και στις αστρολογικές προβλέψεις- δείχνει την ευελιξία του καθημερινού, συχνά ανώνυμου, χρήστη και τη δυνατότητά του να προσαρμόζει στοιχεία της παράδοσης στα εκάστοτε δεδομένα».

- Διερευνάτε ένα «παλιό» θέμα, όπως η λαϊκή μούσα, υπό νέο πρίσμα αλλά και με νέους τρόπους: Βασίζεστε πολύ, όχι μόνο σε έντυπο και αρχειακό υλικό ή έρευνα πεδίου, αλλά και στο Διαδίκτυο. Η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αρκετά ανοιχτή στις νέες τεχνολογίες;

«Πράγματι, αυτό υπήρξε για τη συγκεκριμένη έρευνα κρίσιμο ζητούμενο. Και τούτο γιατί σημαντική μερίδα της φιλολογικής-ακαδημαϊκής κοινότητας αντιμετωπίζει, στην Ελλάδα τουλάχιστον, με επιφύλαξη και σκεπτικισμό το υλικό που είναι διαθέσιμο μέσω του Διαδικτύου και των λεγόμενων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Οι επιφυλάξεις δε αυτές κάθε άλλο παρά αβάσιμες είναι - ιδίως στην περίπτωση που οι διαδικτυακές εγγραφές αντιπαραβληθούν με το πρωτογενές υλικό που αντλείται από τυπωμένες πηγές και δευτερεύουσα συναφή βιβλιογραφία ή τα αποτελέσματα μιας έρευνας πεδίου. Ωστόσο, η χρήση των νέων τεχνολογιών και του Διαδικτύου έχει μπει, πλέον, για τα καλά στην καθημερινότητα όλων μας, καθώς αποτελούν κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας και διάχυσης της πληροφορίας. 

Πέρα από το ότι ένα μεγάλο μέρος του πάλαι ποτέ έντυπου υλικού κυκλοφορεί σε ψηφιακή ή ηλεκτρονική μορφή, ένα Tweet ή μια ανάρτηση στο Facebook από κάποιο δημόσιο πρόσωπο θεωρείται και προβάλλεται ως είδηση πρώτης τάξεως, ενώ πάμπολλοι διαδικτυακοί τόποι πραγματεύονται με πρωτότυπο και ενδιαφέροντα τρόπο ποικίλα φιλολογικά και ιστορικά ζητήματα. 

Μπορεί, βέβαια, τεράστιο μέρος του σχετικού υλικού να στερείται εγκυρότητας και, πολλές φορές, σοβαρότητας. Το θέμα είναι πώς θα το πραγματευτεί ο μελετητής, ώστε να οδηγηθεί σε πρωτότυπα και ασφαλή συμπεράσματα».

- Οι νεωτερικές κοινωνίες είναι έτοιμες να συνδιαλαγούν με το ότι πολλά «δικά τους» τραγούδια ή μύθοι είναι ουσιαστικά ίδια με των γειτόνων τους; Η Ελλάδα είναι μια νεωτερική κοινωνία, από αυτήν ή και από άλλες απόψεις;

«Αν και σηκώνει πολλή συζήτηση, θα έλεγε κανείς ότι, τελικά, αυτό που αποκλήθηκε νεωτερικότητα προϋποθέτει μια διαρκή ανασυγκρότηση της παράδοσης· υπό την έννοια ότι το παρελθόν δεν είναι κάτι που προσφέρεται μνημειακά και τελεσίδικα, αλλά επαναπροσεγγίζεται κάθε φορά δυναμικά, υπό το πρίσμα νέων οπτικών και ερευνητικών δεδομένων. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι αρκετές νεωτερικές (ή και μετα-νεωτερικές) κοινωνίες είναι έτοιμες να δεχθούν ότι κάτι που “παραδοσιακά” θεωρούν πως ανήκει στο “εμείς” που τις συγκροτεί μπορεί να ταυτίζεται με (ή και να προέρχεται από) κάτι που παρήγαγαν κάποιοι “άλλοι”. Ειδικά στις κοινωνίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, επομένως και στην ελληνική, αυτό καθίσταται περισσότερο από εμφανές, σε αρκετές περιπτώσεις. Πάρτε για παράδειγμα το παραδοσιακό τραγούδι “Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό”: Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Adela Peeva, “Whose is this song?” (“Ποίου είναι αυτό το τραγούδι;” - 2003) έδειξε πού μπορεί να οδηγήσουν οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί που υποφώσκουν στα Βαλκάνια, από τη στιγμή που διαφορετικοί λαοί -μεταξύ των οποίων και οι Ελληνες- θεωρούν ότι αυτό αποτελεί μέρος της ταυτότητάς τους, παρά τις διαφορές στη μουσική εκτέλεση και στο περιεχόμενο που μπορεί να αλλάζει από γλώσσα σε γλώσσα».

- Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος της Φιλολογίας, θεωρείτε ότι τα θέματα της Εκθεσης στις πανελλαδικές είναι σε γενικές γραμμές κατάλληλα για τη μετάβαση των νέων στη σύγχρονη τριτοβάθμια εκπαίδευση; Το ίδιο το σύστημα των εξετάσεων είναι λειτουργικό;

«Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι η μετάβαση των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση περνά από τα θέματα για ανάπτυξη στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, πρωτίστως ως προς τον βαθμό που θα πετύχουν κατά την εξέτασή του στις πανελλαδικές εξετάσεις και δευτερευόντως από τη δημιουργική διδασκαλία του στο σχολείο. Η δε “καταλληλότητα” των θεμάτων αυτών, όπως και το ίδιο το σύστημα των εξετάσεων, είναι ζητήματα που μπορούν να ιδωθούν από πολλές πλευρές και όχι μονοσήμαντα. 

Οσο και αν το ισχύον σύστημα δίνει προβάδισμα στην αποστήθιση και όχι στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, είναι μάλλον δύσκολο (έως αδύνατο), με τις υφιστάμενες υποδομές στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, να μην υπάρχει κάποιας μορφής αξιολόγηση των υποψηφίων. 

Η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καλό είναι να επιτυγχάνεται με κάποιο σύστημα αξιοκρατικό ως προς τις αρχές του, ανοιχτό ως προς τις ευκαιρίες που παρέχει και αδιάβλητο ως προς τον τρόπο που υλοποιείται». 

- Τι διακρίνει το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Καλαμάτα από τα αντίστοιχα άλλων ελληνικών πανεπιστημίων; Πώς κρίνετε τη μέχρι σήμερα εξέλιξή του, αλλά και τη διασύνδεσή του με την πόλη;

«Το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα αντίστοιχα άλλων πανεπιστημίων της ημεδαπής, τόσο ως προς το πρόγραμμα σπουδών του όσο και ως προς τους διδάσκοντες που καλούνται να το υλοποιήσουν. Ωστόσο, καινοτόμα μαθήματα που διδάσκονται σε αυτό και συνδέονται με τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην έρευνα και στη διδακτική πράξη, καθώς και με τη διεπιστημονική προσέγγιση, σε συνδυασμό με τις προσεγμένες, άρτια εξοπλισμένες και λειτουργικές κτηριακές υποδομές που διαθέτει, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το καθιστούν ελκυστικό και ανταγωνιστικό προς τα αντίστοιχα Τμήματα της χώρας. Η έως σήμερα εξέλιξή του είναι αρκετά ικανοποιητική και βαίνει βελτιούμενη. Καταβάλλεται μια προσπάθεια διασύνδεσής του με την πόλη, μέσω της οργάνωσης ποικίλων επιστημονικών και πνευματικών εκδηλώσεων, ανοιχτών προς τους Καλαματιανούς - αλλά αυτό πρέπει να ενδυναμωθεί και να καταστεί ακόμη πιο εμφανές».

- Εσείς είστε τελικά αισιόδοξος, όσον αφορά τη σημερινή συγκυρία στη χώρα; Πότε θα κάνει… ξαστεριά;

«Οσο και αν ζούμε σε εποχή “εθνικής κατάθλιψης” και η “Ξαστεριά” έχει, πλέον, γίνει το “τραγούδι του απελπισμένου” -όπως λέει χαρακτηριστικά ένας φίλος-, δεν μπορεί παρά να αισιοδοξούμε, αναλογιζόμενοι πόσους δύσκολους κάβους πέρασε τούτη η χώρα και ο λαός της. Διδάσκοντας νέα παιδιά, διαπιστώνει κανείς ότι ούτε το φιλότιμο έχει χαθεί, ούτε η ελπίδα. Την καταχνιά της τρέχουσας συγκυρίας, την “κατσιφάρα” που λένε και οι Κρητικοί, θα την ακολουθήσει σίγουρα, με την καθοριστική συμβολή της νέας γενιάς, η ξαστεριά».

 

• Ο Γιώργος Ανδρειωμένος γεννήθηκε το 1964. Αριστούχος πτυχιούχος του Τμήματος Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986) και διδάκτορας του αγγλικού Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (1991), είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου από το 2008 και αναπληρωτής πρύτανη Διοίκησης και Προσωπικού του Ιδρύματος από το 2013. Εχει διατελέσει Ερευνητικός Εταίρος του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και Επιστημονικός Συνεργάτης της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, ενώ έχει διδάξει μαθήματα της ειδικότητάς του στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, καθώς και σε άλλα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής (Σχολή Ξεναγών Ρόδου, Σχολή Αξιωματικών ΕΛΑΣ, Bosworth Tutors College στο Northampton, Πανεπιστήμιο του Mainz). Εχει λάβει σειρά υποτροφιών για την ολοκλήρωση των σπουδών του και την ενίσχυση ερευνών του. Επιπλέον, έχει διατελέσει, επί σειρά ετών, μέλος διαφόρων επιτροπών αξιολόγησης - στο Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών και στην Κεντρική Επιτροπή των Πανελληνίων Εξετάσεων του ΥΠΕΠΘ, στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του ΥΠΠΟ κ.ά. Εχει εποπτεύσει 5 ολοκληρωμένες διδακτορικές διατριβές και έχει οριστεί συντονιστής του επιστημονικού προγράμματος «Ηράκλειτος», στο πλαίσιο του οποίου εκπονούνται 8 διδακτορικά στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, καθώς και διευθυντής του Διακρατικού ΠΜΣ για την Ειδική Αγωγή (σύμπραξη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του ιταλικού Πανεπιστημίου του Τορίνου). Πολλές επιστημονικές εργασίες του έχουν κυκλοφορήσει αυτοτελώς ή έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις του σε μεγάλο αριθμό συνεδρίων και έχει δώσει πολυάριθμες διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.