- Ξεκίνησες από το βιολί, ένα όργανο που λόγω δυσκολίας ενδέχεται... να απωθήσει ένα μικρό παιδί από τη μουσική ή να το κάνει να τη λατρέψει! Σε σένα μάλλον έγινε το δεύτερο να υποθέσουμε;
"Η αλήθεια είναι πως δεν ξεκίνησα από το βιολί. Επειδή η μητέρα μου είναι πιανίστα, αρχικά έπαιξα πιάνο. Μη φανταστείτε ότι ήμουν ένα παιδί θαύμα, αλλά το πιάνο ήταν μέσα στο σπίτι μας και το αντιμετώπιζα ως παιχνίδι. Μάλιστα συνέθετα και πολύ μικρά και αφελή τολμώ να πω κομματάκια, τα οποία για όσον καιρό τα θυμόμουν τα έπαιζα, όταν όμως τα ξέχναγα εξαφανίζονταν κι αυτά. Βλέπετε, ήμουν πολύ μικρός και δεν ήξερα να τα γράψω στο χαρτί με νότες. Στη Β' δημοτικού όμως ξεκίνησα να μαθαίνω βιολί στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον βραβευμένο Γιάννη Τζουμάνη (α΄ βιολί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών) από την τάξη του οποίου έλαβα και το δίπλωμά μου τον Ιανουάριο του 2002. Δε μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου να παίζει άλλο όργανο, παρ’ όλο που λατρεύω το βιολοντσέλο και το κλαρινέτο. Ευτυχώς κατάφερα και τα δυο μου όνειρα να πραγματοποιήσω, δηλαδή να παίζω βιολί και να μάθω να διευθύνω. Πριν ξεκινήσω στο Ωδείο, είχα δει στην τηλεόραση το Λεωνίδα Καβάκο, τον «σύγχρονο Απόλλωνα της παγκόσμιας μουσικής των εγχόρδων», όπως τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Καλογερόπουλος. Από εκείνη τη στιγμή, λάτρεψα και το βιολί και το Λεωνίδα, που έγινε ένα από τα πρότυπά μου.
Ολα τα όργανα είναι δύσκολα. Από τη φυσαρμόνικα και το τρίγωνο, μέχρι τον βασιλιά των οργάνων, το πιάνο. Σε αυτήν την ηλικία βέβαια δε νομίζω πως η δυσκολία ενός οργάνου θα απωθήσει ένα παιδάκι. Ενα ακόμη παράδειγμα για τη μαγεία της μουσικής αποτελεί και η αδερφή μου, η Μαρίνα. Στην αρχή ήθελε να μάθει φλάουτο και μετά άρπα. Μια μέρα είδε τον «Παγκανίνι του τσέλου» Ροστροπόβιτς στην τηλεόραση και από εκείνη τη στιγμή ήθελε να μάθει τσέλλο. Σήμερα είναι το α΄ τσέλο της Λυρικής μας Σκηνής. Ολα είναι θέμα ερεθισμάτων λοιπόν".
- Αναφέρεις ότι κατάγεσαι από μουσική οικογένεια. Μίλησέ μας για τη σχέση που είχαν οι γονείς σου με τη μουσική. Τι ρόλο θεωρείς ότι έπαιξε αυτό στην ψυχοσύνθεσή σου μεγαλώνοντας;
"Από την οικογένεια της μητέρας μου το γένος Ντεμπόνο, πάμε περίπου 7 γενιές πίσω στη μουσική μας παράδοση. Η αδερφή του παππού μου ήταν η υψίφωνος Λούλα Μαύτα – Καλογερά (1900-1994, αριστούχος διπλωματούχος της Ακαδημίας της Βιέννης, καθηγήτρια των Ωδείων Αθηνών και Πειραιώς. Ο πατέρας μου Ηλίας ήταν πρώτος κλαρινετίστας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής επί 27 χρόνια και η μητέρα μου Μάρω Μαύτα είναι καθηγήτρια πιάνου στο Ωδείο Αθηνών επί 34 χρόνια. Δεν ξεχνώ όμως και τους 2 παππούδες μου, τον τενόρο και τσελίστα Δημητράκη (πατέρας της μητέρας μου) και το «αϊδόνι των Κροκεών» το Χρήστο. Είναι γνωστή άλλωστε και η πολιτιστική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας μου των Κροκεών (Φιλαρμονική από το 1925, καρναβάλι πάνω από 50 χρόνια, επισκέψεις για παραστάσεις θεάτρου στις αρχές του 20ού αιώνα της Κοτοπούλη και του Βεάκη κ.ά.).
Σαφώς οι καταβολές μου αυτές έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά μου. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική. Από όταν βρισκόμουν στην κοιλιά της μάνας μου, οι δυο τους με τον πατέρα μου «έκαναν» πειράματα μαζί μου για να δουν πώς αντιδρώ. Επαιζαν Μπαχ και κλίμακες και εγώ κλότσαγα πολύ, έπαιζαν Μότσαρτ, Μπετόβεν και όπερα και εγώ γύρναγα στην κοιλιά της γαλήνια, έβαζαν σε δίσκο τον Σοβιετικό τρομπετίστα Τιμαφέι Ντοκσίτσερ και εγώ ήμουν πολύ ήρεμος, εκτός από όταν έπαιζε Μπαχ και εκείνος. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν όμως και κάποιες φωτεινές προσωπικότητες δασκάλων μου: η θεία μου η Βάσω, οι βιολονίστες δάσκαλοί μου Τζουμάνης, Πολίτης και Αποστολίδης, ο Νίκος ο Ξανθούλης (τ. διευθυντής του Ωδείου Καλαμάτας), οι δάσκαλοί μου στη διεύθυνση ορχήστρας Οδυσσεύς Δημητριάδης, Κωνσταντίνος Καρύδης και Lucas Vis, η κ. Βώττα, η κ. Ευτυχία και τέλος ο Τάκης Καλογερόπουλος".
- Εχεις υπηρετήσει τη μουσική και ως εκτελεστής και ως μαέστρος. Ποιο θα έλεγες ότι αγαπάς περισσότερο και γιατί;
"Την υπηρετώ ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να το κάνω. Αλλωστε είμαι στην αρχή και έχω πολύ δρόμο μπροστά μου ακόμη για να κατακτήσω τους στόχους μου. Μου είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσω. Από πολύ μικρός ήθελα να κάνω και τα δύο. Το καθένα μου προσφέρει κάτι διαφορετικό. Αν μπορούσα βέβαια κάποια στιγμή να αφοσιωθώ στο ένα από τα δυο, αυτό θα ήταν η διεύθυνση. Μπορώ να πω πως με γεμίζει περισσότερο. Μου δίνεται η δυνατότητα να κάνω μουσική, όπως ακριβώς θέλω εγώ (πάντα όμως μέσα σε κανόνες, ποτέ αυθαίρετα) και αυτά που θέλω να τα μεταδώσω στους άλλους μουσικούς προσπαθώντας να τους εμπνεύσω για ένα ωραίο μουσικό αποτέλεσμα. Δε μπορώ όμως να φανταστώ τη ζωή μου δίχως το βιολί καθόλου. Πάντα θέλω να δημιουργώ ευκαιρίες να εμφανίζομαι στο κοινό ως βιολονίστας. Θέλω τόσα πολλά έργα να παίξω ακόμη! Σας λέγω όμως και τούτο, πως δε θα μπορούσα να αφήσω και την έρευνα που κάνω στην Ελληνική Εντεχνη Μουσική και στη συνέχεια το γράψιμο. Η χαρά και η συγκίνηση που μου προσφέρει η ανακάλυψη ενός χαμένου έργου ή κάποιων άγνωστων ως τώρα ιστορικών στοιχείων ή ντοκουμέντων δε συγκρίνεται. Δε μπορώ δυστυχώς να σας περιγράψω τη συγκίνηση που νιώθω την ώρα που πιάνω στα χέρια μου ένα χειρόγραφο του Μητρόπουλου, της Μπαχάουερ, του Σακελλαρίδη, του Χατζηαποστόλου, τους Θεμιστοκλέους Πολυκράτους ή του Μασκάνι και του Μασσνέ. Ετσι, δε μπορώ να απαντήσω ποιό διαλέγω από τα τρία. Τη διεύθυνση, το βιολί ή την έρευνα και το γράψιμο; Ο χρόνος θα δείξει"...
- Ηταν δύσκολη απόφαση να αφήσεις την Ελλάδα και να συνεχίσεις για μια καριέρα στο εξωτερικό; Πόσο εύκολο ήταν να καταξιωθείς;
"Πάντα ήθελα να πάω στο εξωτερικό να σπουδάσω. Δεν το έπαιρνα απόφαση όμως. Ηθελα να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας στην Ιταλία λόγω της παράδοσής της στην όπερα ή στην Αμερική λόγω των ευκαιριών που δίνει σε όποιον αξίζει. Τελικά αυτή η αναζήτηση ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2002, όπου έδωσα εξετάσεις στη Βασιλική Ακαδημία και το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου. Δυστυχώς δεν πέτυχα και έτσι επιχείρησα στην Ολλανδία, κατόπιν μεσολάβησης άλλων δυο φίλων μου που σπούδαζαν ήδη εκεί, των κλαρινετιστών Χρυσούλας Γεωργάκη και Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Εκεί πέτυχα στις εξετάσεις και συνέχισα τις σπουδές μου στο βιολί και τη διεύθυνση ορχήστρας. Ετσι πέρασαν 9 χρόνια. Σήμερα ζω στο Μόντρεαλ όπου κάνω το διδακτορικό μου στη διεύθυνση ορχήστρας με 2 υποτροφίες του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ.
Δε μπαίνω στη σκέψη εάν άφησα δύσκολα ή εύκολα την Ελλάδα. Ηθελα να πάω κάπου έξω να μάθω περισσότερα. Εμείς βλέπετε στερούμαστε μιας Μουσικής Ακαδημίας. Περηφανευόμαστε για τους Αρχαίους Ελληνες και τα κατορθώματά τους, ξεχνώντας όμως τη σημασία που έδιναν στη διδασκαλία της άθλησης και της μουσικής. Η μουσική μας εκπαίδευση είναι αδιαβάθμιστη. Δεν ανήκει σε καμία βαθμίδα. Βγάλαμε τον μεγαλύτερο ίσως μαέστρο όλων τον εποχών, το Δημήτρη Μητρόπουλο και εάν δεν απατώμαι το μάθημα διεύθυνσης ορχήστρας μπήκε επίσημα από το υπουργείο στον νόμο πριν 1 ή 2 χρόνια.
Δεν νιώθω πως έχω καταξιωθεί, όπως εσείς το εννοείτε, κάνοντας δηλ. μια μεγάλη καριέρα, γιατί είμαι μικρός στα χρόνια. Παλεύω σταθερά με τις δυνάμεις μου για να γίνομαι καλύτερος συνεχώς και να μην διαψεύδω αυτούς που με πιστεύουν και περιμένουν κάτι καλό από μένα".
- Τι είναι αυτό που συμβουλεύεις τους νεότερους μουσικούς;, Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το πιο σημαντικό εφόδιο που χρειάζεται κάποιος, για να συνεχίσει μια καριέρα στη μουσική;
"Συμβουλεύω τα μικρά παιδιά πως μόνον με αγώνα, θυσίες και μελέτη θα φτάσουν τους στόχους τους. Και μελέτη όχι μόνον στο αντικείμενό τους ή στο όργανό τους, αλλά γενικότερη μόρφωση. Το να είσαι ένας πολύ καλός οργανοπαίχτης δεν αξίζει τίποτα, διότι στη ζωή θα είσαι «ξύλο απελέκητο». Η εξειδίκευση με την οποίαν μας ποτίζουν οι παγκόσμιες κυβερνήσεις δεν οδηγεί πουθενά αλλού, παρά στο να είμαστε αμόρφωτοι τελικά, δίχως κρίση, δίχως σκέψη, να ποδηγετούμαστε ευκολότερα από το κατεστημένο και φυσικά να μην μας μένει καθόλου ελεύθερος χρόνο ώστε να διαβάσουμε και να σκεφτούμε τον τρόπο πάλης για να αλλάξουμε τον κόσμο, να οργανώσουμε την ανατροπή αυτού του άδικου συστήματος. Διότι όταν δεν έχεις ελεύθερο χρόνο να διαβάσεις και να σκεφτείς τι τραβάς και τι θέλεις να αλλάξεις, όπως έλεγε κι ο Μάρξ, δεν πρόκειται να έρθει ποτέ η αλλαγή αυτή".
- Τι αποκομίζεις από τους τόπους στους οποίους ταξιδεύεις και ζεις; Τι λένε για την Ελλάδα και αυτά που ζει; Τι σκέφτεσαι όταν ακούς τα σχόλια του κόσμου;
"Τα ταξίδια σε άλλες χώρες είτε για αναψυχή είτε για άλλο σκοπό είναι αν όχι ο καλύτερος δάσκαλος του ανθρώπου, από τους σημαντικότερους σίγουρα. Εγώ προσωπικά, πρώτον επισκέπτομαι πάντοτε την όπερα και όσα περισσότερα μουσεία μπορώ. Οταν ζούσα στην Ολλανδία, στην τηλεόραση δε μίλαγαν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό με ωραία λόγια για την Ελλάδα και τους Ελληνες της κρίσης. Δεν υπήρχε συμπόνια και θέληση για πραγματική βοήθεια, σαν ισότιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποτίθεται ότι είμαστε. Στο λαό είχαν περάσει ότι τα λεφτά που μας δάνειζαν τα έδιναν από την τσέπη τους και μας τα χάριζαν. Τους έκαναν πλύση εγκεφάλου, ότι τα στερούνται αυτοί για εμάς και ότι ποτέ δεν θα τα πάρουν πίσω. Το ίδιο είχα αντιληφθεί και σε ένα σύντομο ταξίδι που είχα κάνει στη Δρέσδη σε συζήτηση που είχα με κάποιους ανθρώπους. Δεν καταλάβαιναν πως στην κατάσταση αυτή μας έφεραν αυτοί που μας κυβερνάνε τόσα χρόνια, οι ίδιες οι παγκόσμιες τράπεζες, το ίδιο το σύστημα. Εδώ στο Μόντρεαλ όμως, ο κόσμος είναι πιο καλόπιστος. Καταλαβαίνει την κατάστασή μας, μας συμπονά. Στις εφημερίδες γράφονται πολλά υποστηρικτικά άρθρα για τους Ελληνες σε πολύ τακτά διαστήματα, οι Καναδοί βλέπουν αυτά που τραβάει ο λαός μας και θέλουν να ορθοποδήσουμε ξανά, διότι δεν μας αξίζει αυτή η κατρακύλα. Μας απλώνουν το χέρι, δεν μας δίνουν άλλη μια να πέσουμε τελείως.
Τι σκέφτομαι εγώ τώρα για όλα αυτά; Οταν καταφέρονται σε εμάς άκριτα και με μόνο μπούσουλα το τι τους δίνει η τηλεόρασή τους, στεναχωριέμαι φυσικά και προσπαθώ να τους δώσω να καταλάβουν, ότι δεν έκλεψε ο φτωχός και εργαζόμενος λαός και ότι είναι άδικο να πληρώνει πάντα αυτός τα σπασμένα. Για αυτούς όμως που δείχνουν κατανόηση στο τι περνάμε σαν Ελληνες, εκεί απλώς συγκινούμαι! Eδώ ua μοιραστώ με τους αναγνώστες σας, το τελευταίο κομπλιμέντο και το πιο κολακευτικό που πήρα ως τα σήμερα, από έναν συμμαθητή μου εδώ, τον νεαρό πιανίστα Simon Larivière. Oταν με ρώτησε από που κατάγομαι και του είπα πως κατάγομαι από τη Σπάρτη και μεγάλωσα στη Αθήνα, εκείνος γούρλωσε τα μάτια του και ανασηκώθηκε από την καρέκλα του, διότι πρώτη φορά μου είπε είχε απέναντί του κάποιον άνθρωπο ο οποίος προέρχεται από τις δύο ιστορικότερες πόλεις με τους σημαντικότερους πολιτισμούς που τα σχολικά τους βιβλία είναι γεμάτα από αναφορές σε αυτές! "Είναι σαν ένα άπιαστο όνειρο που νομίζεις πως ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί" μου είπε.
- Σε τόσο νεαρή ηλικία έχεις πετύχει πάρα πολλά. Ποιος θα έλεγες ότι είναι ο επόμενος στόχος ζωής σου;
"Δε νομίζω, ότι έχω πετύχει τόσα πολλά, όσα πολύ κολακευτικά μου αναλογίζετε. Στόχος μου όμως πάντα παραμένει να ανέβω κάποτε στο πόντιουμ του Θεάτρου Μπαλσόι της Μόσχας και της Σκάλας του Μιλάνου. Τότε θα μπορώ να πω ότι έφτασα εκεί που επιθυμούσα, στην υψηλότερη κορυφή της Τέχνης μου. Δεν ξέρω εάν θα το καταφέρω, αλλά σίγουρα θα κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω όσο πιο κοντά γίνεται έχοντας πάντοτε ως στόχο την κατάκτησή τους, χωρίς να ξεχνώ από πού ξεκίνησα και χωρίς να αλλοτριωθώ".
- Αν σου ζητούσε κάποιος να παρομοιάσεις τον τόπο καταγωγής σου, την ιδιαίτερη πατρίδα σου τη Λακωνία, με μια αγαπημένη σου σύνθεση, ποια θα ήταν αυτή;
"Μα τi άλλο, από «της Σπάρτης τις πορτοκαλιές»! Αυτό το υπέροχο ποίημα του Νικηφόρου μας σε μουσική της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου. Πάντα ακούγοντάς το με συγκίνηση θυμούμαι το χωριό μου, τις όμορφες Κροκεές της Λακωνίας, τα Λεβέτσοβα αλλιώς, όνομα που έδωσαν στις αρχαίες Κροκεές οι Σλάβοι που κατέκτησαν την περιοχή του Ταϋγέτου, καθώς και τα Αροάνια ή Χελμό (σλάβικο όνομα) και τον Ερύμανθο τον 8ο αι. μ.Χ. Στη μνήμη μου έρχεται η μυρουδιά της ανθισμένης πορτοκαλιάς μας στον κήπο της γιαγιάς μου. Πόσο όμορφο ήταν το δέντρο μας όταν άνθιζε και τα λουλούδια του σαν άσπριζαν στα κλαδιά του γινόντουσαν «χιόνια», κατά τον ποιητή. Τελικά οι μυρουδιές είναι η δυνατότερη μνήμη στον άνθρωπο! Επιτρέψτε μου όμως μια παρένθεση εδώ. Λυπούμαι αφάνταστα και ντρέπομαι που η πατρίδα μου με προεξάρχουσα τη Σπάρτη και τους ανθρώπους της (Περιφέρεια, Δήμος Ευρώτα, Αρχείο Νικ. Βρεττάκου, Μπενάκειο Μουσείο, Ε.ΚΕ.ΒΙ. κ.ά.) δεν έκαναν δεκτή πρότασή μου πέρυσι να εμφανισθώ αφιλοκερδώς μαζί με εξέχοντες συναδέλφους μου σε μοναδική εκδήλωση αφιέρωμα στα 100χρονα από τη γέννηση του Νικηφόρου μας, η οποία θα γινόταν στην Πλούμιτσα και θα εμφάνιζε τη Σπάρτη ως μουσικό κέντρο για μια μόνη βραδιά. Θα παρουσιάζαμε έργα επίσης του Ακέκου Ξένου (ομοίως 100 χρ. από τη γέννησή του), του Μανώλη Καλομοίρη (50 χρ. από το θάνατό του), του Σπαρτιάτη Λεωνίδα Ζώρα (25 χρ. από το θάνατό του), αλλά και των Αρκάδων Μητρόπουλου και Βάβοργλη και του Κων/λίτη Γεωργίου Πονηρίδη με την μελοποιημένη τους «Παναγιά της Σπάρτης» σε π. Σικελιανού. Οσο για την δικαιολογία τους που ούτε καν το σθένος να μας την στείλουν γραπτώς δεν είχαν παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες επιστολές μας, είναι τόσο φτηνή όσο ανύπαρκτη είναι τελικά και η μόρφωσή τους περί της καλλιτεχνίας. Οτι, εάν παραχωρήσουν την Πλούμιτσα σε μας και κάποιους δήμους που την ζήτησαν και έρθει όλος ο κόσμος σε εμάς, τότε στην δική τους κεντρική εκδήλωση ποιος θα πάει; Εξαιρείται ο πάντα αγαπητός μου κ. Γεωργιάδης, πρόεδρος της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, ο οποίος από τηλεφώνου μας έδωσε το «μαντάτο» εμφανώς στεναχωρημένος και γεμάτος ντροπή για την αντιμετώπιση των συμπατριωτών μας".
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Χρήστος Κολοβός γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από μουσική οικογένεια. Είναι διπλωματούχος βιολιού (τάξη Ι. Τζουμάνη) απ’ το Ωδείο Αθηνών (Ιαν. 2002). Στο ίδιο Ωδείο παρακολούθησε μαθήματα Ανωτέρων Θεωρητικών με τον Π. Κούκο. Tην περίοδο 2003 – 2007 συνέχισε τις σπουδές του στο βιολί στην τάξη του Γερμανού βιολονίστα Florian Donderer, αποκτώντας το Bachelor of Μusic, από το Prince Claus Conservatoire of Hanzehogeschool του Groningen - Ολλανδία. Την 3ετία 2008-2011 σπούδασε δ/νση ορχήστρας στο Fontys Conservatorium van Tilburg με τους Lucas Vis, Arjan Tien και Κωνσταντίνο Καρύδη στο πρόγραμμα του Master’s. Εχει επίσης παρακολουθήσει μαθήματα δ/νσης ορχ. με τον Οδυσσέα Δημητριάδη (1998-1999) και τον Christian Kluttig (Μουσική Ακαδημία της Δρέσδη). Διετέλεσε βοηθός του A. Tien με την Φιλαρμονική Ορχ. του Κέιπ-Τάουν (Ν. Αφρική) και την “Magogo Kamerorkest”. Σαν βιολιστής έλαβε μέρος ενεργά σε σεμινάρια μεταξύ άλλων των Carolyn Stuart (Παν/μιο της Ν. Φλόριντα των Η.Π.Α.) και Diana Ligeti (Conservatoire Nationale Superieure de Musique de Paris) και σαν δ/ντής ορχ. με τους Mo Piero Bellugi (Florence), Luis Buskens και A. Tien (Fontys Conservatorium – Tilburg). Εχει πάρει μαθήματα από τους βιολιστές Grigory Zhislin (Royal College of Music – London) και Harald Thedéen (Ακαδημία της Στοκχόλμη). Παρακολούθησε ακόμη το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α.
Απ’ το Σεπτέμβριο του 2012 είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ με υποτροφίες της Σχολής των Ανωτάτων και Μεταδιδακτορικών Σπουδών και της Επιτροπής των Ανωτάτων Σπουδών του Μουσικού Τμήματος στην τάξη διεύθυνσης ορχήστρας των Paolo Bellomia & Jean-François Rivest.
Διετέλεσε μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας Καλαμάτας (1998-2003) και συνεργάσθηκε με διάφορα σύνολα, εμφανιζόμενος στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας (Γιάννενα, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλονίκη, Κέα κ.α.). Επίσης, συνεργάσθηκε με την Ε.Λ.Σ. σε διάφορες παραγωγές της (Θέατρο «Ακροπόλ», Μ.Μ.Α., Αρχ. Θέατρο Επιδαύρου, Ηρώδειο) και με διάφορα άλλα ορχηστρικά σύνολα και μουσικής δωματίου σε συναυλίες σε Ελλάδα, Τουρκία, Ολλανδία και Γερμανία. Έχει δώσει ρεσιτάλ και συναυλίες μουσικής δωματίου σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Ιωάννινα, Πύργο, Πάτρα, Σπάρτη, Groningen, Amsterdam, Montréal κ.α. Το 2000 ίδρυσε το «Κουαρτέτο Εγχόρδων Κυδωνιάτης» του οποίου είναι το Α΄ βιολί, με το οποίο εμφανίσθηκε σε Σπάρτη, Πύργο, Πάτρα και στο Φεστιβάλ της Σύμης. Την περίοδο 2003-2008 αποτέλεσε μόνιμο duo με τον πιανίστα Τίτο Γουβέλη. Εχει δώσει σε Α΄ Παγκόσμια, Α΄ Πανελλήνια και Α΄ Ολλανδική εκτέλεση έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών.
Ως μαέστρος έχει συνεργασθεί με την Ορχήστρα του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ (Καναδάς), τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Χάγκεν (Γερμανία), τη Florence Symphonietta (Ιταλία), τις Ολλανδικές ορχήστρες: “Atheneum Kamerorkest” του Βασιλικού Κονσερβατορίου της Χάγης, “Rijnlands Symfononie Orkest” - Zoetermeer, “Utrechts Kamerorkest Trajectum” – Utrecht, την ορχήστρα του Fontys Conservatorium του Tilburg και διάφορα Ελληνικά σύνολα.
Με το μουσικολόγο Γιάννη Σαμπροβαλάκη οργάνωσε και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά δύο Κύκλους Συναυλιών στο Ωδείο Αθηνών με τίτλο «Ελληνες Συνθέτες και το Ωδείον Αθηνών» (2002, 2003). Οργάνωσε και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά εκδήλωση για την παρουσίαση της βιογραφίας του Κων/νου Κυδωνιάτη (1908-1996) στο Ωδείο Αθηνών (14/1/2005) στην οποία και ομίλησε για τη ζωή και το έργο του συνθέτη, καθώς και κύκλο συναυλιών με έργα Κ. Κυδωνιάτη επί τη συμπλειρώσει 10 χρόνων από το θάνατό του (2006, Ωδείο Αθηνών).
Την περίοδο 1998-2008 ασχολήθηκε με την αρχειοθέτηση του έργου του Κ. Κυδωνιάτη, ενώ παράλληλα έχει συντάξει και επιμεληθεί τον «Πλήρη και Λεπτομερειακό Κατάλογο των Έργων» του, μέρος του οποίου έχει δημοσιεύσει στο έγκριτο εξαμηνιαίο μουσικολογικό περιοδικό «Πολυφωνία» (Τ. 4, Άνοιξη 2004, Εκδ. Κουλτούρα). Επιμελήθηκε την έκδοση και συνέγραψε τα κείμενα διπλού CD με ιστορικές ηχογραφήσεις του Κ. Κυδωνιάτη ως συνοδού λαμπρών Ελλήνων και ξένων σολιστών (Αθήνα, 2009). Στα 1999-2009 συνεργάσθηκε με τον Τ. Καλογερόπουλο μεταξύ άλλων στο 7τομο Λεξικό του της Ελληνικής Μουσικής «Απ’ τον Ορφέα έως Σήμερα» (Εκδ. Γιαλλελής), στο Λεύκωμα για τα 60χρονα της Κ.Ο.Α. «Προïστορία και Ιστορία της Κ.Ο.Α.» και, με το Γ. Κατραλή στη Βιοεργογραφία του Κ. Κυδωνιάτη (Εκδ. Παρουσία). Έχει εργασθεί ως “tonmeister” (παραγωγός ηχογρ.). Στα 2006-2011 συνεργάστηκε με τον μουσικό εκδοτικό οίκο Μ. Νικολαΐδης – εκδόσεις «Orpheus» ως επιμελητής εκδόσεως έργων του Κων/νου Κυδωνιάτη. Ως επιμελητής ή διορθωτής μουσικών έργων έχει εργασθεί και σε άλλους μουσικούς εκδοτικούς οίκους. Συνέταξε επίσης την πληρέστερη ως τώρα βιογραφία του διαπρεπούς Ελληνα αρχιμουσικού Μιλτιάδη Καρύδη (1923-1998), η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό «Πολυφωνία» (Τ. 14, Ανοιξη 2009). Εχει δώσει διαλέξεις σχετικά με την Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική στο Αμστερντάμ προσκεκλημμένος από το Τμήμα Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών του Παν/μίου της πόλης, στο Χρόνινγκεν της Ολλανδίας και σε διάφορες Ελληνικές πόλεις. Επίσης, στο Συνέδριο για τα 50 χρ. απ’ το θάνατο του Δημ. Μητρόπουλου (1960-2010) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μίλησε για τη σχέση Μητρόπουλου – Κυδωνιάτη μέσα από την άγνωστη αλληλογραφία τους.
Τη διετία 2003-2005 αρθρογράφησε σε τοπική εφημερίδα του Δ. Καλλιθέας, ενώ κατά καιρούς άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο και σε διάφορα μουσικολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά («Ριζοσπάστης», «Καθημερινή», «Ελευθεροτυπία», «Πολυφωνία», «Αιολικά Γράμματα», «Βιβλιοφιλία», «Πολύτονον» κ.α.).
Απ’ το Δεκέμβριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2003 δίδαξε στο Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Ιλίου.
Tέλος, την περίοδο 2007-2008 διετέλεσε εξάρχων της Amsterdam Symphonie Orkest “Con Brio”.