- Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της παράστασης;
«Είναι η δεύτερη φορά που ανεβάζει ο Θέμης Μουμουλίδης την συγκεκριμένη παράσταση και την προηγούμενη φορά -το 2004- ερμήνευα επίσης τον ίδιο ρόλο. Τότε είχε ανέβει με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, ενώ τώρα είναι σαν ας πούμε ένας διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν που είναι οι ήρωες του έργου και ο μύθος και στο σήμερα που είναι ο Χορός. Τα χορικά έχουν διανθιστεί με σύγχρονο κείμενο από ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη και του Ρίτσου ώστε πάνω στην ίδια ακριβώς θεματολογία να αναπτυχθεί ένας διάλογος ανάμεσα στο έργο και στο τι θα έλεγε σήμερα το έργο αυτό, στο σημερινό θεατή. Αυτό βέβαια δεν έγινε με κανέναν διδακτισμό, το αντίθετο, αλλά με μια αποστασιοποίηση και μια υπέρβαση αν θέλετε του ρεαλισμού. Αυτή είναι η σύγχρονη αντίληψη και άποψη με την οποία ανέβηκε αυτή η παράσταση».
- Ο παραλληλισμός της θυσίας, του φόνου και των εννοιών τους, είναι ευκρινής στην παράσταση;
«Η έννοια της θυσίας εδώ έχει να κάνει -υπερβατικά εννοείται- με το τι θυσιάζει ο καθένας για έναν σκοπό και τι θυσιάζουν όχι ο ίδιος, αλλά τι θυσιάζουν οι άλλοι για να επιτύχουν κάτι. Στην δική μας παράσταση έχουμε να κάνουμε με τη θυσία και τη σκοπιμότητα του πολέμου απέναντι στην αθωότητα των νέων. Γιατί αυτό που θυσιάζεται στους πολέμους αλλά και στη συγκεκριμένη παράσταση είναι η νεότητα. Η Ιφιγένεια είναι ένα παιδί ακόμα και δυστυχώς πάντα οι θυσίες απαιτούν το πιο χλωρό κλαδί του δέντρου. Ξεκινώντας από τη θυσία του Αβραάμ αλλά φτάνοντας και στη λαϊκή μας παράδοση που θέλει τα γεφύρια να χτίζονται με το παιδί ή με την νεαρή γυναίκα του πρωτομάστορα. Σημαίνει δηλαδή ότι η θυσία απαιτεί ό,τι πιο φρέσκο, ό,τι πιο υποσχόμενο υπάρχει. Είναι η διακοπή ουσιαστικά της συνέχειάς μας γιατί αυτό είναι η νεότητα: Η συνέχειά μας στη γη».
- Οι θυσίες αξίζουν πάντα τον κόπο;
«Ανάλογα από το τι ζητείται, αλλά η πράξη ναι, έχει νόημα, αλλιώς ο κόσμος δεν θα μπορούσε να πάει παραπέρα. Αλλωστε καθημερινά όλοι μας κάνουμε μικρές θυσίες που μας πάνε παρακάτω σε προσωπικό επίπεδο και φυσικά έγιναν στο παρελθόν από το λαό μας μεγάλες θυσίες επανειλημμένα για την ανεξαρτησία, την ελευθερία του. Μην ξεχνάτε ότι και πριν από 300 χρόνια το να επαναστατήσεις εναντίον …της τάξης ήταν να επαναστατήσεις εναντίον της Τουρκιάς. Δηλαδή δεν ήταν αυταπόδεικτο ότι χρειαζόταν η επανάσταση, αφού υπήρχαν κι εκείνοι που έλεγαν "καθίστε στ' αυγά σας, μια χαρά περνάμε". Πάντα λοιπόν θα υπάρχει η έννοια της θυσίας, το ζήτημα είναι αν οι σκοπιμότητες είναι ανώτερες. Αν ζητιέται από εμάς δηλαδή καλή τη πίστη μια θυσία ή με σκοπιμότητα το κέρδος. Και το κέρδος στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ιφιγένειας είναι η Τροία, είναι το πλιάτσικο, η κατάκτηση. Πάντα ο πόλεμος χωρίζεται σε επιθετικό και σε αμυντικό και με την ίδια λογική ο Ευριπίδης γράφοντας αυτό, το προτελευταίο του έργο, βγάζει μια καθαρά αντιπολεμική φωνή απέναντι στους καιρούς του και στους συγχρόνους του. Εξάλλου η Αθήνα μόλις είχε βγει από τον Πελοποννησιακό πόλεμο που ουσιαστικά κατέστρεψε και τις δύο μεγάλες πόλεις, και την Αθήνα και τη Σπάρτη, που οδηγήθηκαν σιγά - σιγά στην παρακμή. Ο Ευριπίδης ήταν ήδη αυτοεξόριστος στην Μακεδονία και προσπαθεί να περάσει μέσα από το έργο του τη μελαγχολία που νιώθει για όσα έχουν συμβεί».
- Σ' αυτή την παράσταση πώς αποδίδετε τον ρόλο του πολεμοκάπηλου Αγαμέμνονα;
«Ο ηθοποιός ξέρετε δεν έχει την απόλυτη επίγνωση του 100% για το πώς αποδίδει στη σκηνή, αλλά προσπαθώ να είμαι ένας τελείως διαφορετικός Αγαμέμνων από αυτόν του 2004. Τα λόγια είναι ίδια από την ίδια μετάφραση του καταπληκτικού Κ.Χ. Μύρη, οπότε εγώ προσπαθώ να φέρω κάτι διαφορετικό από τη μεσολάβηση των οκτώ χρόνων. Ελπίζω ότι τα καταφέρνω αλλά αυτό οι θεατές το ξέρουν απόλυτα».
- Μεγαλώνοντας, τους ρόλους ψυχολογικά -και όχι με βάση την τεχνική που εξελίσσεται- τους αντιμετωπίζεται διαφορετικά;
«Θα σας πω κάτι που μου είπε ένας φίλος και έχει απόλυτο δίκιο: "Οσο μεγαλώνουμε δεν παίζουμε ρόλους στη σκηνή, μεταφέρουμε ουσιαστικά ένα κομμάτι από ό,τι έχουμε συμπεράνει για τον εαυτό μας". Δηλαδή ουσιαστικά στη σκηνή μεταφέρω ερήμην μου τον εαυτό μου, το σύνολο της προσωπικότητάς μου. Γιατί αν μη τι άλλο στην ηλικία που είμαι, η υποκριτική μας προσωπικότητα είναι ήδη (ή θα όφειλε να είναι) σχηματισμένη και ακριβώς αυτήν θέλεις δεν θέλεις τη μεταφέρεις στη σκηνή».
- Το ότι είστε και συγγραφέας σάς έχει επηρεάσει στο θέατρο;
«Οχι, εκτός από το ότι αντιμετωπίζω αλλιώς τα κείμενα. Δηλαδή εννοώ ότι προσπαθώ να δω τα κείμενά μου με μια μεγαλύτερη πνευματικότητα όπως απαιτείται όμως από οποιονδήποτε ηθοποιό που του ζητιέται να είναι λίγο πιο διεισδυτικός στα πράγματα και πιο καίριος στις εσωτερικές του παρατηρήσεις. Εχεις βέβαια ένα παραπάνω άγχος της συνείδησης των κειμένων, αντιλαμβάνεσαι πιο βιωματικά ίσως την πολυπλοκότητα ή την απλότητά του».
- Μετά το καλοκαίρι επαγγελματικά τι έρχεται;
«Δεν ξέρω ειλικρινά, προς το παρόν κάνω μόνο διερεύνηση. Η τηλεόραση βέβαια έχει πεθάνει, δεν μιλάμε για τίποτα τηλεοπτικό κι ας ελπίσουμε ότι θα ξαναυπάρξει για να μπορούμε κι εμείς να έχουμε έναν μίνιμουμ βιοπορισμό».
- Για το μέλλον γενικότερα τι έρχεται;
«Είμαι από τη φύση μου ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος και θέλω να βλέπω τη θετική πλευρά. Βλέπω όμως ότι βαδίζουμε αργά και σταθερά σε μια απαξία. Ελπίζω ότι δεν θα καταστραφούμε γιατί είμαστε λαός ειδικών αντοχών, ή όπως ένας φίλος έλεγε "μας αγαπάνε οι θεοί μας". Δεν ξέρω μέχρι πότε θα υπάρχει η αγάπη των θεών για εμάς, αλλά ελπίζω να υπάρχει γιατί διαφορετικά… τη βάψαμε».