Ρεπορτάζ
Κέλλυ Δημητρούλια
Εζησε σε μια εποχή δύσκολη λόγω του πολέμου, όμως σε αντίθεση με σήμερα, λέει πως στα δικά της χρόνια "υπήρχαν δουλειές και είχαμε λεφτά, αλλά δεν υπήρχαν πράγματα γιατί τα είχαν κρυμμένα".
Τόσο με τους γονείς και τα 5 αδέρφια της όσο και αργότερα με τον άντρα της, τα πεθερικά και τα παιδιά της, λέει πως έζησε μια καλή ζωή. Το επαναλαμβάνει αυτό σε κάθε ευκαιρία και δίνει την ευχή της σε όλο τον κόσμο, να φτάσουν όλοι στα χρόνια της και να έχουν καλή ζωή.
ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Παιδί της 8μελούς οικογένειας της Βασιλικής και του Γιώργου Νικητόπουλου, η κ. Κατίνα θυμάται ακόμα λεπτομέρειες από τα παιχνίδια με τις δυο αδερφές και τους τρεις αδερφούς της. Περισσότερο όμως στέκεται στα χρόνια μετά το 1922, όταν επιτάχθηκαν τα δυο άλογα από το κάρο του διανομέα πατέρα της... Θυμάται λοιπόν πως ο πατέρας της φόρτωνε τότε ένα γαϊδουράκι με αλεύρι από την Καλαμάτα κι έκανε διανομή μέχρι το Μελιγαλά. Μια φορά μάλιστα, το φορτίο του (αλεύρι και σταφίδες) εξαντλήθηκε μέχρι να φτάσει το χωριό και η οικογένειά τους έμεινε χωρίς φαγητό. Ρώτησε τότε η ίδια, μικρό παιδί, τον πατέρα της: "Τι έφερες για φαγητό"; "Ούτε αλεύρι ούτε πίτουρο" απάντησε εκείνος - και τα χάραμα ξεκίνησε με το γάιδαρο για την Τρίπολη, απ' όπου αγόρασε αλεύρι και ξαναγύρισε στο χωριό.
Το 1940 είχε αποκτήσει πάλι κάρο η οικογένεια. Ομως η κατάσταση δεν έπαψε να είναι δύσκολη: "Τρώγαμε ό,τι είχαμε σπίτι μας. Χυλοπίτες, τραχανά και κάθε μέρα χόρτα που μαζεύαμε στο βουνό. Οταν μεγαλώσαμε λίγο πηγαίναμε με τις φίλες μου μέχρι το Κακοπέτρι. Οταν βλέπαμε να κάνουν κατά το Μαυρομάτι Γερμανοί ή Ιταλοί, κρυβόμασταν και βγαίναμε μόνο όταν τ' αυτοκίνητά τους ήταν πολύ μακριά. Τότε ξαναρχίζαμε το τραγούδι και συνεχίζαμε τη δουλειά μας".
Η γιαγιά Κατίνα θυμάται ακόμα τους βομβαρδισμούς όταν πήγαινε όλη η οικογένεια στα χωράφια. Καλλιεργούσαν σταφίδες, αμπέλια και είχαν ζώα, όπως κότες, κουνέλια, κατσίκες και γαϊδουράκι. Κάθε φορά που άκουγαν από μακριά αεροπλάνα διέκοπταν τη δουλειά κι έτρεχαν να κρυφτούν στα κυπαρίσσια. Μετά έβγαιναν από την κρυψώνα τους και ξανάρχιζαν τη δουλειά τραγουδώντας δυνατά. Ακόμα και στα σπίτια θυμάται πως τα παράθυρα ήταν πάντα κλειστά.
Η μάνα της στις δύσκολες αυτές εποχές "ζύμωνε ζυμαράκι από κουκλάλευρο. Το έχωνε στη γωνιά και μας το 'δινε πιτούλα να το φάμε. Δεν είχαμε τότε καφέδες για πρωινό. Χυλό μας έφτιαχνε και τραχανά".
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΑΣΚΑΛΑ
Η Κατίνα ήταν κεντήστρα, και με τη μοδίστρα την αδερφή της δούλευαν συχνά μαζί στο σπίτι. Η ίδια έμαθε μόνη της ασπροκέντι, αλλά είχε βάλει σκοπό να σπουδάσει δασκάλα. Τέλειωσε το σχολείο, όμως η αρρώστια του πατέρα της στάθηκε εμπόδιο να σπουδάσει στην Τρίπολη. "Τον κοινωνήσαμε 7 φορές γιατί ο γιατρός έλεγε πως θα πεθάνει. Εζησε όμως χρόνια ακόμα", διηγείται.
ΑΞΕΧΑΣΤΗ Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Ακόμα και τώρα η γερόντισσα θυμάται το όμορφο αγόρι, τον αδιόριστο δάσκαλο στο χωριό της όταν ήταν κοπέλα. «Η μάνα του μου 'λεγε "εσύ θα πάρεις το καλύτερο παιδί. Δεν πήγαινε όμως ο νους μου, παρότι κάθε Σάββατο γλεντάγαμε όλοι μαζί. Ηρθε ο ίδιος και μου μίλησε, μου είπε πως μ' αγαπά, κι εγώ, όπως ήταν το σωστό, τον έστειλα στ΄ αδέρφια και τον πατέρα μου να με ζητήσει. Ηρθε ο λεβέντης, τον κέρασα μουσταλευριά, του άρεσε και ήθελε κι άλλη. Τα είπανε και κανονίστηκε. Ομως δεν είχαμε καμιά άλλη συναναστροφή».
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ
Η νεαρή Κατίνα έζησε κάποιο διάστημα στην Καλαμάτα, στην οδό Αρτέμιδος, μαζί με τον αδερφό της που δούλευε σε τσαγκαράδικο. Τότε γνώρισε τον άντρα που παντρεύτηκε τελικά λίγο αργότερα. Ομορφάντρας καλοντυμένος, πήγαινε με το ποδήλατό του σε άλλο προξενιό, αλλά όταν την είδε στάθηκε και είπε "αυτή θα πάρω"! Ηταν μάλιστα τόσο ενθουσιασμένος, που ο γάμος τους έγινε λίγες μέρες μετά, ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1943.
Η Κατίνα όμως δεν του είπε το "ναι" αμέσως. Ηθελε πρώτα να στείλει γράμμα στο δάσκαλο. Εκλεισε το φάκελο, τον έδωσε σε έναν γνωστό της, ο οποίος το έδωσε με τη σειρά του σ' έναν συγχωριανό της στη Λάμπαινα. Ο φάκελος δεν έφτασε όμως ποτέ στα χέρια του αδιόριστου τότε δασκάλου, κι έτσι η κοπέλα δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Ετσι απάντησε η ίδια θετικά στην πρόταση του νεαρού από τη Μεγάλη Μαντίνεια και μέσα σε λίγες μέρες πήγαν για τα προικιά. Τότε όμως συναντήθηκαν με το δάσκαλο στο χωριό: Εκείνος ζήτησε να τον πάρουν οι δικοί της μαζί στο κάρο μέχρι τη Μεσσήνη, και τότε είχε την ευκαιρία να τη ρωτήσει γιατί δεν του έστειλε ένα μήνυμα ότι σκοπεύει να παντρευτεί... Οταν έμαθε πως το γράμμα που του έστειλε δεν το έλαβε ποτέ, ήταν ήδη αργά.
Ο ΚΑΛΟΣ ΓΑΜΟΣ
Η γιαγιά Κατίνα τονίζει πως παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που τον εκτίμησε και τον αγάπησε βαθιά. Ηταν λέει κι ο καλύτερος νοικοκύρης του χωριού. Είχε μαντριά, χωράφια, εξοχικό, περιουσία μεγάλη. Θυμάται ότι πριν το γάμο, όταν πήγαιναν οι συμπεθέροι στο χωριό της, Γερμανοί ή Ιταλοί τους έκλεισαν το δρόμο απ' όπου πέρναγε το κάρο κοντά στη Βέργα. Τους πήραν τις... δίπλες και τις πίτες και τελικά στο χωριό έφτασαν μόνο ο γαμπρός κι ο ξάδερφός του.
Ο γάμος έγινε πάντως και όλα ήταν πολύ καλά. Είχε τα καλύτερα πεθερικά, λέει, και ήταν σεβαστή σε όλο το χωριό. Θυμάται και τις δυσκολίες, όπως το σεισμό του 1944 που τους γκρέμισε τα σπίτια, ενώ εκείνη ήταν στις μέρες της να γεννήσει.
ΤΑ "ΧΡΥΣΑΦΙΑ" ΤΗΣ
Με τον άντρα της απέκτησαν 2 παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που της έδωσαν 4 εγγόνια και 4 δισέγγονα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι 24 ετών. "Από τα εγγόνια πήρα τις μεγαλύτερες χαρές... Να ζήσουν ακόμα πιο πολύ από μένα. Ολα τα εγγόνια μου και τα δισέγγονά μου είναι χρυσά και τ' αγαπάω πολύ. Η Κάτια μου, η Χριστίνα μου, η Ελενά μου... είναι τα χρυσάφια μου, τα χρυσάφια της ζωής μου".