Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιγραφές και συστάσεις ο θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης, το έργο του οποίου “Το Γάλα” ανεβαίνει αυτό το διάστημα από το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. H παράσταση, που έχει γράψει τη δική της ιστορία αυτά τα χρόνια και που συνεχίζει να κερδίζει τους θεατρόφιλους, καλεί το κοινό σε ένα μοναδικό ταξίδι στον κόσμο των ηρώων της. Ενα είναι το σίγουρο. Οταν κάποιος γευτεί έστω και μια σταγόνα από αυτό το “Γάλα”, βγαίνοντας από το θέατρο είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος…
- Είχατε ξανάρθει στην πόλη μας πριν από κάποια χρόνια, για το “Εντελώς αναξιοπρεπές”.
Το είχε σκηνοθετήσει η Μαρία Σκαφιδά, ήταν ωραία δουλειά. Και τώρα ξανά εδώ για το ΔΗΠΕΘΕ. Η παράσταση μου φάνηκε ωραία.
- Σε τι φάση βρίσκεστε τώρα, όσον αφορά τη δημιουργική σας πλευρά;
Τα καλλιτεχνικά έχουν αρχίσει και κινούνται πάλι σιγά σιγά. Βγάζω ένα μυθιστόρημα που λέγεται “Ο δρόμος του κεραυνού” από τις Εκδόσεις “Αίολος” και θα κυκλοφορήσει τώρα, μέσα στο Νοέμβριο. Ενα ζεν νουάρ μυθιστόρημα. Με χιούμορ και αρκετή πίκρα.
- Το δικό σας χιούμορ φαντάζομαι, όχι το... κανονικό;
Αυτό το παράξενο πράγμα, ναι.
- Τι θέμα αγγίζει;
Είναι ένα αστείο για το χρόνο, με την έννοια του τάιμινγκ. Κατά πόσο είναι η σωστή στιγμή για να κάνει κάποιος κάτι που θέλει, αλλά όταν βρίσκει τη σωστή στιγμή δεν είναι σίγουρος ότι αυτό πραγματικά θέλει.
- Η παράσταση αυτή του ΔΗΠΕΘΕΚ ήταν να ανέβει πριν από ένα χρόνο νομίζω. Εχει συμβεί και σε άλλα θέατρα με έργα σας κάτι ανάλογο;
Βέβαια. Και πάγωσαν παραστάσεις που ήταν έτοιμες να ανεβούν, και παραστάσεις που έπαιζαν σταμάτησαν. Οταν ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα, έργο μου παιζόταν στην Αθήνα με τον Ερρίκο Λίτση και άλλα 3 νέα παιδιά, σε μια εξαιρετική παράσταση. Πήγαινε πολύ καλά, αλλά δυστυχώς σταμάτησε. Τώρα, μετά από ενάμιση χρόνο, δεν μπορεί να συνεχιστεί πια, έχει διαλυθεί ο θίασος. Τώρα “μπουσουλίζουμε” πάλι σιγά σιγά, με μεγάλη ανησυχία. Ειδικά με το τέταρτο κύμα της πανδημίας.
- Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους ανθρώπους του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας; Είχατε γνωριστεί και στην Αθήνα παλιότερα;
Οχι, αλλά είχα δει παραστάσεις στην Αθήνα, στο Θέατρο “Ανοιξη”, του κ. Μαργαρίτη και ήξερα ότι δουλεύει σε ένα υψηλό επίπεδο. Οταν μου το πρότεινε, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη – και δικαιώθηκα πραγματικά.
- Πώς πιστεύετε ότι δικαιολογείται η επιτυχία που έχει το έργο αυτό; Εχει γραφτεί εδώ και αρκετά χρόνια αλλά συνεχίζει ο κόσμος να το αναζητά.
Πιστεύω ότι φέρει ως έργο μια δύναμη και μια αυθεντικότητα. Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τη συγκίνηση και την ένταση που προκαλεί, φέρνει τους ανθρώπους αυτούς που το βλέπουν ή το διαβάζουν ενώπιον πραγμάτων που λίγο πολύ αποφεύγουμε να διαχειριστούμε. Αυτά είναι θέματα που μας αφορούν άμεσα εμάς τους ίδιους. Κυρίως επειδή ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Λευτέρης, θέτει ενώπιον όλων μας το αίτημα της αποδοχής και της αγάπης. Και αυτό είναι ένα αίτημα που το έχουμε όλοι μας, σχεδόν από την αρχή που ερχόμαστε στη ζωή, μέχρι που φεύγουμε. Είναι ένα έργο που το φέρνει αυτό το θέμα μπροστά μας και σαφώς αυτό μας αφορά όλους. Ισως εκεί να βρίσκει ο καθένας κάτι δικό του.
- Από την εποχή που γράφτηκε μέχρι σήμερα, θεωρείτε ότι έχει αλλάξει κάτι όσον αφορά το πώς βλέπουμε το ξένο στη ζωή μας, αλλά και το κομμάτι της ψυχικής ασθένειας;
Στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά το θέμα της ψυχικής ασθένειας υπάρχει μια μεγαλύτερη απενοχοποίηση. Στην ψυχική ασθένεια, το πρώτο πρόβλημα είναι ο στιγματισμός του ατόμου, αλλά και του περιβάλλοντός του. Νομίζω ότι αυτό έχει αρχίσει να σπάει σιγά σιγά, γιατί οι άνθρωποι που έχουν πρόβλημα μιλάνε ανοιχτά γι’ αυτό. Βρίσκω ότι έχει γίνει ένα βήμα. Τώρα όσον αφορά την αποδοχή του διαφορετικού, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα σήμερα από όταν είχε γραφτεί το έργο. Γιατί έχουν γίνει πολλά. Η κατάσταση έχει μπερδευτεί πολύ με τις ΜΚΟ, με την εργαλειοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων. Είναι κάτι που δεν είναι άσπρο ή μαύρο, όπως ήταν όταν ξεκίνησε αυτό το θέμα. Εχει μπει πολύ πολιτικό και διεθνές παιχνίδι μέσα – και αυτό σαφώς κάνει τον κόσμο να είναι καχύποπτος. Σε απλό, ανθρώπινο επίπεδο, νομίζω ότι μετά και τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, είδαμε πού μπορεί να οδηγήσει ο φόβος προς το ξένο. Οι απλοί άνθρωποι νομίζω ότι είμαστε σε θέση να δεχτούμε και να συνδράμουμε τον οποιοδήποτε ξένο έχει την ανάγκη μας. Τώρα είναι όμως τόσο μεγάλο το πρόβλημα, που δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάνει κάτι σποραδικά, γι’ αυτό χρειάζεται μια ολιστική αντιμετώπιση και διεθνής συνεργασία.
- Οι ήρωές σας μοιάζουν λίγο "καταραμένοι". Πώς θα τους χαρακτηρίζατε εσείς; Τι είναι αυτοί οι τύποι; Πώς γεννιούνται στο μυαλό σας; Πού πάνε μετά;
Ισως θα έπρεπε να σκέφτονται κι αυτοί πού και πού τον καημένο τους τον συγγραφέα!
- Σας έχουν ταλαιπωρήσει μάλλον, για να το λέτε.
Δεν ξέρω, μάλλον. Μπορεί να τους ταλαιπωρώ εγώ. Αν πρέπει να δώσω ένα χαρακτηρισμό στους περισσότερους ήρωές μου, θα έλεγα ότι είναι ανυπεράσπιστα πρόσωπα. Με την έννοια ότι πολλά από αυτά (όπως ο Λευτέρης από το “Γάλα”) είναι προσκολλημένα σε κάτι, σε ένα είδος αξίας ή μνήμης, από το οποίο δεν μπορούν να αποκολληθούν. Και αυτό φέρνει ένα κόστος που πρέπει να πληρώνουν. Είναι ευάλωτα αυτά τα άτομα, γι’ αυτό λέω ότι είναι ανυπεράσπιστα. Σε κάποιους μηχανισμούς κοινωνικούς, είτε εμφανείς είτε υποδόριους, σε επίπεδο συμπεριφοράς που τα οδηγεί στην εξόντωση. Αυτά τα άτομα ακριβώς δεν μπορούν να πληρώσουν το “ποσοστό λύπης” που απαιτείται για να ενταχθείς σε ένα σύνολο. Τώρα, το τι κάνουν μετά, είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση… Μετά κατά κάποιον τρόπο βλέπω κάποιους κομματιαστά από εδώ κι από εκεί. Σε άλλους ανθρώπους που συναντάω, στην πραγματική ζωή, βλέπω λίγο ένα βλέμμα από τον τάδε ήρωα, ένα χαμόγελο από έναν άλλο. Βλέπω μια συμπεριφορά, δύο κουβέντες ή έναν ολόκληρο ήρωα…
- Εργάζεστε ως καθηγητής. Τι γίνεται όταν πρέπει να διδάξετε και να διαχειριστείτε άτομα με στοιχεία των ηρώων σας μέσα στην τάξη;
Σε ένα σχολείο, ένα παιδί με προβληματική συμπεριφορά ή μειωμένη γενική απόδοση είναι υπόθεση όλων. Δεν μπορεί να το αναλάβει ένας εκπαιδευτικός μόνο και να το φέρει κάπου, αλλά μπορεί ένας εκπαιδευτικός να βοηθήσει το παιδί να ανοιχτεί στην όλη σχολική διαδικασία. Εγώ αυτό που κάνω από τη μεριά μου είναι να πιάσουμε μια φιλική κουβέντα, η οποία μπορεί να ξεκινάει από το τι σειρές του αρέσουν στο νέτφλιξ, μέχρι τους φόβους του. Το πλαίσιο να μην είναι “ο δάσκαλος που μιλάει με το μαθητή”, αλλά δύο άνθρωποι, οι οποίοι μιλάνε για τη ζωή τους. Μετά βλέπω ότι η συμπεριφορά του παιδιού στο μάθημά μου είναι διαφορετική.
- Αρα βλέπετε κάτι. Λαμβάνετε κι εσείς κάποια στίγματα ελπίδας.
Αυτό που λέμε ότι “τα παιδιά αν τα βάλεις στο φιλότιμο ανταποκρίνονται”, εγώ βλέπω ότι λειτουργεί. Και όταν λέω “φιλότιμο”, δεν εννοώ να εφαρμόζεται κάποια τεχνική, αλλά το να είσαι απλός και φιλικός μαζί τους.
- Εχετε νιώσει ποτέ ότι παρά την καλή σας θέληση δεν καταφέρατε να πετύχετε κάτι; Το λέω γιατί καλές προθέσεις στη θεωρία είχαν και η μάνα του ήρωα και ο αδερφός του και ο ίδιος (στο “Γάλα”), αλλά δεν τα κατάφεραν.
Κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει ολοκληρωτικά κανέναν. Απλώς αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είτε στο σχολείο είτε σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, είναι να βοηθάμε λίγο ο ένας τον άλλο να ξεκουμπώνει ένα δύο κουμπάκια από την πανοπλία που φοράμε. Από κει και πέρα, να βοηθάμε, να υπάρχει μια ανοικτότητα μεταξύ μας. Είναι οι άνθρωποι που ερχόμαστε σε επαφή και λίγο τους βοηθάμε ή μας βοηθάνε κι αυτοί μετά, και ο καθένας συνεχίζει το δρόμο του. Δηλαδή, δεν ξέρω πού πάνε όλοι αυτοί που αναφέρω, είναι λίγο σαν τους ήρωες των έργων μου. Ενα έργο πιάνει τους ήρωες από μια συγκεκριμένη στιγμή. Ναι μεν υπάρχουν καλές προθέσεις, αλλά οι αντικειμενικές συνθήκες αναιρούν ή θέτουν σε δοκιμασία την πραγματοποίηση αυτών των προθέσεων.
- Πού προτιμάτε, πού νιώθετε πιο οικεία να βλέπετε τα έργα σας;
Οπουδήποτε καταλαβαίνω ότι υπάρχει γνήσιο ενδιαφέρον και έγνοια για το έργο και για τα πρόσωπά μου. Οταν καταλάβω ότι αυτό υπάρχει και υπάρχει βαθιά κατανόηση, γιατί το ενδιαφέρον πολλές φορές δεν φτάνει, αλλά υπάρχει βαθιά κατανόηση του τι συμβαίνει μέσα στο έργο και στον ψυχισμό των ηρώων. Οταν το βλέπω αυτό, είμαι καλυμμένος, επικεντρώνομαι σε αυτό, δεν βλέπω αν πρόκειται για ένα μεγάλο θέατρο ή ένα σχολείο. Μου έχει τύχει να δω παράσταση έργου μου σε ΕΠΑΛ από μαθητές, όπου ήταν μια σχολική παράσταση, αλλά ήταν τέτοια η συγκίνηση των παιδιών, που στο τέλος τούς πήραν τα κλάματα και δεν μπόρεσαν να κάνουν φινάλε. Αυτή η παράσταση δεν τελείωσε ποτέ. Ηταν όμως από τις πιο ωραίες παραστάσεις που έχω δει, και όχι μόνο για δικό μου έργο. Ηταν σε ένα ΕΠΑΛ στα Καμίνια, πριν από χρόνια.
- Εχουν γραφτεί διθυραμβικά λόγια για το έργο σας. Σας έχουν πει “το νέο αίμα του σύγχρονου θεάτρου”. Αυτό πώς λειτουργούσε σε σας, προκάλεσε στρες για το επόμενο βήμα;
Αυτά είναι προβλήματα που έχουν οι ποπ σταρ, να κάνουν κάτι μεγάλο και μετά να το επαναλάβουν ή να το ξεπεράσουν. Για μένα ήταν απλώς μια ευχαρίστηση που με διευκόλυνε για να μπορέσω να προχωρήσω στο επόμενο έργο, στην επόμενη παράγραφο. Από την ώρα που ξεκινάς να γράφεις κάτι καινούργιο, τουλάχιστον για μένα, δεν “παίζει” τίποτα από αυτά. Είσαι μόνο εσύ και όλη αυτή η καινούργια περιπέτεια που έχεις αρχίσει. Είναι πιο συναρπαστική αυτή η περιπέτεια, από το να σε λένε “το νέο αίμα”.
- Εχετε γράψει κάποιο νέο θεατρικό, που θα το δούμε αργότερα;
Νέο, όχι. Υπάρχει κάτι παλιό σχετικά, ένας μονόλογος, ο “Μάκης”, που έχει παιχτεί και παλιότερα, πρώτη φορά από τον Δημήτρη Πιατά και μετά από το Νίκο Ορφανό. Τώρα θα ξανανέβει με τον Ερρίκο Λίτση. Τον θαύμαζα από παλιά και τώρα έχω τη χαρά να τον “έχω”, όχι μόνο να παίζει στο έργο μου, αλλά να τον σκηνοθετώ κιόλας. Τα τελευταία χρόνια κάνω και κάποιες σκηνοθεσίες.
- Αυτό προέκυψε ως εσωτερική ανάγκη;
Δεν σκηνοθετώ συνήθως δικά μου έργα. Από τα δικά μου, έχω σκηνοθετήσει μόνο ένα, το “Καγκουρό” το 2016. Εχω σκηνοθετήσει άλλες 3-4 φορές έργα άλλων, ανάμεσα σε αυτά και του Καμπανέλλη. Τώρα είναι η δεύτερη φορά που κάνω δικό μου έργο και μάλιστα με τον Ερρίκο Λίτση.
- Πώς είστε σε αυτή τη διαδικασία;
Δεν είναι ακριβώς ανάγκη, κατά κάποιον τρόπο ήρθαν τα πράγματα έτσι. Μια φυσική προέκταση της δραματουργίας. Δραματουργία δεν είναι μόνο το γράψιμο, περιλαμβάνει και τη σκηνοθεσία και τον τρόπο προσέγγισης της υποκριτικής σε ένα ρόλο και έργο. Από τη στιγμή που κάνεις το πρωταρχικό στάδιο, που είναι η γραφή, μετά φυσιολογικά έρχεται το δεύτερο στάδιο – δηλαδή είναι μια άλλη μορφή δραματουργίας η σκηνοθεσία για μένα. Πιστεύω πως το γεγονός ότι γράφω με βοηθάει στη σκηνοθεσία, και από την άλλη μεριά και το ότι σκηνοθετώ μου δίνει πράγματα για να προχωράω παρακάτω ως συγγραφέας.
- Με το διάβασμα πώς τα πάτε αυτό τον καιρό, που βγαίνουν τόσο πολλά βιβλία;
Υπάρχει πανικός. Εγώ πανικοβάλλομαι.
- Τι σας αρέσει, όταν μπορείτε να διαβάσετε;
Μου αρέσουν οι σύγχρονοι Αμερικάνοι στη λογοτεχνία. Αυτό βλέπω να με τραβάει. Διαβάζω, τσαλαβουτάω κυρίως, αρχίζω ένα βιβλίο, μετά μου φέρνουν ένα άλλο, το αφήνω, πιάνω άλλο, μετά πάω πάλι στο προηγούμενο...