Ο αγαπημένος πρωταγωνιστής Χρήστος Χατζηπαναγιώτης βρήκε λίγο χρόνο ανάμεσα στις παραστάσεις που... οργώνουν την Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι και μίλησε στην «Ε» για την κωμωδία που κάνει τον κόσμο να ξεχνά άγχη και προβλήματα. Το έργο αναμένεται να μας καθηλώσει με τις ατάκες, τις εναλλαγές και με τις ερμηνείες των ηθοποιών, ενώ ο Χ. Χατζηπαναγιώτης λέει πως θεωρεί τον εαυτό του κωμικό... διαφορετικής προσέγγισης. Δεν παραλείπει να μιλήσει και για τα θέματα που ταλανίζουν το κοινωνικό σύνολο την εποχή μας, όπως είναι οι οικονομικές δυσκολίες, το προσφυγικό. Ομως κλείνει αισιόδοξα, αναφερόμενος... στον δικό του “επί γης παράδεισο”, στην τουριστική μονάδα που διατηρεί στη Μεσσηνιακή Μάνη, μαζί με τη Βίκυ Σταυροπούλου.
Συνέντευξη στη Γιούλα Σαρδέλη
- Πόσο μεγάλο είναι στις πλάτες ενός ήδη επιτυχημένου ηθοποιού, το «βάρος» μια μεγάλης θεατρικής επιτυχίας, όπως το «Για όνομα»;
«Μια επιτυχία δεν είναι ποτέ βάρος. Κι όταν αυτό συμβαίνει σε τόσο δύσκολους καιρούς, μέσα σε τέτοια κρίση είναι μεγάλη ανακούφιση. Ανακούφιση γιατί αυτό που επέλεξες, αγάπησες και σε συγκίνησε, μίλησε με τον ίδιο τρόπο και στο κοινό. Κι από την άλλη ότι για μια ακόμα σεζόν θα μπορέσεις να ζήσεις αξιοπρεπώς από τη δουλειά που αγαπάς. Γιατί όπως πολύ καλά ξέρετε, εμείς ζούμε κυριολεκτικά και μεταφορικά από την αγάπη του κοινού. Κι όταν λέω “εμείς”, εννοώ όλοι εμείς που δεν έχουμε πάρει ΠΟΤΕ ούτε μια δραχμή, ούτε μισό ευρώ από το κράτος. Αντιθέτως, μόνο δίνουμε. Κι αν το κοινό δεν επιλέξει να μας δει τότε τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Δόξα τω Θεώ το “Για όνομα” πήγε 2 χρόνια εξαιρετικά, το κοινό ενθουσιάστηκε με το έργο, την παράσταση και παίξαμε 2 χρόνια σ’ ένα μεγάλο θέατρο με πληρότητα κοντά στο 90%. Πάνω από 120.000 θεατές είδαν την παράσταση. Το βάρος ίσως έρχεται μετά… για το τι πρέπει να κάνεις μετά από μια τόσο μεγάλη επιτυχία».
- Η κωμωδία αυτή είναι γαλλική, μοιάζει όμως να έχει βγει από τους κόλπους της κλασικής ελληνικής οικογένειας! Μοιάζουμε τόσο πολύ τελικά οι λαοί μεταξύ μας, ακόμα και στα παράλογά μας;
«Ναι νομίζω ότι μοιάζουμε πολύ. Αλλωστε με την εξέλιξη της τεχνολογίας, με την παγκοσμιοποίηση, βλέπεις ότι τα θέματα, τα προβλήματα, οι απόψεις, οι αντιθέσεις είναι κοινά. Αριστερός - δεξιός, προοδευτικός - συντηρητικός, φασίστας - δημοκράτης, όλα γυρνάνε και αλλάζουν μ’ έναν πολύ περίεργο τρόπο… Πάνε πια οι εποχές που αυτά ήταν ξεκάθαρα, τώρα όλα είναι ένα τουρλουμπούκι. Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Σου λέει ο άλλος είμαι αριστερός και τα χάνεις, γιατί μπροστά σου έχεις το “κατ’ εικόναν” του Αδόλφου. Το έργο μιλάει για θέματα που όπως τρέλαναν το γαλλικό κοινό, έτσι αποθεώθηκαν κι από τους Ελληνες. Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας το χρωστάμε στην εξαιρετική μετάφραση του Θοδωρή Πετρόπουλου. Και βέβαια στη σκηνοθεσία του Μαρκουλάκη και στην υπέροχη διανομή».
- Ο κόσμος σάς έχει αγκαλιάσει ως έναν κατεξοχήν κωμικό ηθοποιό, παρότι ο ρόλος που σας απογείωσε, ο «Αχιλλέας» (Εγκλήματα), ήταν μια μελαγχολική φιγούρα. Θεωρείτε πως το αστείο με το τραγικό σε κάποια σημεία μπορούν να ταυτίζονται, να μπερδεύονται;
«Το κωμικό και το τραγικό είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το αστείο για μένα δεν έχει καμία αξία, εξατμίζεται την επόμενη στιγμή που το ακούς, αν δεν φωτίσεις και την σκοτεινιά του. Οι ηθοποιοί που θαυμάζω είναι αυτοί που καταφέρνουν να μιλούν για τη ζωή, και η ζωή είναι αυτό. Την μια μαύρη και τραγική και την άλλη αστεία μέχρι θανάτου. Χαχαχα! Μ’ αρέσει πολύ που ο κόσμος με εκτιμάει σαν κωμικό, αλλά νομίζω ότι με εκτιμάει γι’ αυτή μου την προσέγγιση. Κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά».
- Πώς θα κρίνατε την ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση, αυτό το καλοκαίρι; Ο κόσμος, παρά τα οικονομικά προβλήματα, ήρθε στο θέατρο, στήριξε την προσπάθειά σας;
«Ηταν ένα πραγματικά δύσκολο καλοκαίρι για όλους τους Ελληνες. Ο κόσμος στενάζει από όλη αυτή την φοροεπιδρομή. Από όλη αυτή την απερίγραπτη κατάσταση που ζούμε. Παρ’ όλα αυτά, όσοι έχουν ακόμα την δυνατότητα, πάνε στο θέατρο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το κοινό σε απόλυτα νούμερα έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια κι είναι λογικό. Ενας άνθρωπος θα κοιτάξει πρώτα να φάει, να ντυθεί και μετά να πάει θέατρο. Αν και το θέατρο είναι ο πρώτος κλάδος που προσαρμόστηκε αμέσως στην κρίση, θέλοντας και μη, τα πράγματα δεν είναι και τόσο καλά όσο κάποιοι τα παρουσιάζουν. Το θέατρο, όπως και οι περισσότεροι κλάδοι, στενάζει κάτω από αυτή την κατάσταση και όλοι ψάχνουμε τρόπους να αντεπεξέλθουμε. Αυτοί που θα πάνε τελικά θέατρο θα πάνε στοχευμένα, θα πρέπει να έχουν ακούσει καλά από άλλους θεατές κ.λπ. Θα αποφύγουν να ρισκάρουν».
- Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό που κάθε χρόνο προχωρά με νέες δουλειές, να βλέπει σε επανάληψη τους παλιούς του ρόλους, τους παλιούς του συναδέλφους; Αισθάνεστε άβολα π.χ. όταν προβάλλεται μία δουλειά περισσότερο από τις άλλες, ή λύπη, όταν βλέπετε τον αείμνηστο... συγκρατούμενό σας στο κελί, Χρήστο Ευθυμίου;
«Είναι πραγματικά μια πολύ δύσκολη δουλειά αλλά και ευλογημένη ταυτόχρονα. Κάνω θέατρο γιατί “αυτό” θέλω να κάνω, αυτό μου αρέσει. Αν ρίξεις μια ματιά γύρω σου, θα δεις ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων ασχολούνται με δουλειές που δεν αγαπούν, δεν τους λένε τίποτα. Μεγάλη δυστυχία. Τώρα για όλα αυτά που με ρωτάς είναι πάρα πολλά και ανάμεικτα τα συναισθήματα. Σπάνια στέκομαι σε παλιές δουλειές. Κάνω ζάπινγκ και σπάνια θα μείνω να δω κάτι που έχω κάνει παλιά. Κι αν το κάνω, το κάνω για λίγο. Ή το κάνω όταν τύχει να παίζω με ανθρώπους, φίλους που έχουν φύγει, όπως ο Χρήστος… Συνειδητοποιώ το μάταιο, και… προχωρώ! Προχωρώ, προσπαθώντας να ζω την κάθε στιγμή της ζωής μου όπως εγώ θέλω, να μη στέκομαι σε ασήμαντα και ανοησίες».
- Και μιας και αναφερθήκαμε σε παραπάνω ερώτηση στις διαφορετικότητες και στις ομοιότητες των λαών, ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη μέρα για τη Μυτιλήνη, τον τόπο καταγωγής σας, που έζησε με τον πιο άμεσο τρόπο το μεταναστευτικό ζήτημα; Τι θα αφήσει όλο αυτό;
«Δεν ξέρω τι θα αφήσει όλο αυτό, αυτό που ξέρω είναι ότι η Μυτιλήνη περνάει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Και παρ’ όλες τις απερίγραπτες δυσκολίες, οι πατριώτες μου στέκονται όρθιοι και αλληλέγγυοι στο δράμα των προσφύγων. Η μεγάλη πλειοψηφία τουλάχιστον. Δοκιμάζονται, αλλά καλλιεργούν και την ανθρωπιά τους. Είναι σπουδαία στάση. Ζηλευτή».
- Η... δεύτερή σας πατρίδα, η Μεσσηνιακή Μάνη έχει ομοιότητες με τη μαγευτική Αγιάσο; Την “μελετάτε” όσο βρίσκεστε εδώ;
«Χαχα... Πραγματικά ίσως ο λόγος που ερωτεύτηκα τη Μεσσηνία και τη Μεσσηνιακή Μάνη από την δεκαετία του ’80 ακόμα, είναι ότι μοιάζει πολύ με τη Μυτιλήνη. Την Αγιάσο, το Πλωμάρι, το Μεγαλοχώρι. Αισθάνομαι ευλογημένος που έχω την δυνατότητα να έχω αυτή τη σχέση μ’ αυτό τον τόπο. Δυστυχώς δεν έχω την ευκαιρία να πηγαίνω συχνά στη Μυτιλήνη, αν και θα το ήθελα πολύ. Είναι όλη μου η ζωή εκεί. Η μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Ομως από την άλλη, αισθάνομαι ευλογημένος που βρήκα ένα μέρος που μου αρέσει τόσο πολύ και που μπορώ να έχω αυτή τη σχέση… Που μπορώ μετά την παράσταση στη Αθήνα να μπω στο αυτοκίνητο και σε 2 ώρες να είμαι εδώ. Μεγάλος έρωτας... Ο μοναδικός ήλιος της Μάνης, η ενασχόλησή μου με τη γη που με γεμίζει χαρά, οι βόλτες στη θάλασσα, στα βουνά, στα ποτάμια της Μεσσηνίας είναι σπουδαία δώρα για μένα. Και προσπαθώ να τα απολαμβάνω όσο πιο συχνά γίνεται».
- Είστε ικανοποιημένος με την πορεία της τουριστικής σας μονάδας εδώ στη Μεσσηνία; Εχετε βάλει και κάποιους νέους στόχους σχετικά με αυτό το κομμάτι ίσως;
«Είναι μια μικρή αγροτοτουριστική μονάδα (Eyphoria) που φτιάξαμε με πολύ αγάπη και γούστο νομίζω. Με τον Χριστόδουλο Μακρή, τη Μαίρη Τσαγγάρη (και οι δύο Καλαματιανοί αρχιτέκτονες) φτιάξαμε 5 μικρά σπίτια εξαιρετικής αισθητικής. Το κτήμα είναι σε μια μαγική θέση, μ’ έναν ορίζοντα 300 μοίρες ξεκινάς από τη Μεσόγειο και φτάνεις μέχρι την κορυφή του Ταϋγέτου. Νομίζω ότι είναι κι από τα ελάχιστα σημεία της Μεσσηνίας που βλέπεις καθαρά την “πυραμίδα” της κορυφής του Πρ. Ηλία. Μέσα στο κτήμα μπορείς να βρεις όλα τα φρούτα, χειμώνα - καλοκαίρι, λαχανικά από τα μποστάνια μας με σπόρους μη μεταλλαγμένους από τον ΠΕΛΙΤΙ, κι όλα αυτά είναι στη διάθεση του επισκέπτη. Είναι ιδανικό μέρος για παρέες ή οικογένειες που κάνουν μαζί διακοπές. Είναι μαγικό και το χειμώνα. Είναι η αποθέωση της ιδιωτικότητας. Ενα μέρος που μιλάς με το Θεό. Είμαστε ικανοποιημένοι γιατί όλοι όσοι το έχουν επισκεφθεί, μαγεύονται και θέλουν να επιστρέψουν. Ο στόχος μας αυτός είναι προς το παρόν! Να κάνουμε την παραμονή των επισκεπτών αξέχαστη. Και βέβαια να καταφέρουμε να ξεχρεώσουμε γιατί εδώ πήγαν όλες μας οι οικονομίες, τόσων χρόνων δουλειάς. Σκέψου ότι δεν έχουμε δικό μας σπίτι στην Αθήνα. Ολα πάνε καλά πάντως. Φέτος όλοι όσοι ήρθαν, Γάλλοι και Γερμανοί περισσότερο απόλαυσαν πραγματικά τον τόπο και σχεδόν έκλεισαν από τώρα ραντεβού για του χρόνου».