Κυριακή, 22 Οκτωβρίου 2017 09:18

Βασίλης Αθανασόπουλος: Ενας περιπλανώμενος μουσικός που προσπαθεί να συγκινήσει και να συγκινηθεί 

Βασίλης Αθανασόπουλος: Ενας περιπλανώμενος μουσικός που προσπαθεί να συγκινήσει και να συγκινηθεί 

 

Ο Βασίλης Αθανασόπουλος είναι μια γνώριμη και χαρακτηριστική φυσιογνωμία της Καλαμάτας. Εδώ και 10 χρόνια που επέστρεψε, τραγουδά με την κιθάρα του σε διάφορα μαγαζιά, ενώ τα καλοκαίρια εμφανίζεται επίσης στη Μάνη.

Αρνείται την περιοριστική ταμπέλα του «ρεμπέτη» και φέρνει γενικά μια ανώτερη αισθητική με τα τραγούδια του, τα οποία δεν ανήκουν πάντα στα γνωστά χιλιοτραγουδισμένα: πραγματικά διαμάντια, που όμως έχουν πιο περιορισμένο κοινό και δεν ακούγονται συχνά στα κέντρα όπου ο κόσμος τρώει και πίνει… 

Με αυτή την αφορμή θέλησα να του μιλήσω. Τον ρώτησα πολλά - κάποια άλλα ήθελε μόνος του να τα πει. Συζητήσαμε για το παρελθόν και το παρόν, το δικό του και των ήχων. Φιλοσοφήσαμε για το αν όλος αυτός ο «αφρός» της ελληνικής μουσικής και ποίησης θα μπορούσε να έχει διαπλάσει μια διαφορετική κοινωνία. Για το πώς συμμετέχει -ή δεν συμμετέχει- ο κόσμος σε κάθε μουσική συνεύρεση. Και για τις εκδοχές της Καλαμάτας που αγαπάει, που απεχθάνεται, που ονειρεύεται. 

 

Σταυροδρόμι ήχων κι εποχών

Βρισκόμαστε σ’ αυτό το σταυροδρόμι των πολιτισμών, με μιαν αρχέγονη Ελλάδα που δεν τη γνωρίζουμε ούτε ως ήχο ούτε ως ύφος των πραγμάτων ή αισθητικής, παρά μόνο από τα γλυπτά, τα οικοδομήματα και τα αρχαία κείμενα. Ηχους έχουμε ακούσει μόνο από το Χριστόφορο Χάλαρη που έχει κάνει μια καλή δουλειά με κατασκευές οργάνων αρχαιοπρεπών (λύρες, φόρμιγγες κ.λπ) και απέδωσε μια παρτιτούρα που δεν έχω στο νου μου σε τι ακριβώς αντιστοιχεί, πώς γράφεται και πώς αποδίδεται. Εχω ακούσει όμως το αποτέλεσμα, που ήταν εκπληκτικό! Ηταν, ουσιαστικά, μια πολύ ωραία σονάτα. Μια τέτοια δομή έχω προσέξει μάλιστα και σ’ ένα κομμάτι ορχηστρικό που παίζει στο «Τοπ Καπί» με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι , που λέγεται «Το Άστρο της Ανατολής» - και το οποίο στη συνέχεια το ακούσαμε ως τραγούδι με τη Φλέρυ Νταντωνάκη σε στίχους Ακου Δασκαλόπουλου, που λέγεται «Το μαγικό χαλί (Στο μεταξωτό μου το μαντίλι…»). Ηταν κι αυτό λοιπόν μια μικτή σονάτα, μια όμορφη  σονατίνα. Αλλωστε μην ξεχνάμε, πως η δυτική μουσική τέχνη έχει στηριχτεί πολύ στην αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά και «υποψία» μουσικής. Πιθανόν να κατέχουν και περισσότερα στοιχεία αυτοί.

Φεύγουμε από αυτό. Η Ελλάδα έχει δεχτεί και επιρροές από βόρεια, με τις καθόδους φυλών όπως για παράδειγμα οι Σλάβοι, ενώ ταυτόχρονα θεωρώ ότι το μέγιστο,  η αρχή της μουσικής μας είναι το ηπειρώτικο πεντατονικό – το οποίο, με την προσαύξηση ενός ημιτονίου, δίνει τις κλίμακες των ματζόρε. Και εκεί, απογειώνονται όλα… Αυτά είναι σε σχέση με τη Δυτική Βαλκανική και τη Δύση.  Γιατί φυσικά με τη Σερβία ή τη Ρουμανία υπήρξαν πολλές αλληλεπιδράσεις, είχαμε τόσους δικούς μας που κατοίκησαν έκαναν εμπόριο, διέπρεψαν  σ’ αυτές τις περιοχές.

Ανατολικά οι επιρροές μας προέρχονται από Θράκη, Σκύθες και άλλους λαούς - για μένα σπουδαίοι είναι οι Αρμένιοι. Ακόμη, πέρσικα ακούσματα, νεοτούρκικα που ήρθαν στη συνέχεια, αράβικα, ποτίσανε τη μουσική μας. Πρέπει όμως να σου πω ότι, κάποτε, σε μια πτήση με την οποία πήγαινα να παίξω στη Ζάμπια για τους Ελληνες εκεί, ένα Πάσχα, καθώς πετούσαμε πάνω από τις αραβικές χώρες είχα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου και άκουγα τα τραγούδια τους. Αν με ρωτούσες, ήταν σαν να άκουσα ένα μόνο τραγούδι. Ηταν τόσο ίδια, και τόσο αδιέξοδα αισθητικά… Κουβαλάνε ένα κλίμα ερήμου. Θεωρώ ότι τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για Αραβες έχουν γραφτεί από Ελληνες. Τσιτσάνη, Σουγιούλ και άλλους τέτοιους, σπουδαίους. Γι’ αυτό, ίσως, μας αγαπάνε τόσο και όταν καλλιτέχνες δικοί μας τραγουδάνε στα μέρη τους αποθεώνονται.

 

Το σώμα και το ρούχο

Με τις νότες ξεκίνησα νωρίς. Δεν αξιοποίησα τις δυνατότητες για σπουδές στην Ιστορία – Αρχαιολογία. Είχα χάσει το χορηγό μου, τον πατέρα μου, κι έτσι δεν μπορούσα να συνεχίσω προς τα εκεί. Αποφάσισα να ασχοληθώ με την τέχνη αυτή της μουσικής, με το τραγούδι κυρίως.Το διαχωρίζω από τη μουσική το τραγούδι, γιατί  το τραγούδι είναι και σώμα και ένδυμα. Αν θα το βάλω σαν άνδρας απέναντί μου, να το απεικονίσω, του δίνω μια γυναικεία μορφή, ένα γυναικείο σώμα που αμυδρά διαγράφεται κάτω από ένα πανέμορφο ένδυμα, που είναι η μουσική. Αν κρατήσω το σώμα, είναι ποίηση. Ο στίχος. Αν βάλω και μουσική, είναι μια ωραία γυναίκα. Για μένα βέβαια αυτός είναι ένας ορισμός χωρίς τεχνικούς όρους – απλά μια ποιητική προσέγγιση.

 

Τα κλεφτά ακόρντα των «Εσπερίδων»

Αποφασίζω λοιπόν  νωρίς να κάνω αυτή τη δουλειά, και μου δίνει την ευκαιρία ένας σπουδαίος άνθρωπος που είχε την μπουάτ «Εσπερίδες» στην Πλάκα από το 1964 ως το 2004 και την αποκαλούσε «οίκο αντοχής»: ο Γιάννης Αργύρης. Ημουν ακόμα μαθητής, και τα Σάββατα ήμουν απογευματινός. Αφηνα την τσάντα στο σπίτι, είχα κρυμμένη την κιθάρα σ’ ένα φίλο, την έπαιρνα και πήγαινα στην Πλάκα. Μου είχε δώσει το δικαίωμα ο Αργύρης να παίζω - και μάλιστα να τραγουδάω και τρία δικά μου τραγούδια. Με μια κουτσή κιθάρα, με τρία ακόρντα όλα κι όλα. Μα είχα τη συναίσθηση και τη συγκίνηση αυτού του χώρου κι όλης της εμπειρίας.

 

Μάθε, παιδί μου, γράμματα

Το κυριότερο έναυσμα για ν’ αγαπήσω τη μουσική το πήρα, παραδόξως, στο σχολείο. Φοιτούσα αρχές το ’60 στο 3ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων - το οποίο, ξέρεις, έχει βγάλει τόσο πολλούς μουσικούς που ούτε τα μουσικά σχολεία δεν βγάζουν. Για παράδειγμα οι «Πελόμα μποκιού» ήταν φίλοι, συμμαθητές σε διάφορες τάξεις: ο Νίκος Δαπέρης, ο Γιάννης Κιουρτσόγλου, ο Στεφανάκης, ντραμίστας τους… 

Γιατί; Είχαμε μια καταπληκτική καθηγήτρια, τη Μεγγρέλη, σπάνια για την εποχή εκείνη, η οποία δίδασκε θεωρία της μουσικής, τραγούδι πάνω στην παρτιτούρα, και ταυτόχρονα μας έκανε χορωδία δίφωνη. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι – μια φορά τόλμησαν οι καθηγητές να κάνουν διαμαρτυρία, πήγαμε για συμπαράσταση, και θυμάμαι ότι έτρωγα ξύλο από την πλατεία Κάνιγγος μέχρι ψηλά στην Ιπποκράτους... 

Όμως αυτή η κυρία μας ειδοποιούσε με το μικρόφωνο να μαζευτούμε μια συγκεκριμένη ώρα στην αίθουσα που κάναμε τις πρόβες. Εμείς πηγαίναμε νωρίτερα κι αρχίζαμε να τραγουδάμε μόνοι μας, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και τα λοιπά, τα διφωνίζαμε, κάναμε διάφορα, και η δασκάλα μας καθόταν απέξω και μας άκουγε έτσι τη μισή ώρα του μαθήματος... Επειτα έμπαινε μέσα και μας ενθάρρυνε. Μας έλεγε «μπράβο παιδιά, πολύ ωραία, πανέμορφα! Πάμε τώρα να κάνουμε κι εκείνα τα δύο τα ρημάδια τραγούδια που πρέπει να τραγουδήσουμε».

Με βοήθησε αυτή η συνεύρεση με όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγαπούσαν τη μουσική. Ανάμεσά τους θυμάμαι ήταν κι ο Αγάπανθος, ο Θοδωρής, που είχε φτιάξει το συγκρότημα «Αγάπανθος». 

Εγώ είχα ένα συγκρότημα που το έλεγα «Οι Θορυβοποιοί», γινόταν χαμός! Κάποιες Κυριακές τα πρωινά, μια-δυο φορές το μήνα, παίζαμε στο «Αθήναιο», ήταν εκεί ο Νίκος Μαστοράκης με το περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί». 

 

Σε γάμους και βαφτίσια αρβανίτικα

Επαιζα όμως τότε και σε γάμους ή βαφτίσεις, κυρίως Αρβανιτών του Χαλανδρίου και της γύρω περιοχής. Στους Αρβανίτες και την κουλτούρα τους έχω ιδιαίτερη εκτίμηση – ίσως γιατί ο παππούς μου, της μάνας μου ο πατέρας, ήταν από τους Αγίους Σαράντα. Κατέβηκε 16 χρονών και φύλαγε πρόβατα. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου… και ιδού το τελικό αποτέλεσμα.

Μαζί σ’ όλα αυτά ήμουν με  έναν σπουδαίο τραγουδιστή από την Κωνσταντινούπολη, που έμενε στο Χαλάνδρι. Το Δημήτρη τον Ατραΐδη. Επαιζε κιθάρα, αλλά λαϊκή κιθάρα – ουσιαστικά σολάριζε στην κιθάρα του, σαν να έπαιζε ούτι ή λαγούτο. Εγώ είχα πάντα ωδικά πτηνά σε κλουβάκι: καναρίνι, καρδερίνα, φλώρο… κι είχα ανακαλύψει εκεί στη γειτονιά μου ένα μαγαζί που πούλαγε τροφές για τα πουλιά. Ηταν του Δημήτρη. Τον είδα εκεί μια μέρα να παίζει κιθάρα και τον κοιτούσα. Μου λέει, «μικρέ, παίζεις κι εσύ;». Του λέω ναι. Μου λέει «άντε φέρ’ την κιθάρα σου». Και ξεκινήσαμε να παίζουμε.  Μ’ έπαιρνε λοιπόν σ’ αυτά τα γλέντια και τα πανηγύρια, και τραγούδαγα το πιο σύγχρονο ρεπερτόριο. Μπιθικότση, Καζαντζίδη… 

Είχα λοιπόν στ’ αυτιά μου όλες αυτές τις διαδρομές τις μουσικές. Με τη Μαρίζα Κωχ πήγαμε έπειτα να ξεκινήσουμε μια συνεργασία, αλλά επενέβη η Αστυνομία και την ειδοποίησε ότι πρέπει να φύγω από το σχήμα. Είχα απολυθεί από φαντάρος. Δεν είχα κάνει κακό, δεν είχα σκοτώσει κάναν άνθρωπο, δεν ήμουν καν δηλωμένος κομμουνιστής. Αλλά ήμουν «ύποπτος» για κάποιο λόγο… δεν ξέρω.

 

«Συμφωνικές» βραδιές μες στο «Κελλάρι»

Τέλος πάντων, κάπου εκεί άρχισαν να μπαίνουν τα πράγματα τα μουσικά στη θέση τους, να τα βάζω σε τάξη. Θεωρώ ακόμα, όπως είπα, κλειδί της μουσικής το ηπειρώτικο. Ιδιαίτερα τα πολυφωνικά τους εκείνα τα πανέμορφα… συν τον κλώστη, που κάνει κόντρα κάντα, αλλά εκπληκτικά! Μου αρέσει γενικά η πολυφωνία.

Είχα φτιάξει αργότερα ένα μαγαζί, το «Κελλάρι», μια ταβέρνα με μουσική στην Αγία Παρασκευή. Εκλεισε το ’84. Εκεί ερχόντουσαν όλοι οι μουζικανταραίοι, Σπανός και άλλοι, και μου έλεγαν: «Βρε άθλιε, πώς καταφέρνεις κι από το πρώτο τραγούδι μέχρι το τελευταίο να είναι μια συμφωνική βραδιά;». Εναρμονισμένη μάλιστα και με το στίχο και με το θέμα…

Εχω συνεργαστεί με πολλούς εξ αυτών… σε συναυλίες με το Σπανό, με το Γιώργο Μητσάκη από τους παλιότερους, σε μαγαζιά, με το Θωμά τον Μπακαλάκο. Με τον Ηλία Ανδριόπουλο, που πρωτοπαρουσίασα τα τραγούδια του… 

Είχα κάνει και μπουάτ το ’76-’77 στην Πλάκα κάτω από τη στέγη ενός πολιτιστικού του ΠΑΣΟΚ – γιατί τότε όλοι περιμέναμε ότι κάτι μπορούσε να γίνει καλύτερο. Οι βραδιές αυτές είχαν τίτλο «Απόψε τραγουδάμε για ξαστεριά», αναδρομή με κείμενα και τραγούδια.

Όταν είχα το μαγαζί, έκανα κλεφτά βραδιές στο Στούντιο 5 στην ΕΡΑ, παίζοντας ζωντανά τα τραγούδια. 

 

Ο Λόρκα στο φαγάδικο

Η ΕΡΑ επίσης είχε μαγνητοσκοπήσει τέσσερις φορές το πρόγραμμα του μαγαζιού, στο πλαίσιο της εκπομπής για τους απόδημους – ως δείγμα, δηλαδή, του πώς γλεντούσαν οι Ελληνες στην Ελλάδα. Φαντάσου πάντως ότι ξεκίναγε η βραδιά στην ταβέρνα, στο φαγάδικο, με πρώτο τραγούδι το «Τώρα νυφούλα μου χρυσή, που βγαίνεις απ’ το σπίτι σου». Λόρκα... 

Ένα Σάββατο είχα βάλει μια νέα τραγουδίστρια, φοιτήτρια, που ανέβαινε στο πάλκο και σφιγγόταν η ψυχούλα της, να το πει μόνη. Και μόλις τελείωσε, με το τελευταίο «ντιν» της κιθάρας και του πιάνου, ο κόσμος ήδη χειροκροτούσε όρθιος! Όταν συναντηθήκαμε πολλά χρόνια μετά με αυτή την κοπέλα, στην Καλαμάτα, μετά από κλάματα, αγκαλιές, φιλιά…  μου λέει «δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την πρώτη βραδιά κι εκείνο το πρώτο τραγούδι». Είναι η Λίνα Κατσίλα, η μικρή αδελφή της Ντίνας Κατσίλα που τραγουδάει επίσης εδώ στην Καλαμάτα και είναι φίλη μου.

 

Κι αν (δεν) είμαι ροκ…

Συγκινούμαι τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά. Από παιδάκι όμως, αυτό επιλέγω. Αν δεν είχα ασχοληθεί με το τραγούδι, θα είχα ασχοληθεί με το θέατρο.  Προσπαθώ να συγκινήσω και να συγκινηθώ. 

Φλερτάρω πάντα μ’ αυτό κατά τη διάρκεια της νύχτας, ακόμα και στα ρεμπετάδικα όπου ήμουν υποχρεωμένος να παίζω κι όλα τα καταραμένα, μονόφωνα,  σκοτεινά, για τεκέδες, θάνατο, μαυρίλα. Τα οποία σίγουρα εκπροσωπούν μια εποχή. Οπωσδήποτε. Αλλά δεν μπορεί αυτό να αποτελεί κυρίαρχο πυλώνα του τραγουδιού στην Ελλάδα σήμερα! 

 Όπως δεν μπορεί να αποτελεί κυρίαρχο πυλώνα το ροκ και η συνεχής αναφορά γύρω απ’ αυτό. Ακούς κάθε τόσο «αυτός τραγουδάει κι είναι ροκ». Μα δεν είναι ροκ! Το ροκ είναι παρεξηγημένη κατάσταση. Δεν μπορεί μια κοινωνία να παραγάγει ροκ, αν δε ζει σε συνθήκες που παράγουν ροκ. Δηλαδή, το σκοτεινό Λονδίνο θα βγάλει ροκ. Το Ιλινόις θα βγάλει γιατί υπάρχει καταπίεση. Η Ελλάδα έβαλε έναν «Ντύλαν», το Σαββόπουλο. Και ο Ντύλαν πόσο ψηλά πήγε τον πήχη! Πόσο έφυγε από το ροκ, σε άλλους δρόμους αφήγησης.

Το θέμα είναι να βηματίζουμε. Και να βηματίζουμε με ειλικρίνεια. Με όλες μας τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Να συγκινήσουμε. Τα βράδια που τραγουδώ, σε όποιο σημείο, αναζητώ τη διασταύρωση του βλέμματός μου με ένα βλέμμα. Μόνο ένα. Και του αφιερώνω όλο μου το πρόγραμμα. Του κάνω ερωτική εξομολόγηση τρόπον  τινά, του εξομολογούμαι τη ζωή μου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ολοι οι άλλοι είναι διαχειριστικοί τρόποι. Βγήκε για παράδειγμα ένα τραγούδι χθες, κι εγώ σήμερα είμαι υποχρεωμένος να το περάσω στο πρόγραμμα; Για ποιο λόγο; Καταρχάς δεν το έχω χωνέψει! Να το ακούσω πρώτα, να το μάθω, να το νιώσω  – πώς θα γίνει δικό μου;

 

Η… γιαγιά από τη Σμύρνη

Άλλη μια ντροπή των «τίτλων» κι όλων αυτών που παριστάνουν τους λόγιους και τους απολογητές της τέχνης -λες και χρειάζεται η τέχνη απολογητές και κριτές- είναι το λεγόμενο «έντεχνο». Δηλαδή τα άλλα είναι άτεχνα. Πας καλά, άνθρωπέ μου; Και ποιο θεωρείται έντεχνο στους καιρούς μας,. Αυτό είναι το μεγάλο δυστύχημα. Εχει επικρατήσει το ανατολικότροπο στο τραγούδι, ζούμε περίοδο στην Ελλάδα που κλαίμε πάλι τη Σμύρνη. Ε, φτάνει πια! Εχω γνωρίσει κι εγώ δεν ξέρω πόσες τραγουδίστριες που έλεγαν «η γιαγιά μου είναι από τη Σμύρνη, και η δικιά σου;». Ολες οι τραγουδίστριες που τραγουδάνε στα ρεμπετάδικα έχουν γιαγιά Σμυρνιά! Φοβερό πράγμα, ε;

Είναι τραγικό όλο αυτό, δεν μπορεί να συνεχίζεται, με ενοχλεί. Γι’ αυτό και με το δικό μου πρόγραμμα, με τις δικές μου επιλογές κάνω αντεπίθεση. Υπερασπίζομαι δηλαδή την άποψή μου, όχι σαν ένοπλος μαχητής – τα δικά μου τα «όπλα» είναι η μουσική μου, οι στίχοι μου και η καρδιά μου. Και το ύφος με το οποίο τραγουδώ.

Υπό αυτήν την έννοια έιμαι «πάνοπλος» για να αντιμετωπίζω τους άλλους. Οσους μιμούνται ακόμα και το τελευταίο «ντιν» του μπουζουκιού που έπαιξε ο Μάρκος. Μα γιατί παιδί μου; Τι προσφέρεις έτσι; Αναπαράγεις τον ήχο του Μάρκου, το παίξιμό του, στρίβεις το λαρύγγι σου να ακουστείς σαν κι αυτόν… δηλαδή πού το πας; Δεν το βλέπεις ότι είναι άρρωστο; Τέλειωνε πια. Τραγούδα με τη δική σου φωνή, πες το με τον δικό σου εκρηκτικό τρόπο – γιατί διακρίνω έκρηξη μέσα σου την οποία την κρύβεις, γιατί τη θάβεις; Πες το δικό σου προσωπικό βίωμα μέσα από το τραγούδι! Δεν έχεις μνήμες εσύ, μόνο να παπαγαλίζεις έμαθες, όπως στο σχολείο;

 

«Προσοχή. Καίει»

Το κυρίαρχο σώμα στα τραγούδια που λέω είναι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Με την ένδειξη «Προσοχή. Καίει». Μην πας με ελαφριά καρδιά να πεις το «Δίχτυ». Το «Δίχτυ» είναι μια φωτιά. Αν δε σε καίει, άσ’το. Πες κάτι δροσιστικό. 

 

Καλαμάτα - Αθήνα - Καλαμάτα

Εγώ είμαι γεννημένος στην Καλαμάτα: Μέχρι τις αρχές της ΣΤ’ Δημοτικού, πήγαινα στο 6ο Δημοτικό της Ράχης. Μετά πήρε μετάθεση ο πατέρας μου και πήγαμε Αθήνα, στους Αμπελόκηπους. Είχα την τύχη να βρεθώ στις ανατολικές παρυφές της πρωτεύουσας, όπου γίνονταν πράγματα. 

Στην Καλαμάτα επέστρεψα το 2007. Είχα έρθει για ένα μεροκάματο αρχικά, στον «Πλάτανο». Πείνασα, κοιμήθηκα σε παγκάκια… τι να σου λέω. Είχα ένα σπίτι στο χωριό του πατέρα μου, τη Στέρνα, αλλά δεν ήταν κατοικήσιμο.

Κατέβηκα με τις «δάφνες» του ρεμπέτη. Ετσι με θεωρούσαν. Βρήκα έναν μπουζουξή, παίζαμε. Κάποια στιγμή του λέω: «Κοίτα φιλαράκι, εμένα δεν με ενδιαφέρει τόσο το κλάμα, με ενδιαφέρει το ματζόρε, το έξω καρδιά. Να τραγουδήσουμε. Όχι να κλάψουμε τη μοίρα μας». Και τα καταφέραμε.

Πέρασα από διάφορα μαγαζιά. Ευγνωμονώ και τον «Πλάτανο», που με δέχτηκε γι’ αυτό το ένα μεροκάματο. Ευγνωμονώ επίσης την παλιά ταβέρνα του Κουτίβα, που τη διαχειριζόταν ο Πέτρος ο οποίος έχει και το αναψυκτήριο στο Πάρκο Σιδηροδρόμων. Τον ευγνωμονώ γιατί με άφησε ελεύθερο να εκφραστώ, καθ’ υπόδειξιν και του κυρ- Γιάννη του Αρώνη που του είπε «τον Αθάνα άσ’ τον να κάνει ό,τι θέλει πάνω στη σκηνή». 

 

Αγαπημένοι συνεργάτες, αγαπημένοι ακροατές

Επόμενο «ευχαριστώ», στον αγαπημένο μου φίλο το Βασίλη Δουράλα που είχε το «Κιούπι» στη Μαντίνεια και ο οποίος επίσης το άφησε όλο πάνω μου… Κι εκεί είχα καλές συνεργασίες – για παράδειγμα με το Βασίλη Τζαμουράνη στο μπουζουκάκι, που γνώριζε μέχρι και την «Τρελή του Φεγγαριού». Τώρα που τα λέω θυμάμαι τώρα και τον Πέτρο που παίζαμε σε ένα μαγαζί και με τρέλανε όταν, ψάχνοντας ένα ορχηστρικό για να ξεκινήσουμε, μου πρότεινε μουσική από το «Τοπ Καπί». Πού ήσουν εσύ παιδάκι μου κρυμμένος; Φύγαμε! 

Η δουλειά αυτή δεν μας δίνει συχνά τη δυνατότητα να συνεχίσουμε συνεργασίες σε πιο μόνιμη βάση. Είχαμε παρ’ όλα αυτά μια τέτοια ευκαιρία με το Σωτήρη Πιφέα, με τον οποίο είμαστε συνεργάτες ήδη εφτά χρόνια τώρα. Καταφέραμε και καθιερώσαμε – κυρίως χάρη στα 2-3 μαγαζιά της Μάνης όπου παίζουμε τα τελευταία πέντε καλοκαίρια, μ’ ένα κοινό εκπληκτικό! Μας παρακολουθούν ευλαβικά, λες και γίνεται λειτουργία. Γιατί το 85-90% είναι ξένοι… Να τα λέμε αυτά, να τελειώνουμε κάποια στιγμή μ’ αυτά τα θέματα.

 

Καλαματιανοί και «Καλαματιανέζοι»

Εγώ έτσι κι αλλιώς εγώ δεν απευθύνομαι σε «Καλαματιανέζους». Μια μερίδα του πληθυσμού εδώ είναι «Καλαματιανέζοι», δεν είναι Καλαματιανοί. Δεν γνωρίζουν ούτε την κουλτούρα τους. Εγώ θυμάμαι τι χορωδίες που βγαίναν τσάρκα στις γειτονιές τις λαϊκές και λέγανε σερενάτες. Θυμάμαι ακόμα και στο κουρείο που πήγαινα να κουρευτώ, που καθόντουσαν με δυο μαντόλες και τραγουδάγανε. Θυμάμαι το Νίκο Γούναρη που είχε έρθει στο «Πανελλήνιο» και με είχε πάει ο πατέρας μου, πιτσιρίκο. Ετσι θυμάμαι μουσικά την Καλαμάτα. Εφυγα από εδώ έχοντας αυτό στη μνήμη μου. Βίωσα στην Αθήνα καταπληκτικά πράγματα -ευγνωμονώ αυτή την πόλη, τη θεωρώ γενέτειρά μου επί της ουσίας- και γύρισα ως

 «ρεμπέτης», αλλά σιγά σιγά έστησα την παγίδα μου. Στο φίλο μου το Σωτήρη έλεγα κάθε τόσο «πέρνα κι αυτό το τραγούδι» (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μούτση, Ξαρχάκο και άλλους). «Πέρνα κι αυτό»… Κάποια στιγμή θέλαμε να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα, στο «Καφέ Σινέ όπου παίζαμε. Να σου πω μάλιστα ότι εμείς παίζαμε πάνω μουσική κι από κάτω φωνάζανε «Γκολ!» γιατί είχε προβολή ποδοσφαιρικών αγώνων. Τέλος πάντων. Είχαμε πάρει λοιπόν και το βιβλίο με τα άπαντα του μπαρμπα-Νίκου και σημειώναμε. Και μου λέει ο Σωτήρης: «Εχεις καταλάβει, Βασίλη, ότι παίζουμε 34 τραγούδια του Γκάτσου στο πρόγραμμα;». Του χαμογελάω. «Μου την είχες στήσει, μπαγάσα» μου λέει. Κάθε ένα που του πρότεινα ήταν Γκάτσος. Το σώμα της ποίησης. Το κυρίαρχο σώμα του ελληνικού τραγουδιού, για μένα.

 

Ο πιο ευθυτενής ποιητής

Ο δικός μας, ο Μιχάλης Κατσαρός από την Κυπαρισσία, υπήρξε ανάμεσα στους σύγχρονους ο πιο ευθυτενής ποιητής... Ξεχώριζε με το παράστημά του ένα κεφάλι πάνω από τους άλλους, με τα άσπρα του ατημέλητα μαλλιά κι εκείνη τη γενναία του ευγένεια. Εδώ οι περισσότεροι μαζεύουνε λεφτά και ψάχνουν πιστοποίηση. Τι είναι κι αυτή η τρέλα. Πρέπει να πέσουν κι οι υπογραφές κάτω απ’ το κείμενο; Δεν έχω καταλάβει.

 

Κόκκινες κορυφώσεις - γκρίζες ενοχλήσεις

Στην «Μπουκαδούρα» πέρυσι προσπαθήσαμε να κάνουμε κάποιες βραδιές που τις λέγαμε «μπουάτ» - για να επικοινωνούμε και με τους άλλους δηλαδή. Είχαμε μουσική, αλλά και πρόζα. Στο κομμάτι αυτό, με βοηθάει ας πούμε ο χαρακτήρας μου, αλλά κυρίως η μαθητεία μου δίπλα σε δυο πολύ σημαντικούς ανθρώπους: το Γιάννη Αργύρη και το Γιώργο Οικονομίδη. Τον εκπληκτικό αυτό κομπέρ που τέτοιον δεν έχει ξαναβγάλει η Ελλάδα. Το καλοκαίρι του ’75 τραγουδούσα στο Αλσος του Οικονομίδη με μια κιθάρα. Τι σπουδή κι αυτή…

Σήμερα είμαι πια σε θέση να μπω μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε μαγαζί, άσχετος, χωρίς να έχω ετοιμάσει τίποτα, να πω «καλησπέρα» και δυο λέξεις που θα μου βγουν εκείνη τη στιγμή, και ν’ αρχίζω κατευθείαν να χτίζω ένα μύθο. Και πάντα πειρακτικά. Πάντα και ενοχλητικά. 

Μ’ αρέσει να φέρνω τον κόσμο σε συγκίνηση, σε κάποιες κορυφώσεις κόκκινες συναισθηματικές, μα και σε κάποιες γκρίζες, ενοχλητικές. Γιατί είναι και το άλλο: Δεν μπορώ να βλέπω από κάτω κάθε κυριούλα η οποία είδε τη ζωή της να προβάλλεται μπροστά της, μ’ όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν θα ‘θελε να ‘χει κάνει, κι έρχεται τώρα εκεί μόνο και μόνο για να πει ότι ήταν εκεί, επειδή άκουσε πως εκεί κάτι γίνεται. 

Πάντως, πολλές από αυτές τις κυρίες τελικά τις αγάπησα, γιατί μου δείξανε ένα σεβασμό και πήραν μια συγκίνηση. Και συχνά έκατσα ώρα στη συνέχεια να κουβεντιάζω μαζί τους. Ν’ ακούσω ιστορίες τους αλλά και να τους πω δικές μου, για να καταλάβουν ότι είμαστε «συγγενείς», έχουμε ζήσει πράγματα κοινά. Και να τις βγάλω από τη δύσκολη θέση, να ξεστομίσουν πράγματα που θα’ θελαν μα δεν μπορούν.

 

Απόηχος, το τελευταίο κύμα

Καμία βραδιά δε μοιάζει με την άλλη. Κι εγώ ακόμα που με ακούω, είμαι διαφορετικός. Στις επιμέρους αποχρώσεις, όχι στο κυρίαρχο χρώμα. Όχι στο κυρίαρχο ύφος. Στους απόηχους. Είχε πει για μένα ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής «ακούστε αυτόν τον άνθρωπο: Όχι μόνο τον ήχο του, τους απόηχούς του ακούστε». Είναι σημαντικό ο απόηχος του καλλιτέχνη. Είναι το τελευταίο κύμα καθώς φεύγουμε από το λιμάνι μας. Είναι χρώμα, είναι χαρακτήρας, είναι διήγηση. Νιώθω πως είναι κάτι σαν κι αυτό που λέει ο Σαββόπουλος: «Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται, όταν τα γιοφύρια πίσω μας θα κόβονται, εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές».

 

Επιβράβευση της… σιωπής

Σήμερα απευθυνόμαστε στον κόσμο πιο πολύ ως εικόνες πλέον, όχι ως ήχοι. Σ’ ένα τραγούδι μου λέω: «Τάχα μ’ ακούνε ή μονάχα με κοιτάνε;» Πολλές φορές υπάρχει μια παρέα από κάτω, να θορυβούν παταγωδώς, να μη σου δίνουν τη δυνατότητα ούτε εσένα ν’ ακούσεις δίπλα το συνάδελφο τι παίζει – και στο τέλος του τραγουδιού να χειροκροτούν και να σου λένε «πολύ ωραίο!». Αναρωτιέσαι: Πού το άκουσαν; Πώς το αυτί τους το άκουσε κι εγώ ο ίδιος δεν μπόρεσα να το ακούσω. Αρα λοιπόν ή με κοροιδεύουν ή επιβραβεύουν τη σιωπή μου. Το ότι τελειώσαμε το τραγούδι και σταματήσαμε.

 

Το κλειδί του μέλλοντός μας

Ως κοινωνία δε διαμορφώσαμε ποτέ, ούτε στη μουσική, συνθήκες παιδείας και, μέσα απ’ την παιδεία, συνθήκες άμυνας. Και επίθεσης, με ωραίους όρους. Πολλοί ακούν π.χ. μέχρι σήμερα μόνο μπλουζ ή ρόκ ή κάτι άλλο, με τέτοιο φανατισμό, σαν να μην υπάρχει κάτι άλλο στη μουσική. Αυτό δεν είναι παιδεία. Και η φτώχεια στην παιδεία σού στερεί τη δυνατότητα να αμυνθείς, να συμπεριφερθείς ανάλογα με τον εαυτό σου και τον καιρό σου, να προχωρήσεις.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι και το ότι δεν λειτουργούμε αλληλέγγυα. Το κλειδί του μέλλοντός μας είναι η αλληλεγγύη. Ορκίζομαι για αυτό, το έχω πιστέψει απόλυτα, σε κάθε εκδοχή, από τη μικρή ως τη μεγαλύτερη. Αλληλεγγύη και σεβασμό στην τέχνη, στο συνάδελφο το μουσικό, στον συνάνθρωπο, παντού. Αλληλεγγύη και χειραφέτηση. Ας δώσουμε χώρο στον άλλο. Αυτό που διάλεξα εγώ δεν είναι υποχρεωτικά και το καλύτερο. Ας κάνει ο καθένας αυτό που είναι ο ίδιος. Να είσαι ειλικρινής, το έχει πει ο Χατζιδάκις, το έχει πει κι ο Μπουνιουέλ. Αν είσαι φασίστας, γράψε φασιστικά. Κι ας κάνουμε διάλογο. 

Γιατί έτσι πάνε οι κοινωνίες μπροστά. Και αποκαλύπτοντας την ομορφιά που κρύβει μέσα του το κάθε παιδί. Αυτό εύχομαι πάνω απ’ όλα.

 

Βίος φτωχός, πολυτελέστατος

Αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να είναι κάποιος καλλιτέχνης, να διαμορφώνει υποτίθεται ευαισθησία μες στο πλήθος, και να έχει κάνει μια αμύθητη περιουσία.  Δεν μπορώ να καταλάβω. Εγώ είμαι στο άλλο άκρο. Εγώ είμαι πλάνητας. Ενας περιπλανώμενος μουσικός, όπως λες, που κερδίζει τα περισσότερα και χάνει ελάχιστα. Το λέω και με όρους βιοπορισμού, και με όρους ανθρώπου που συμμερίζεται την ύπαρξή του και την ύπαρξη των άλλων. Οικονομικά, καταφέρνω να επιβιώνω. Πέρυσι χρώσταγα πέντε μηνών ενοίκια. Και μού ‘λεγε η φίλη η σπιτονοικοκυρά μου η Τασούλα, δεν πειράζει, όταν θα έχεις. Τώρα το καλοκαίρι δούλεψα καλά, έχω ξεχρεώσει κι έχω πληρώσει ήδη το τρέχον νοίκι – και ελπίζω τώρα να πληρώσω και το επόμενο. 

Από μιαν άποψη, θα έλεγα πως διάγω βίο πολυτελή: Εχω πολύ χρόνο! Μπορώ να σκέφτομαι με τις ώρες, να κάνω πρόβες μόνος μου… Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολυτέλεια.  Εκτός ίσως από τους φίλους. Κι εγώ έχω πολύ καλούς φίλους. Ο Μίμης, ο άλλος Μίμης, ο Τάσος μου που είναι όλα τα λεφτά… κι άλλα παιδιά, και νέα παιδιά. Μαζί μ’ αυτά τα νέα παιδιά είχα σκεφτεί μάλιστα να φτιάξουμε μια «τομοκρατική οργάνωση». Να κάνουμε τομές, στην πόλη. Να κάνουμε διάφορα, να κάνουμε μια διαφορά.

 

Τακτικά και έκτακτα

Οι πιο σταθερές εμφανίσεις αυτό τον καιρό, που τελειώνουμε σιγά σιγά για φέτος απ’ τη Μάνη, είναι κάθε Παρασκευή βράδυ στο «Σαν Αλλοτε», κοντά στο ηρώο της πλατείας 23ης Μαρτίου, και κάθε Κυριακή μεσημέρι στο «Θίασο», στην οδό Υπαπαντής. Υπάρχουν βέβαια πάντα και τα έκτακτα. 

Ψάχνω επίσης να βρω κάποιον χώρο, προτιμώ ένα μπαρ, για βραδιές με μουσική και πρόζα. Με ένα πλαίσιο, αλλά με μπόλικο αυτοσχεδιασμό – το μεγαλύτερο κομμάτι του προγράμματος να βγαίνει επί τόπου με το κοινό, να μην είναι προσχεδιασμένο. Το έχω κάνει και στο παρελθόν και θυμάμαι πραγματικά κάποιες βραδιές μαγικές, με τον κόσμο να γελάει και να κλαίει.