Το «Αλάτι κόκκινο» είναι ένα σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα με κοινωνικές αναφορές και στοιχεία αστυνομικού, ενώ είναι από τα αγαπημένα του αναγνωστικού κοινού όπως φαίνεται από την πορεία των πωλήσεων.
Ο συγγραφέας του Δημήτρης Αλεξίου, μας μίλησε για τη μελέτη πάνω στην κοινωνική απομόνωση που επιχειρεί μ' αυτό του το βιβλίο και για το οδοιπορικό στην πατρίδα του, τη Σκύρο.
- Είναι το τρίτο σου βιβλίο, πιο νουάρ από τα προηγούμενα. Αποδέχεσαι τον όρο "αστυνομικό μυθιστόρημα";
«Το χαρακτήρισα ο ίδιος ως "αστυνομικό παραμύθι" αφού δεν υπήρχε κάποιος άλλος όρος να εξηγήσει τη δομή, το θέμα και την πλοκή του βιβλίου. Εχει αστυνόμο, έχει θανάτους, έχει έρευνα, αλλά το ζητούμενό του είναι οι άνθρωποι και οι κοινωνικές σχέσεις, οι συνθήκες ζωής μιας κοινότητας και όχι το ποιος το έκανε. Ηταν κάπως σαν να προσπάθησα να ανατρέψω τους κανόνες του κλασικού αστυνομικού χρησιμοποιώντας τους. Ελπίζω ότι δε θα απογοητεύσει ούτε τους λάτρεις του νουάρ ούτε και όσους δεν τα προτιμούν».
- Τι πραγματεύεται το "Αλάτι κόκκινο";
«Το βιβλίο είναι ένα σύγχρονο παραμύθι που προσπαθεί να εξηγήσει πώς ανθρώπινες καθημερινές ιστορίες με τη σκληρότητα που μας διακατέχει σαν είδος και με τις ευθύνες που μας αναλογούν -ατομικές και συλλογικές- μετατρέπονται σε απλά ευχάριστα παραμύθια, όταν ο χρόνος τις ξεπλύνει από το αίμα και τα συναισθήματα. Η Σκύρος του σεισμού του 2001 -ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ερμολάου - είναι το φόντο για την ιστορία ενός δεκαεξάχρονου "σημαδεμένου" από τη γέννα κοριτσιού που έκλεισε γρήγορα τον κύκλο της ζωής του χωρίς να αφήσει έντονα σημάδια γύρω του. Το βιβλίο είναι το παραμύθι της Καλλιώς της Σκύρου που προσπαθεί να ανακαλύψει ο αστυνόμος - ποιητής Ψαθάς με μία αλλόκοτη παρέα».
- Γιατί διάλεξες τη Σκύρο ως τόπο εξέλιξης του μυθιστορήματός σου;
«Η έμπνευση ήρθε από το ίδιο το γεγονός του σεισμού της Σκύρου, το οποίο έζησα κι εγώ αμέσως μετά τον εσπερινό του Αγίου Ερμολάου στο όμορφο ξωκκλήσι σε ένα ξερονήσι στα Βρυκολακονήσια. Αισθανόμουν όμως ότι χρωστούσα έτσι κι αλλιώς ένα παραμύθι στο νησί που με έχει φιλοξενήσει τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου και ήδη από φέτος με φιλοξενεί μόνιμα με την οικογένειά μου. Το βιβλίο ήταν η εσωτερική μου διαδικασία συμφιλίωσης με την οικογενειακή μου μετανάστευση. Πιθανώς αντικατοπτρίζει την ελπίδα μου για μία όμορφη ζωή στη Σκύρο».
- Πέραν των τοποθεσιών, άλλα αληθή στοιχεία έχει το βιβλίο; Μια παλιά ιστορία, έναν θρύλο της περιοχής ίσως που τον έφερες στο σήμερα;
«Οχι. Τα μόνα αληθινά στοιχεία του βιβλίου είναι τα σχετικά με το σεισμό. Η ημερομηνία, η ώρα, οι ζημιές που έκανε, η προσωρινή απώλεια της πηγής του νησιού, οι κατολισθήσεις, οι ζημιές στο κάστρο και το μοναστήρι του Αϊ - Γιώργη, ακόμα και ο μετασεισμός. Η αλήθεια είναι ότι αν ο σεισμός δεν είχε υπάρξει αναίμακτος, αν είχε υπάρξει έστω και ένα θύμα ή τραυματίας δε θα είχα τολμήσει να γράψω γι’ αυτό. Δε θα είχε στεγνώσει ακόμα το αίμα. Αληθινά είναι επίσης και τα λαογραφικά στοιχεία του νησιού, οι Απόκριες, τα ξυλόγλυπτα, η αρχιτεκτονική των σπιτιών. Τίποτα άλλο στην ιστορία μου δεν είναι πραγματικό. Τα ονόματα είναι αυθεντικά σκυριανά -και μάλιστα κάποια ιδιαίτερα περίεργα- αλλά τα πρόσωπα είναι φανταστικά, όπως και οι σχέσεις και καταστάσεις που περιγράφονται. Το παραμύθι αυτό το έφτιαξα μόνος μου με υλικά την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματά μου για το νησί. Δεν πείραξα τίποτα από την λαϊκή παράδοση για να έχω μόνος μου την ευθύνη».
- Είναι επίπονη η διαδικασία της γραφής για σένα; Να πλάσεις ήρωες και να τους "τιμωρήσεις" ή να τους "δικαιώσεις";
«Η γραφή μπορεί να είναι ταυτόχρονα αυτοτιμωρία και λύτρωση. Την παντοδυναμία που αισθάνεσαι τη στιγμή που "γεννάς" έναν ήρωα, την πληρώνεις συνήθως αργότερα. Είτε γιατί αισθάνεσαι τύψεις για την πορεία του ήρωά σου, είτε γιατί δεν μπόρεσες τελικά να ελέγξεις την πορεία αυτή όπως σκόπευες. Μπορούν οι ήρωες να κάνουν δικές τους επιλογές, αντίθετα σε κάθε δική σου προσδοκία. Αυτονομούνται όπως τα παιδιά μας που ακολουθούν δρόμους άλλους από αυτούς που είχαμε σκεφτεί. Η δικαίωση του συγγραφέα είναι να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η "επανάσταση" αυτή, να εξηγείται, να μη φαίνεται ξένη στον ίδιο και τον αναγνώστη. Είναι στην ουσία της η προσωπική επανάσταση που επιχειρεί κάθε φορά και ο άνθρωπος που γράφει. Να φύγει πέρα από τα καθιερωμένα του, να ξαφνιάσει τον εαυτό του μήπως και τον ανακαλύψει καλύτερα».
- Ποια είναι η απήχηση από τους αναγνώστες; Τι σου λένε για τα βιβλία σου γενικότερα και ειδικά για το τελευταίο;
«Εχω υπάρξει πραγματικά πολύ τυχερός σε αυτό. Το πρώτο μου βιβλίο, τα "Πικρά κεράσια" γράφτηκαν σχεδόν τυχαία, χωρίς καμία συναίσθηση ότι γράφω βιβλίο. Οταν κυκλοφόρησε αισθανόμουν λίγο σαν τον άνθρωπο που για πρώτη φορά στη ζωή του πειραματίστηκε στην κουζίνα και μαγείρεψε ένα φαγητό χωρίς να ξέρει τον τρόπο, αλλά το φαγητό ενθουσίασε τους καλεσμένους του. Το ίδιο έγινε και με τα επόμενα βιβλία, αλλά εγώ ακόμα δεν ξέρω τον τρόπο να μαγειρεύω γράφοντας. Το μόνο που ξέρω κάθε φορά που πειραματίζομαι είναι ότι δεν θέλω να φτιάξω το ίδιο φαγητό. Ούτε τα "Αμαρτωλά θαύματα", ούτε το "Αλάτι κόκκινο" έχουν καμία σχέση σαν πλοκή, θέμα και ύφος με τα "Κεράσια" αλλά ούτε και μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δεν απευθύνομαι κάθε φορά στο ίδιο κοινό αναγνωστών, αλλά προσωπικά το θεωρώ απαραίτητο για να εξελιχθώ σαν συγγραφέας. Τουλάχιστον οι αναγνώστες φαίνονται να απολαμβάνουν κάθε μου πείραμα. Ισως πολλά χρόνια και πολλά βιβλία αργότερα να μπορέσω να δηλώσω μάγειρας στη γραφή. Τώρα παραμένω στο "παραμυθάς"».
- Το επόμενο βιβλίο υπάρχει ως σχέδιο έστω;
«Στο μυαλό μου υπάρχει σχεδόν έτοιμο, ίσως και το μεθεπόμενο. Αλλά δε θα πάρει μορφή μέχρι να αποφασίσω ότι ωρίμασε ή ωρίμασα εγώ αρκετά για να το γράψω. Αυτό είναι το προνόμιο του να μην είσαι "επαγγελματίας" συγγραφέας. Δεν αγχώνεσαι αν ή πότε θα γράψεις καινούργιο βιβλίο, ούτε πόσο πούλησε το καθένα. Ελπίζεις ότι θα το διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, ακόμα κι αν το δανειστούν ή το ανταλλάξουν ή το βρουν στο δρόμο και θα πει κάτι διαφορετικό σε κάθε έναν από αυτούς. Δε χρειάζεται ν’ αρέσει σε όλους ή να το καταλάβουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Σημασία έχει να το "νιώσει" ο καθένας με το δικό του τρόπο, να μην το ξεχάσει την ίδια στιγμή που το διαβάζει. Αυτό το κέρδος υπάρχει πάντα, όσα χρόνια κι αν περάσουν από την έκδοση ενός βιβλίου -ακόμα κι αν δεν εκδώσεις ποτέ σου άλλο».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Δημήτρης Αλεξίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Η καταγωγή του -που βαραίνει περισσότερο με τα χρόνι- είναι από το Αγρίνιο και τη Σκύρο. Αποφοίτησε από το 1ο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ασχολείται με την ελληνική παράδοση και τους ελληνικούς χορούς στον Ομιλο Ελληνικών Λαϊκών Χορών «Ελένη Τσαούλη» επί 30 χρόνια. Είναι δικηγόρος και ζει με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του στην Καλλιθέα. Είναι συνειδητοποιημένος Bookcrosser, ερασιτέχνης ζαχαροπλάστης και αθεράπευτα αισιόδοξος. Δεν είναι διανοούμενος -όπως λέει ο ίδιος- αλλά έχει γράψει τρία βιβλία.