Σάββατο, 18 Μαρτίου 2023 08:29

Ο Πρόεδρος της Ο.Π “Νηλέας” Γιώργος Κόκκινος στην «Ε»: Μεγάλες αβεβαιότητες από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς

Ο Πρόεδρος της Ο.Π “Νηλέας” Γιώργος Κόκκινος στην «Ε»: Μεγάλες αβεβαιότητες από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς

 

Συνέντευξη στον Γιώργο Παναγόπουλο

“Μπαίνουμε σε μια περίοδο με μεγάλες αβεβαιότητες οι οποίες θα απειλήσουν σοβαρά το ισχύον μοντέλο αγροτικής παραγωγής που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς” τονίζει ο πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών “Νηλέας” Γιώργος Κόκκινος μιλώντας στην «Ε».

Μέσα από τη δράση του στο “Νηλέα” έχει αναπτύξει σειρά πρωτοβουλιών έξω από τα καθιερωμένα στον αγροτικό τομέα. Βλέπει τα σημερινά αδιέξοδα και τους κινδύνους και επισημαίνει προβλήματα όπως η έλλειψη σύνδεσης της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγή, αλλά και την προοπτική του ελληνικού ελαιώνα μέσα από την περιβαλλοντική και πολιτιστική του διάσταση. Σημειώνει εμφατικά ότι ο αγροδιατροφικός τομέας καλείται να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο εφόσον πρέπει να σηκώσει το βάρος αφενός της αυτάρκειας και της επάρκειας τροφίμων, και αφετέρου της συγκράτησης νέων ανθρώπων στο επάγγελμα και στην ύπαιθρο.

  

 - Η φετινή χρονιά στην ελαιοπαραγωγή είχε μια μεγάλη αντίφαση. Καλές τιμές και ποσότητες αλλά προβλήματα στην ποιότητα. Αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο ή μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο με μεγάλες αβεβαιότητες;

Η μεγάλη ζημιά στην Ισπανία και την Ιταλία από την κλιματική αλλαγή εκτόξευσαν τις τιμές ελαιολάδου, οπότε εμείς είμαστε οι «τυχεροί» αυτής της συγκυρίας. Η κλιματική κρίση, όμως, δεν έχει σύνορα. Αυτό αποδείχθηκε όταν μετά τις 10-15 Δεκεμβρίου 2022 το παραχθέν ελαιόλαδο ήταν κακής ποιότητας, αποτέλεσμα του ζεστού και υγρού χειμώνα που ευνόησε το γλοιοσπόριο και τον δάκο. Δυστυχώς μπαίνουμε σε μια περίοδο με μεγάλες αβεβαιότητες, οι οποίες νομίζω ότι θα απειλήσουν σοβαρά το ισχύον μοντέλο αγροτικής παραγωγής που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Η κλιματική αλλαγή, η βιομηχανοποίηση της παραγωγής ελαιολάδου (υπερεντατικά συστήματα, με χαμηλό κόστος παραγωγής) σε χώρες και εκτός μεσογειακής λεκάνης και η εκτόξευση του κόστους παραγωγής, συνδυαστικά με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής ελαιοκομίας αποτελούν πολύ σοβαρές απειλές.

 

 - Η διακύμανση των τιμών από χρόνο σε χρόνο και από μήνα σε μήνα είναι κάτι λογικό; Μπορεί με κάποιο τρόπο να αντιμετωπιστεί; 

Δεν νομίζω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί διότι καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Σε περιόδους μεγάλης παραγωγής θα έχουμε χαμηλές τιμές και το αντίστροφο, όπως ακριβώς συμβαίνει φέτος.

 

 - Η κατάκτηση αγορών με επώνυμο ελληνικό τυποποιημένο προϊόν που αναφέρεται χρόνια ως λύση γιατί τελικά δεν προχωρά;

Οι λόγοι εκτιμώ ότι είναι πολλοί, με προεξέχουσα την ανυπαρξία εθνικής ελαϊκής πολιτικής. Το ελαιόλαδο είναι πλέον βασικό αγαθό και διακινείται σε μεγάλες ποσότητες με συμβολαιακές σχέσεις. Τον λόγο εκεί τον έχουν οι ισχυροί «παίκτες». Επιπλέον, η ίδια η δομή της ελληνικής ελαιοκομίας με τα διαρθρωτικά της προβλήματα και κυρίως το μικρό μέγεθος της πλειοψηφίας των εμπλεκομένων, δεν αφήνουν περιθώρια για να «στήσουμε το δικό μας παιχνίδι». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να επενδύσουμε στα δυο μεγάλα πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιώνα που είναι η περιβαλλοντική και η πολιτιστική του διάσταση. Πρόκειται για μια υπόθεση που δεν είναι απλή αλλά ούτε και εύκολη, και αναμφισβήτητα δεν γίνεται πράξη με ευχολόγια, αλλά με τη χάραξη εθνικής πολιτικής. Μια σημαντική παράμετρος είναι επίσης η εύκολη λύση της πώλησης χύμα και άμεσης ρευστοποίησης ελαιολάδου προς την Ιταλία. Αν αυτό το φαινόμενο εξέλιπε ή περιοριζόταν, είναι βέβαιο ότι θα βρίσκαμε λύσεις.

 

 - Πόσο πιθανό θεωρείται να οδηγηθούμε σύντομα σε εγκατάλειψη της ελαιοκαλλιέργειας όπως έγινε και με αλλά παραδοσιακά τοπικά προϊόντα όπως η σταφίδα;

Φοβάμαι ότι ήδη οδεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση, ελπίζω όχι σε μεγάλο και μη αναστρέψιμο βαθμό. Η ελληνική ελαιοκομία ποτέ δεν ήταν στιβαρή και ανθεκτική. Επιβίωνε κυρίως επειδή ήταν καλλιέργεια επιδοτούμενη, χαμηλού ρίσκου, χαμηλών εισροών, άμεσης ρευστοποίησης του ελαιολάδου και ευκολίας εξεύρεσης εποχιακών εργατών. Λόγω των παραπάνω η γη δεν πέρασε σταδιακά σε επαγγελματίες αγρότες κατοίκους της υπαίθρου, ενώ ταυτόχρονα από την πλευρά της οικογένειας επικράτησε η πρακτική της κατάτμησης. Η μεγάλη αβεβαιότητα όμως και τα αδιέξοδα θα επιτείνουν την εγκατάλειψη, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει από τα δύσκολα και επικλινή εδάφη.

 

 - Τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε να συνεχίσουν οι αγρότες αλλά και συνολικά η τοπική οικονομία να «ζουν» από το ελαιόλαδο;

Προσωπική μου άποψη είναι ότι πρέπει να ξαναδούμε σοβαρά την προοπτική να ζούμε μόνο από την ελαιοκαλλιέργεια και το ελαιόλαδο. Οπωσδήποτε μπορούμε να βελτιώσουμε την κατάσταση στον ελαιοκομικό τομέα, αλλά θα πρέπει πλέον να δημιουργήσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια αλλά στην πολυσυλλεκτικότητα και πολυλειτουργικότητα, με έμφαση στην ανταγωνιστικότητα αλλά και στο δίπολο αυτάρκεια-επάρκεια τροφίμων. Συνεπώς χρειάζεται ένας νέος προσανατολισμός για το ελαιόλαδο που θα πρέπει να στηρίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιώνα και της δημιουργίας μιας πράσινης γεωργικής επιχειρηματικότητας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Παράλληλα θα πρέπει να δούμε σοβαρά και με σχέδιο την εγκατάσταση νέων καλλιεργειών και τη δημιουργία υποδομών.

 

 - Γιατί καθυστερεί η χρησιμοποίηση της επιστημονικής γνώσης και η εισαγωγή της τεχνολογία στην αγροτική παραγωγή; 

Οι αιτίες  νομίζω ότι πρέπει να αναζητηθούν στο μεγάλο έλλειμμα που έχει η χώρα μας στην οργάνωση της παραγωγής και στο γεγονός ότι η έρευνα πολλές φορές γίνεται μόνο για την έρευνα. Η έρευνα θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο οργανωμένων δομών που θα χρησιμοποιούνται ως πεδία εφαρμογής ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να γίνονται κτήμα των εμπλεκομένων. Aφετέρου στη συνέχεια μέσω αυτών να γίνεται η διάχυση της γνώσης που αποκτήθηκε. Και φυσικά θα πρέπει να έχει δυναμικό χαρακτήρα, η έρευνα δηλαδή θα πρέπει να είναι ένα εργαλείο υποστήριξης της αγροτικής παραγωγής στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής για τον αγροδιατροφικό τομέα.

 

 - Έχοντας την εμπειρία του «Νηλέα» είναι δύσκολο να αναπτυχθούν κοινές δράσεις οι οποίες θα μειώνουν το κόστος στην ελαιοπαραγωγή;

Είναι μια συνθήκη τόσο δύσκολη όσο και αναγκαία, ενώ επιπρόσθετα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τη διάθεση για συνεργασία τη δημιουργεί η ανάγκη. Οι καιροί ευνοούν τη συνεργασία και θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την αποστολή των συλλογικών σχημάτων. Τα συλλογικά σχήματα θα πρέπει να προσεγγίσουν την αγροτική παραγωγή με έναν ολιστικό τρόπο, που θα περιλαμβάνει τη συνεχή και πολυεπίπεδη εκπαίδευση των μελών τους, τη συνεργασία με ερευνητικά ιδρύματα και ενσωμάτωση της έρευνας, την παραγωγή προϊόντος με την τήρηση των απαιτούμενων προδιαγραφών, την γεωτεχνική υποστήριξη των μελών τους, την καθετοποίηση της παραγωγής και την προώθηση επώνυμου προϊόντος, και οπωσδήποτε τη μείωση του κόστους παραγωγής με την παροχή κατάλληλης τεχνογνωσίας, διαχείριση του εργατικού δυναμικού, κοινές προμήθειες και επενδύσεις σε εκμηχάνιση -όπου και όσο αυτό είναι εφικτό-, τον σχεδιασμό και την εγκατάσταση νέων καλλιεργειών και φυσικά την προβολή και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

 

 - Οι συνεταιρισμοί και γενικότερα οι συνεργατικές προσπάθειες γιατί απέτυχαν; 

Πρόκειται για ένα τεράστιο θέμα το οποίο θα έπρεπε να μας απασχολήσει σοβαρά έτσι ώστε τα παθήματα να γίνουν μαθήματα. Οι λόγοι που απέτυχαν είναι πολλοί. Πρώτον δυσκολευόμαστε ως λαός να δημιουργήσουμε σχέσεις συνεργασίας. Δεύτερον, οι συνεταιρισμοί υποστηρίχτηκαν μεν αθρόα οικονομικά, αλλά όχι τεχνικά και θεσμικά, δηλαδή τη δεκαετία του 1980 μπορούσαν είκοσι αγρότες να ιδρύσουν έναν συνεταιρισμό, αλλά στη συνέχεια δεν είχαν τις γνώσεις και την απαιτούμενη υποστήριξη για να τον λειτουργήσουν, ούτε φυσικά και τον έλεγχο από την πλευρά της πολιτείας. Νομίζω ότι αυτές ήταν οι εγγενείς αδυναμίες που άνοιξαν τις κερκόπορτες για την είσοδο του κομματισμού, της κακοδιοίκησης και της κακοδιαχείρισης. Βλέποντας, όμως, αυτά τα φαινόμενα στο πέρασμα του χρόνου, φαντάζουν λογικά μέσα στο γενικότερο κλίμα που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή. Επιπλέον, στη χώρα μας ο συνεργατισμός είχε για πολλά χρόνια κακή φήμη, αλλά νομίζω ότι είναι η εποχή για μια επανεκκίνηση. Σημαντική παράμετρος είναι, επίσης, η συνεργατική εκπαίδευση.

 

 - Πως ονειρεύεστε το μέλλον του “Νηλέα”;

Ο “Νηλέας” έχει κλείσει ήδη 22 χρόνια ζωής βιώνοντας από κοντά μια περίοδο που ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες για τη γεωργία και την ελαιοκομία, φτάνοντας σήμερα να μιλάμε για την εγκατάλειψη της ελαιοκαλλιέργειας. Η δική μου αίσθηση, θωρώντας από απόσταση το διάστημα των 22 ετών, είναι ότι έχουμε διαβεί το κατώφλι μιας εποχής έντονων και γρήγορων αλλαγών, με μεγάλες αβεβαιότητες και απειλές. Ο αγροδιατροφικός τομέας καλείται να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο εφόσον πρέπει να σηκώσει το βάρος αφενός της αυτάρκειας και της επάρκειας τροφίμων, και αφετέρου της συγκράτησης νέων ανθρώπων στο επάγγελμα και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο “Νηλέας” στο μέλλον και εκτιμώ ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, πρέπει να χαράξει την πολιτική και στρατηγική του. Παράλληλα η αξιοποίηση των μεγάλων πλεονεκτημάτων του ελληνικού ελαιώνα που είναι το περιβαλλοντικό και πολιτιστικό του απόθεμα όπως και ο ελαιοτουρισμός, είναι μέσα στις προτεραιότητές του, όπως και η εξωστρέφεια.

 

 - Τα χωριά της Μεσσηνίας έχουν στην κυριολεξία αδειάσει μπορεί να υπάρξει αναστροφή και μέσα από ποιες διαδικασίες;

Η εκτίμησή μου είναι ότι το δημογραφικό αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική κοινωνία και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει αντιμετωπιστεί από την πολιτεία με τη δέουσα σοβαρότητα. Η συγκράτηση των ανθρώπων στα χωριά δεν γίνεται με ευχολόγια ούτε με συνθήματα του τύπου «Επιστροφή στο χωριό».  Πρωτίστως συνδέεται με την απασχόληση και δευτερευόντως με την ποιότητα ζωής. Ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης αρκεί αρχικά να το πιστέψουμε και εν συνεχεία να το σχεδιάσουμε. Αυτό αφορά πρωτίστως την Πολιτεία, σε δεύτερο επίπεδο την τοπική αυτοδιοίκηση και τελικά όλους μας.

Τέλος, πρέπει να δούμε σοβαρά το μεταναστευτικό ζήτημα, που αναμφισβήτητα μπορεί να αποτελέσει κάποια λύση, αρκεί να ισορροπήσουμε μεταξύ των φοβιών που μας διακατέχουν και την χωρίς σχέδιο και  πρόγραμμα υποδοχή μεταναστών που αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής.