Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2013 10:30

Γιώργης Κουτουμάνος: "Ο ποιητής του λαού"

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

 

Γράφει ο Ηλίας Μπιτσάνης

 

Μια μικρή αναφορά στο βιβλίο του Μπάμπη Ι. Μαρκέτου "Οι Ελληνοαμερικάνοι - Ιστορία της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ" που διανεμήθηκε μαζί με "Τα Νέα", έδωσε την ευκαιρία να (ξανα)θυμηθούμε ένα σπουδαίο ποιητή, το Γιώργη Κουτουμάνο από την Αλαγονία. Στην αναφορά αυτή περιγράφεται η ερήμωση των χωριών της περιοχής στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης: «Ο αξέχαστος Ελληνοαμερικάνος ποιητής Γιώργης Κουτουμάνος, που ήρθε στην Αμερική το 1903, όταν επέστρεψε στο χωριό του, το 1905, να πάρη και να φέρη τη γυναίκα του και το παιδί τους, διηγόταν πως το μόνον άντρα που βρήκε πάνω από 13 ετών ήταν ο παπάς του χωριού του! Και πως τον τρόμαξε αυτή η κατάσταση, γιατί είχαν μείνει ακαλλιέργητα τα περισσότερα χτήματα. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να τον εμπόδιση να φέρη και τον μικρότερο αδερφό του (οι άλλοι δύο είχαν προηγηθεί), που ήταν μόνο 12 χρονών. "Πώς να έμενε το παιδί σ’ ένα χωριό χωρίς άντρες, μόνο με γέρους, μικρά παιδάκια και γυναίκες", έλεγε».

Στη υποσημείωση ανέφερε ότι «ο Γιώργος Κουτουμάνος υπήρξε ένας πολύ αγαπητός ποιητής, γνωστός ως "ποιητής του λαού". Εγραφε τα ποιήματά του κυρίως στα ελληνικά, τα οποία από το 1907 ως το 1964, εκδίδονταν σε βιβλία και σε ελληνοαμερικάνικες εφημερίδες. Αργότερα, ένα μέρος του έργου του μεταφράστηκε στα αγγλικά από  τον Rae Dalven και τον John Prevedore»*.

 

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για το Γιώργη Κουτουμάνο, διαπιστώσαμε ότι στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη υπάρχουν 3 από τα έργα του και σε ένα από αυτά, την "Τριλογία", έχει καταχωρισθεί ένα βιογραφικό προφανώς γραμμένο από τον ίδιο, που αφηγείται σύντομα τη ζωή του: 

«Ο ποιητής Γιώργης Κουτουμάνος γεννήθηκε στα 1878, από πατέρα Ιωάννη Κουτουμάνο και μητέρα Ελένη Κανελέα, στο χωριό Σίτσοβα, δήμου Αλαγονίας, νομού Μεσσηνίας, στη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου, ανάμεσα Καλαμών και Σπάρτης, που τόσον εύμορφα τον τραγούδησε αργότερα.

Ο Γιώργης Κουτουμάνος ήταν το μεγαλείτερο από τα πέντε παιδιά. Η μητέρα του πέθανε το 1887, και στα 180 ο πατέρας του ξαναπαντρεύθηκε την Ζαχάρω Καλαμαρά, και απόχτησε άλλα τρία παιδιά.

Η σχολική μόρφωση του ποιητή ήταν ελάχιστη. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και το διτάξιο Δημάκειο Ελληνικό, σε άλλο χωριό της Αλαγονίας - την Τσέρνιτσα. Εμεινε ορφανός από μητέρα σε ηλικία 10 χρονών. Με την αλλαγή της πολιτικής ο πατέρας του έχασε τη θέση του στο Εθνικό Τυπογραφείο, κι’ η δυστυχία περιέζωσε το σπίτι τους, σε βαθμό που θα παιδιά πείναγαν πολλές φορές. Σε ηλικία 12-13 χρονών, ο ποιητής είχε γίνει ο νοικοκύρης του σπιτιού. Εβγανε τα ζώα τους στις βοσκές του Ταϋγέτου με τα κορίτσια του χωριού, εμάζευε φουσκί (κοπριές ζώων) για λίπανση των κτημάτων τους που είχαν παραμεληθή, έχτιζε γκρεμισμένους τοίχους, περπατώντας ξυπόλυτος και φτωχοντυμένος.

Λίγο αργότερα, πήγε μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο των Καλαμών, όπου γνωρίστηκε με γιατρούς, επιστήμονες και γενικά μορφωμένο κόσμο, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κατοπινή ζωή του.

Από φαρμακοποιό τον βρίσκομε μ’ ένα συγγενή του, μικρέμπορα, περιοδεύοντα την Πελοπόννησο. Από εκεί γυρίζει πάλιν στα Καλαμάς, όπου ο πατέρας του είχε διορισθή μηχανικός του Καπνεργοστασίου. Μετά ένα έτος φεύγουν για την Τρίπολη της Αρκαδίας. Είχε μάθει την τέχνη του καπνού, και αυτήν εξήσκησε στην Αμερική με τ’ άλλα τ’ αδέλφια του.

Στην Τρίπολη γνωρίστηκε με το Χειμαρριώτη Σπύρο Μήλιο, που ήταν δασάρχης στην Αρκαδία. Μετά τον Ελληνοτουρικό πόλεμο του 1897, όταν αυτός διωρίστηκε αστυνόμος Πειραιώς, ο Κουτουμάνος πήγε κοντά του και έγινε μηχανικός του εκεί Καπνεργοστασίου. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του, την Ιωάννα Βούλγαρη Σταυράκου, την "Παρορίτισσα", όπως την λέει σ’ ένα τραγούδι του, καταγόμενη από το ρωμαντικό Παρόρι της Σπάρτης.

Το 1903 πήρε το βαπόρι και ήλθε στην Αμερική. Βγήκε στη Νέα Υόρκη, όπου δοκίμασε να βρη δουλειά. Πέρασε κι’ αυτός όλες τις πίκρες και απογοητεύσεις του μετανάστη. Τέλος έπιασε δουλειά στον υπόγειο σιδηρόδρομο, που τον είχαν αρχίσει τότες. Αλλά ύστερα από λίγο, έφυγε για το Σικάγο, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Εκεί έκανε την οικογένειά του, οχτώ παιδιά και απειράριθμα εγγόνια και δισέγγονα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, εγκαταστάθηκε οριστικά, μαζί με τον δευτερότοκον αδελφό του Αναστάση, στο γραφικό χωριουδάκι Σώγκατων, την Απικία των Καλλιτεχνών, πάνω στη λίμνη Μίσιγκαν. Εμεινε γνωστός ως ο "Ερημίτης του Σώγκατων", καταγινόμενος με τα γράμματα, που έχουν κυρίως σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες».

 

"ΤΡΙΛΟΓΙΑ"

Οι τελευταίες λέξεις είναι και το κλειδί για να ανοίξει ο κόσμος όπως τον αντιλαμβανόταν ο Γιώργης Κουτουμάνος. Τον περιγράφει ο Δημήτρης Χριστοφορίδης, στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Νέας Υόρκης το 1940, με ένα μικρό σημείωμα που προλογίζει το εν λόγω βιβλίο, αναδεικνύοντας και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ποιητή: 

«Το νέο έργο του ποιητή Γιώργη Κουτουμάνου έχει ευρύτερον κοινωνικόν χαρακτήρα. Συγκεντρώνει πιο συστηματικά τις ποιητικές ιδέες του ποιητή και τις θέτει μέσα σε ποιητικό πλαίσιο. Είμεθα βέβαιοι ότι οι αναγνώστες θα εύρουν εις την ανάγνωσιν των στίχων του Κουτουμάνου νέον ενδιαφέρον και νέες απόψεις στη ζωή μας - ιδιαίτερα την ιστορική αυτή περίοδο που ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος προς το είδος της κοινωνίας που οραματίζεται ο ποιητής.

Το έργο αυτό αποτελεί μια καταγγελία του σημερινού συστήματος που στηρίζεται στο Ψέμα, στο Χρήμα και στην Κλεψιά -καταγγελία βγαλμένη σε ποιητικό πλαίσιο με την ιδιόμορφη Λαϊκή φρασεολογία- την Λαϊκή παροιμία και θυμοσοφία - την αλάνθαστη Λαϊκή έννοια περί δικαίου και αδίκου. Ο σοφός ποιητής συνδυάζει τη σκέψη του επιστημονικού σοσιαλισμού -την παρώτρυνση στους ωργανωμένους λαϊκούς αγώνες για την Αλήθεια, την Ειρήνη και την Ελευθερία- με το παράδειγμα της ιστορίας. Το ποιητικό αυτό έργο είναι γραμμένο στο διάστημα των τελευταίων 20 ετών -κατά διαλείμματα- σε φόρμα έπους ιδιότυπου όμως και χωρίς ειδικό θέμα - το θέμα είναι Ιστορικό-Κοινωνικό.

Στο έργο αυτό ο ποιητής παρουσιάζει το θηριώδες κεφάλαιο σα νέο Θεό, που καταργεί κάθε ηθική αξία και στη θέση της στήνει τη Βία ως βασική αρχή της ζωής… Ετσι το κεφάλαιον αποκαλύπτεται σα μία θύελλα ανάμεσα στην ιστορία που ξεριζώνει και παρασύρει πολιτισμούς, πατρίδες, τέχνες, και απάνω στα ερείπιά τους στένει το θρόνο του».

Ενα μικρό απόσπασμα από την "Τριλογία" και το τρίτο μέρος της που αναφέρεται στο χρήμα:

«Το χρήμα με τη λάμψη του

κορδώνεται, γελάει

Και στην Αλήθεια με φωνή

βροντώδικη μιλάει:

Ξέρεις, της λέει, τ’ είμ’ εγώ;

Νοιώθεις τη δύναμή μου;

Την ηθική και την τιμή

και την υπόληψή μου;

 

Εδώ στη γη κάθε ψυχή

στην προσταγή μου τρέμει,

Σ’ όλες τις χώρες βρίσκομαι,

γυρίζω σαν ανέμη…

Μ’ έθνη κι’ ανθρώπους και στοιχειά

της φύσης πολεμάω,

Και πάντα βγαίνω νικητής,

χταίνω, χαλώ, γκρεμάω.

 

Ανοίγω δρόμους διάπλατους

στον κόσμο να περάσω, 

Τα δώρα μου, τα κάλλη μου

να σπείρω, να μοιράσω,

Κι’ όπου βρεθεί μπροστά μου οχτρός

τον δρόμο να μου κλείσει,

Στρώνει με κόκκαλα τη γης,

ο Αρης να μ’ αφίσει!

 

Απ’ όλα πρώτα στη ζωή

το δίκηο το δικό μου,

Συφοριακό, θανατικό

κρατώ, και στον θυμό μου

Πόλεμος ξεσηκώνεται

κι’ όλα τα συνεπαίρνει,

Μπροστά σε μένα νικητής

και νικημένος γέρνει!

 

"ΨΥΧΟΒΓΑΛΤΑ"

Μέρος του έργου του έχει ανθολογηθεί από το Νίκο Καράμπελα στο έργο του «Ανθολογία Μεσσηνίων Ποιητών 1978-1955». Από τη συλλογή "Ψυχόβγαλτα" το ποίημα για τον Ταΰγετο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο:

Σαν γράφεις, Μοίρα, να γινώ κι’ εγώ ξενητεμένος,

Από βρυσούλες γάργαρες νεράκι θα γυρέψω

Της Λαύρας το ξεφούντωμα να σβύσω ο καϋμένος

Και της καρδιάς τον τούρτουρα να κοντολιγοστέψω.

 

Πεύκα και πριναρόρεικα τώρα που θ’ αλαργέψω

Σ’ άγνωστο τόπο μακρυνό και θάμαι πικραμένος,

Δυό κωνία σας στα στήθια μου βαθειά θε να φυτέψω,

Να τόχω ψυχοσύντροφο όπου γυρνώ θλιμμένος.

 

Κι’ όποια σειρήνα μάγισσα θελήσει και γυρέψει

Ν’ απαρνηθώ τα κάλλη σας που μ’ έχουνε μαγέψει,

Ορκο σας κάνω μυστικό πως θε να την ξορκίσω!

 

Και συ Θεό-Ταΰγετο και του Μοριά πατέρα,

Οπου βρεθώ κι’ όπου σταθώ και σ’ όποια γης πατήσω,

Εικονοστάσι στην ψυχή θα σ’ έχω νύχτα μέσα

Κι’ αν ζήσω… την ψηλή κορφή θάρθω να σου φιλήσω.

 

"ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ"

Στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη υπάρχει ένα ακόμη έργο του ποιητή, τα "Νανουρίσματα", όπου περιγράφει το νανούρισμα της Ελληνίδας μάνας και γράφει στον πρόλογο: 

«Το αυθόρμητο νανούρισμά της, είναι η εσώψυχη μελωδία της ύπαρξής μας και το ψυχόβγαλτο τραγούδι της είναι ο ατέλειωτος ύμνος στην Ελληνική ομορφιά και καλωσύνη, μια ωδή σαν ευχή και ευλογία στη χαρά όλης της οικουμένης για την ανατολή μιάς νέας ζωής που θα απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη της γης. Η φαντασία της μάνας δεν έχει όρια, δεν έχει σταθμούς, δεν στέκεται πουθενά. Γυρεύει από τον ύπνο, μ’ ένα αξιοθαύμαστο ποιητικό τρόπο, να κοσμογυρίσει το παιδί της και να το στολίσει μ’ όλες τις ομορφιές της γης και τ’ ουρανού. Φαντάζεται και τραγουδάει το μωρό θηλυκό της, σαν μια πεντάμορφη νυφούλα και τ’ αγόρι της σαν πανώριο παλληκάρι, στολισμένο μ’ όλες τις χαρές της ζωής. Η ψυχική λαχτάρα και η η μητρική της αδυναμία και  αυτοθυσία, υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινο αίσθημα, πάθος κι’ ενθουσιασμό για το παιδί της».

 

Εκτός των τριών έργων που προαναφέρθηκαν, έχουν εκδοθεί τα έργα του "Φως στα σκοτάδια", "Το σπίτι της αγάπης", "Η αποικία των καλλιτεχνών", "Ο αγώνας της ζωής", "Τα πρωτοβλάσταρα" κ.α.

Παρουσίαση μέρους του έργου του έχει γίνει από το Νίκο Καράμπελα και το Γιάννη Αναπλιώτη, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η "Νέα Εστία" το 1955 φιλοξένησε μια παρουσίαση του έργου του από το Μανώλη Γλέζο, με τίτλο "Ένας απόδημος τραγουδιστής".

* Σε όλα τα κείμενα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.