Ο συγγραφέας σε δεκαοκτώ κεφάλαια 500 σελίδων βιογραφεί την εποχή που εκτείνεται χρονικά από την έναρξη της γερμανικής απειλής στην Ελλάδα έως και την ανάπτυξη του εμφυλίου, ενώ στον ολιγοσέλιδο επίλογο γίνεται αντιληπτή η διαπίστωση πως το δίκιο ογδόντα χρόνια μετά δεν έχει αποδοθεί εν τοις πράγμασι.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στην ατμόσφαιρα της εποχής, με τις ζωντανές εικόνες να φανερώνουν πως το βιβλίο κινείται μεταξύ πραγματικών γεγονότων και μυθοπλασίας. O ίδιος, μιλώντας στην “Ε” αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην επανακυκλοφορία του βιβλίου του και πως συνδέεται με τη γενέτειρα του, στην εξέλιξη του ως συγγραφέας τα τελευταία χρόνια αλλά και στα μελλοντικά του σχέδια…
Υστερα από 13 χρόνια “Το Δίκιο” επανακυκλοφόρησε σε εμπλουτισμένη έκδοση. Πώς αισθάνεστε που ο τόμος είχε τόσο μεγάλη απήχηση, όντας περιζήτητος;
Είναι αλήθεια ότι «Το Δίκιο» διαβάστηκε και αγαπήθηκε. Και είμαι πραγματικά χαρούμενος που θα αποκτήσει μια δεύτερη ζωή. Οφείλω να ευχαριστήσω τόσο τις εκδόσεις Τόπος, όσο και την επιμελήτρια του οίκου, την κυρία Άρτεμη Λόη, η οποία εισηγήθηκε την επανέκδοσή του. Εύχομαι αυτή η δεύτερη ζωή του βιβλίου να είναι εξίσου επιτυχημένη με την πρώτη.
Για όσους έχουν διαβάσει την πρώτη έκδοση αλλά και για αυτούς που δεν την πρόλαβαν λόγω εξαντλήσεως, τι νέο περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το μυθιστόρημα στη νέα του μορφή;
Η πιο σημαντική διαφοροποίηση της νέας έκδοσης είναι ότι περιέχει ένα καινούργιο, αρχικό κεφάλαιο. Κατά τα άλλα, οι παρεμβάσεις ήταν ελάχιστες. Κυρίως διορθώσαμε κάποια μικρά λάθη που εντοπίσαμε στην προηγούμενη έκδοση. Νομίζω πως δεν θα ήταν σωστό να κάνουμε καίριες αλλαγές. Ακόμη και η προσθήκη του καινούργιου κεφαλαίου με προβλημάτισε για το αν είναι σωστή. Τελικά καταλήξαμε ότι, αφενός, η προσθήκη του κεφαλαίου είναι ταιριαστή με το υπόλοιπο βιβλίο, αφετέρου και κυρίως ότι αυτό το καινούργιο κεφάλαιο δεν αλλοιώνει ούτε το ύφος ούτε πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της ιστορίας.
Νιώθετε πως έχετε εξελιχτεί ως συγγραφέας από το “Δίκιο” του 2010 σε αυτό του 2023;
Ναι, θεωρώ ότι ο τρόπος που έγραφα το 2010 είναι διαφορετικός από τον τρόπο που γράφω σήμερα. Γενικώς κάθε καινούριο βιβλίο μου είναι διαφορετικό από το προηγούμενο. Η γλώσσα, ζήτημα που με έχει «βασανίσει» σε όλα τα βιβλία μου, σήμερα είναι πιο λιτή, τολμώ να πω δημοσιογραφική. Επίσης, όταν ξεκίνησα να γράφω, το ένστικτο του αναγνώστη υπερτερούσε του συγγραφέα. Σήμερα έχω την αίσθηση ότι ισχύει το ανάποδο, δηλαδή γράφω περισσότερο ως συγγραφέας και λιγότερο ως αναγνώστης. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι τα καινούργια βιβλία είναι καλύτερα από τα προηγούμενα. Ο αυθορμητισμός, ο ενθουσιασμός ή και η άγνοια κάποιες φορές μπορούν να φέρουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτή η συνταγή δεν μπορεί να σε πάει μακριά. Εάν φιλοδοξείς να αποκτήσουν μια κάποια διάρκεια στο χρόνο τα γραφτά σου, οφείλεις να καταθέσεις σχέδιο. Να ξέρεις δηλαδή, καθετί που κάνεις γιατί το κάνεις και να μην στηρίζεσαι απλά και μόνο στο ένστικτό σου.
Oι φωτογραφίες του εξωφύλλου είναι από μόνες τoυς ένας προπομπός για το τι θα διαβάσει κάποιος;
Η κεντρική φωτογραφία του εξωφύλλου απεικονίζει την οικογένεια του πατέρα μου λίγο πριν το 1930. Δεν την έβαλα όμως για να δείξω την οικογένεια του πατέρα μου, αλλά γιατί θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε οικογένεια της εποχής. Μ’ αυτή την έννοια, η φωτογραφία δεν δείχνει πρόσωπα αλλά τόπο και χρόνο, προσπαθεί να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν και οι υπόλοιπες φωτογραφίες, οι περισσότερες από τις οποίες απεικονίζουν αντάρτες. «Το Δίκιο» είναι ένα μυθιστόρημα για την περίοδο της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Οι φωτογραφίες που το συνοδεύουν δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν άμεση σχέση με την εποχή.
Τα πραγματικά γεγονότα από το οικογενειακό σας περιβάλλον αποτέλεσαν το έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου;
Το έναυσμα για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν ένα πραγματικό περιστατικό που αφορούσε τον πατέρα μου και τον παππού μου. Συγκεκριμένα, κάποια στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να ανέβει στο βουνό και να γίνει αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του, άνθρωπος συντηρητικός που δεν είχε μάθει να του φέρνουν αντιρρήσεις, αντέδρασε μανιασμένα, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν σκληρά. Πάνω σε αυτό το περιστατικό έχτισα τα θεμέλια όλης της ιστορίας. Αυτή η σύγκρουση είναι κάτι περισσότερο από τον τσακωμό δυο ανθρώπων. Είναι η σύγκρουση γενεών, εποχών, κοσμοθεωριών κλπ. Κάθε τόπος γνώρισε αυτές τις συγκρούσεις διαφορετικά. Στην Μεσσηνία αλλά και στους όμορους νόμους, τολμώ να πω ότι όλα αυτά τα ζήσαμε υπό τη μορφή τραγωδίας. Ακρότητες κάθε είδους, μαζικές εκτελέσεις, προδοσίες, εξαθλίωση και εξαχρείωση ήταν βασικά συστατικά της εποχής. Από την άλλη όμως, μέσα από το ζόφο και παράλληλα με όλα τα προηγούμενα, αναδύθηκαν ηρωικές πράξεις αντίστασης, αλληλεγγύη, αυτοθυσία.
«Στον πατέρα μου που έφυγε νωρίς και δεν πρόλαβε να μου τα πει ο ίδιος» διαβάζουμε στην αρχή του βιβλίου. Νιώθετε πως η φωνή του μέσα από το βιβλίο παραμένει «ζωντανή»;
Αυτή η αφιέρωση ήταν κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια να συμφιλιωθώ με τον πατέρα μου. Όταν την έγραφα είχαν περάσει σχεδόν 25 χρόνια από το θάνατό του και θεώρησα ότι είχε έρθει η ώρα να ειρηνεύσουμε. Κι αυτό το λέω διότι, όταν πέθανε, οι σχέσεις μας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Εγώ περνούσα μια εκρηκτική εφηβεία, αυτός ήταν ένας άνθρωπος παλαιών αντιλήψεων, σκληρός ο οποίος, όπως και ο δικός του πατέρας, ήθελε να γίνεται το δικό του. Του αφιέρωσα το βιβλίο για να του πω ότι δεν του κρατάω κακία. Θέλω να πιστεύω ότι και αυτός θα αισθάνεται το ίδιο.
Πόσο δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα να αγγίξει την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου;
Είναι τόσο εύκολο, όσο και δύσκολο. Εύκολο διότι μπορεί ο οποιοσδήποτε να διαβάσει λίγα βιβλία, να αποκτήσει μια γενική γνώση της περιόδου και να καταθέσει όσα συμπέρανε στο χαρτί. Δύσκολο, διότι η επιφανειακή γνώση των πραγμάτων μπορεί να σε οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Η δολοφονία του Ψαρρού, η αποχή του ΚΚΕ από τις εκλογές του 1946, η ημερομηνία έναρξης του εμφυλίου καθώς και πολλά παρόμοια ζητήματα επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Πάντως, οφείλω να σημειώσω ότι, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, τα κριτήριά μας πρέπει να είναι πιο ελαστικά. Και εννοώ, ότι ο μυθιστοριογράφος θα κριθεί πρωτίστως για τη λογοτεχνική αξία αυτού που έχει γράψει και δευτερευόντως για την ιστορική του ακρίβεια ή οτιδήποτε άλλο. Από την άλλη όμως, θεωρώ ότι είναι υποχρέωση όλων όσοι καταπιάνονται με την ιστορία να τη σέβονται…
Οδηγηθήκατε σε κάποιο ή κάποια συμπεράσματα από την αρχή της μελέτης έως την έκδοση του βιβλίου;
Σε γενικές γραμμές δεν έγινα σοφότερος. Οπωσδήποτε όμως, γνωρίζοντας καλύτερα την περίοδο, κατέληξα σε συμπεράσματα πιο στέρεα. Επίσης έμαθα αρκετές λεπτομέρειες για περιστατικά που τα γνώριζα σε πολύ αδρές γραμμές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η μάχη του Μελιγαλά, στην οποία έχω αφιερώσει ένα κεφάλαιο του βιβλίου. Τώρα μου είναι πιο εύκολο να εξηγήσω συμπεριφορές, αντιδράσεις και γενικώς περιστατικά που, μη γνωρίζοντας το υπόβαθρο, θα μπορούσα να τα ερμηνεύσω διαφορετικά. Πάντως, πιστεύω ότι η μελέτη της περιόδου και μόνο δεν φθάνει. Κάποιος που θέλει να ασχοληθεί με το –λεγόμενο– ιστορικό μυθιστόρημα οφείλει να έχει γενικότερη αίσθηση της ιστορίας. Παραδείγματος χάρη, αν κάποιος δεν γνωρίζει για τον εθνικό διχασμό, θα δυσκολευτεί να εξηγήσει τη στάση πολλών πρωταγωνιστών της εποχής, και ιδίως αξιωματικών. Η ιστορία είναι μια μακριά αλυσίδα. Όσους περισσότερους κρίκους γνωρίζεις, τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα.
Το βιβλίο απευθύνεται κυρίως στους λάτρεις της ιστορίας ή ανοίγεται σε άλλες κατευθύνσεις; Προσδοκάτε το αναγνωστικό κοινό να αναγνωρίσει κάποια στοιχεία μέσα από τη γραφή σας;
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους όσοι αγαπούν τη λογοτεχνία και ειδικότερα το μυθιστόρημα. Αν κάποιος αγαπάει τόσο το μυθιστόρημα όσο και την ιστορία, ακόμη καλύτερα. Τούτο το βιβλίο καταπιάνεται και με τα δυο. Καταπιάνεται, επίσης, και με την πολιτική προέκταση των γεγονότων. Προσπαθεί δηλαδή, μέσα από το πάντρεμα μύθου και ιστορίας, να φωτίσει σκοτεινά περιστατικά, να ερμηνεύσει και, σε κάποιες περιπτώσεις, να να δώσει απαντήσεις. Αυτό που προσδοκώ από το αναγνωστικό κοινό είναι να μου αναγνωρίσει εντιμότητα στην προσέγγιση. Ότι, δηλαδή, έγραψα προσπαθώντας να μην αδικήσω κάποιον. Δεν λέω ότι τα κατάφερα, λέω όμως ότι τουλάχιστον το προσπάθησα.
Η λέξη “δίκιο” φαντάζει σχετική ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Στην προκειμένη περίπτωση πιο δίκιο αναζητά το βιβλίο;
«Κάθε τρεις και λίγο να τρέχει στα τμήματα και στα δικαστήρια. Κι όλο να ρωτάει τον Κώστα: «Γιατί, παιδάκι μου;» «Για το δίκιο του κόσμου, μάνα». «Το δικό μας το δίκιο ποιος θα μας το δώσει, παιδάκι μου;» Σώπαινε ο Κώστας, απάντηση δεν της έδινε. Έβαζε το δίκιο του κόσμου πάνω από το δικό τους, μα δεν μπορούσε να της το πει, ντρεπότανε. Πώς να της πει να παλέψει για τα φουστάνια των αλλωνών όταν δεν έχει δικό της; Πώς να της πει να παλέψει για τα μεγάλα και σημαντικά όταν δεν μπορεί να φέρει βόλτα τα μικρά και ασήμαντα;». Αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο δίνει σε μεγάλο βαθμό την απάντηση στο ερώτημά σας. Το βιβλίο κατά κύριο λόγο προσπαθεί να μιλήσει για το δίκιο των πολλών και φτωχών. Αυτών που δεν καταγράφονται στην επίσημη ιστορία με το ονοματεπώνυμό τους αλλά ως αριθμοί στις στατιστικές. Προσπάθησα να εισχωρήσω στον μικρόκοσμό τους, να μάθω τις αγωνίες τους, τις επιδιώξεις τους, να καταλάβω γιατί έπραξαν έτσι και όχι αλλιώς. Προσπάθησα να φωτίσω τα μεγάλα γεγονότα, μέσα από τα μικρά, προσωπικά δράματα.
Mετά την επανέκδοση αυτή υπάρχει κάποιο νέο βιβλίο που οραματίζεστε;
Το προηγούμενο βιβλίο μου, «ο Αμερικάνος», ήταν το πρώτο μιας τριλογίας. Τώρα γράφω το δεύτερο βιβλίο, στο οποίο ο κεντρικός ήρωας του Αμερικάνου, ο Ερκ, θα μεταφερθεί στην επαναστατημένη Ρωσία και θα ζήσει από πρώτο χέρι την Οκτωβριανή επανάσταση, αλλά και διάφορα άλλα γεγονότα κάποια από τα οποία ακουμπάνε και την Ελλάδα. Δουλεύω ήδη αρκετό καιρό και πιστεύω ότι προς το τέλος του έτους θα μπορώ να πω περισσότερα. Πάντως, οφείλω να σημειώσω ότι και αυτό το ταξίδι στο χρόνο είναι σαγηνευτικό. Η δεκαετία μεταξύ 1910 και 1920 είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι σηματοδοτεί τα όσα θα επακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες.