- Πέντε δεκαετίες παρών. Ουσιαστικά είστε μέρος της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Τι λέτε στον εαυτό σας όταν το σκέφτεστε αυτό;
«Δεν ξέρω τι σημαίνει η δουλειά μου για τους άλλους, για μένα πάντως το τραγούδι είναι η ψυχοθεραπεία μου. Με βοήθησε σε δύσκολες στιγμές, μου έμαθε πολλά πράγματα για τον εαυτό μου και τους άλλους. Αλλες φορές φώτισε το σκοτάδι μου και τα αδιέξοδά μου κι άλλες φορές στερέωσε τις ελπίδες μου και τις χαρούμενες στιγμές μου. Με βοήθησε να ενωθώ με τους άλλους, να συμμετάσχω κι εγώ τέλος πάντων στον κοινό μας βίο, να μοιραστώ τον εαυτό μου με τους άλλους».
- Συστηθήκατε στον κόσμο μέσα από το πολιτικό τραγούδι. Είναι αναγκαίο στη σημερινή εποχή;
«Το τραγούδι είναι αναγκαίο γι' αυτόν που το γράφει. Δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Το τραγούδι είναι η ανάγκη του. Για τους άλλους δεν μου φαίνεται κατ΄ αρχήν απαραίτητο. Δεν είναι αναγκαίο όπως ο ύπνος, η βροχή ή οι τροφές. Το τραγούδι μοιάζει να είναι περιττό. Φαντάζεστε όμως μια ζωή χωρίς τραγούδι; Θα ήταν κάτι πολύ πένθιμο».
- Τι προσφέρει τελικά η τέχνη σε έναν κόσμο που βιώνει βαθιά κρίση;
«Η τέχνη εξημερώνει τον αγριάνθρωπο μέσα μας. Φτιάχνει δημοκράτες γι’ αυτό την υποστήριζαν τόσο πολύ οι αρχαίοι Ελληνες. Μας κάνει πιο ευαίσθητους, άρα πιο ικανούς να νιώσουμε συμπόνια, αλληλεγγύη, να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον αλλά και τον εαυτό μας. Βέβαια αυτό δεν είναι απόλυτο. Η τέλεια ανατροπή αυτού που είπα είναι ότι στο Νταχάου τα SS έστελναν τον κόσμο στο κρεματόριο ενώ παίζανε Μπετόβεν και Μότσαρτ. Φαίνεται ότι η τέχνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν είσαι εντελώς κτήνος ή φανατισμένος ιδεολόγος».
- Για ακόμη μια φορά, κάνετε σύμπραξη δυνάμεων με άλλους καλλιτέχνες και μάλιστα από διαφορετικές γενιές. Ποια ανάγκη γέννησε αυτή την επιλογή;
«Αυτό είναι απ’ τα καλά της κρίσης. Ο κόσμος χρειάζεται να διασκεδάσει, να τραγουδήσει αλλά και να στοχαστεί. Ολα αυτά μαζί δεν είναι εύκολο να τα πετύχει κανείς μόνος του. Εξάλλου και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μέσα σ’ αυτήν την κρίση χρειάζονται μια παρεΐτσα».
- Ο Διονύσης, ο Σαββόπουλος και ο… Νιόνιος. Ενα πρόσωπο, που όμως κατά περιόδους (ανάλογα με την πιο πρόσφατη καλλιτεχνική σας δραστηριότητα) ο κόσμος το προσφωνεί με ένα από τα τρία ονόματα. Με ποιο εσείς νιώθετε πιο οικείος;
«Το συνηθισμένο μου είναι το Διονύσης. Σαββόπουλε, με φώναζαν στο σχολείο και στο στρατό ή όταν ήθελαν να μεταδώσουν καμιά ατάκα μου ή κάνα στίχο μου λέγανε το είπε ο Σαββόπουλος. Το Νιόνιος δεν το συνήθισα ποτέ. Δεν είμαι Επτανήσιος, γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη και εκτός από την μαμά μου μερικές φορές και τα γειτονόπουλά μου ενίοτε, κανείς δεν με φώναζε Νιόνιο. Εδώ στην Αθήνα με φώναζαν έτσι και στην αρχή δεν καταλάβαινα, ακόμη και τώρα δεν το έχω συνηθίσει».
- Το περασμένο καλοκαίρι, ο Διονύσης Σαββόπουλος, έβαλε και την σκηνοθετική του σφραγίδα στο θέατρο. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
«Λαχείο την έκανα! Είχα δίπλα μου αυτούς τους δαίμονες, την Αμαλία Μουτούση, τον Χρίστο Λούλη, τον Νίκο Κουρή, τον Μάκη Παπαδημητρίου και έναν χορό που πέταγε με κορυφαίο τον Ερμή Μαλκότση. Οι άνθρωποι του θεάτρου είναι πολύ πιο πειθαρχημένοι και πολύ πιο συνεργάσιμοι σε σχέση με τους μουσικούς. Δουλεύουν σαν ασκητές. Ισως επειδή το θέατρο δεν έχει λεφτά, ενώ στον χώρο του τραγουδιού στο παρελθόν πέσανε πολλά χρήματα, οπότε το τραγούδι έσκασε σα φούσκα».
- Μετά τις καλοκαιρινές συναυλίες τι ακολουθεί;
«Ο Σύλλογος «Μαζί για το παιδί» μου ζήτησε να δώσω μια συναυλία στις αρχές Οκτώβρη στο Ηρώδειο. Θα παίξουμε με την «Ορχήστρα των Κυκλάδων» και με σολίστες τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, το Βαγγέλη Καρίπη και τον Ορέστη Πλακίδη. Αλλά πριν απ’ αυτό στα μέσα Σεπτέμβρη η Δ.Ε.Θ. με κάλεσε να δώσω μια συναυλία στην κεντρική πλατεία της Διεθνούς Εκθεσης για τα 70 μου χρόνια. Θα παίξω εκεί ακριβώς που με πήγαινε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν εφτά χρονών για να δούμε τα ακροβατικά και τα πυροτεχνήματα».