Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2014 09:30

Νάνα Σιμοπούλου: Η μουσική είναι όπως το χαμόγελο"

Γράφτηκε από την

"Η μουσική είναι όπως το χαμόγελο κι έχει την ίδια επίδραση στους ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων" μας λέει με σιγουριά η Νάνα Σιμοπούλου (Nana Simopoulos όπως είναι παγκόσμια γνωστή) που παρουσιάζει τις τζαζ συνθέσεις της με όργανα της Ανατολής ή και… με μπουζούκι, καθιερώνοντας έτσι ένα τελείως προσωπικό στυλ.

Η διακεκριμένη μουσικοσυνθέτις, μεταξύ άλλων μας μίλησε για την τζαζ και την προσεχή της εμφάνιση στη χώρα μας, στις 27 Σεπτεμβρίου στο 2ο Fougaro Jazz Festival στο Ναύπλιο.

- Τι σας έκανε να ασχοληθείτε ως μουσικός με την τζαζ;

«Ξεκίνησα να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω σε διάφορα συγκροτήματα σε πολύ νεαρή ηλικία. Πρέπει να ήμουν περίπου 13 - 14 χρονών, όταν δημιούργησα την πρώτη μου ροκ μπάντα στην Αθήνα. Παίζαμε Νιλ Γιανγκ, Μπομπ Ντίλαν, Τζίμι Χέντριξ, "Rolling Stones" και Τζάνις Τζόπλιν. Αυτή ήταν η πρώτη μου μουσική επιρροή. Οταν επέστρεψα στις ΗΠΑ στην ηλικία των 19 για να σπουδάσω, ένας από τους φίλους μου στο πανεπιστήμιο ήταν τζαζ κιθαρίστας. Επαιζε με το στυλ του Τσικ Κορέα και ήμουν τόσο έκπληκτη με τη μουσική που έπαιζε που του ζήτησα να μου κάνει μαθήματα. Μετά την αποφοίτησή μου πήγα να μείνω στο Μπούλντερ, στο Κολοράντο και το επόμενο καλοκαίρι γράφτηκα σε ένα πρόγραμμα μουσικής. Ημουν 21 τότε και οι καθηγητές μου ήταν οι Τσάρλι Χέιντεν, Ραλφ Τόουνερ & Ορεγκον και Τζέρι Γκρανέλι. Τα μαθήματα περιστρέφονταν γύρω από τη φρι τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό. Ετσι μπήκα σε ένα μουσικό μονοπάτι, το οποίο συνέχισα ν’ ακολουθώ σ’ όλη τη σταδιοδρομία μου, όπως και όλοι όσοι σπουδάζαμε μαζί τότε. Ηταν τόσο μεγάλη η επίδραση αυτής της μουσικής μέσα μου που συνεχίζει να με επηρεάζει πολύ βαθιά μέχρι σήμερα».

- Η τζαζ είναι μια μουσική που ακούγεται στην Ελλάδα;

«Η τζαζ μουσική σ’ όλο τον κόσμο απευθύνεται σ’ ένα εκλεκτικό κοινό. Δεν θα έλεγα ότι είναι για τον καθένα. Οταν άρχισα να παίζω τζαζ, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, επισκεπτόμουν κάθε χρόνο την Ελλάδα. Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο μια χούφτα μουσικών που έπαιζαν τζαζ και μόνο ένας ή  δύο χώροι για να παίξεις. Με τα χρόνια όλο και περισσότεροι μουσικοί άρχισαν να αναπτύσσουν την τεχνική τους ως μουσικοί της τζαζ στην Ελλάδα και όλο και περισσότερα χώροι φιλοξενούσαν τζαζ lives. Τώρα, 30 χρόνια μετά, υπάρχει μια ακμάζουσα τζαζ σκηνή στην Αθήνα και πολλά μέρη σε όλη την Ελλάδα που ακούγεται αυτή η μουσική. Στις 27 Σεπτέμβρη, για παράδειγμα, θα συμμετέχουμε στο Φουγάρο Jazz Festival στο Ναύπλιο».

- Πώς ενσωματώνετε το ελληνικό στοιχείο στη μουσική σας;

«Νωρίς στην καριέρα μου συνειδητοποίησα ότι για να ξεχωρίσεις ως σολίστας και ως συνθέτης, θα έπρεπε να φέρεις κάτι προσωπικό στη μουσική που παίζεις. Τα πρώτα χρόνια συνήθιζα να παίζω πολλή ελληνική μουσική στις ΗΠΑ, για να βγάζω τα προς το ζην. Ηταν σε ζήτηση και υπήρχαν λίγοι μουσικοί που έπαιζαν. Εμαθα τραγούδια από το ρεμπέτικο αλλά και σύγχρονων συνθετών, όπως του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Εμαθα μουσική θεωρία και ρυθμούς από την ελληνική μουσική για να μπορώ να παίζω αυτά τα τραγούδια. Οταν άρχισα να συνθέτω μουσική, πειραματίστηκα παίρνοντας ελληνικούς ρυθμούς, όπως αυτούς που βρήκα στη ρεμπέτικη και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική και τους τοποθέτησα σε ένα πλαίσιο τζαζ. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα και αυτό φάνηκε να λειτουργεί καλά. Υπάρχει αυτοσχεδιασμός στην ελληνική μουσική με το ταξίμι. Απλώς έπρεπε να το βάλω σε διαφορετική θέση μέσα στη μουσική για να “συνεργαστεί” με την τζαζ».

- Η "ελληνοποίηση" της τζαζ ή η διεθνοποίησή της (από την άποψη ότι εισάγετε μουσικά όργανα από μπουζούκι έως σιτάρ) έχει άμεση αποδοχή από το κοινό ή το παραξενεύει κάπως;

«Οταν ο Τύπος στη Γερμανία και στις ΗΠΑ περιέγραψε τη μουσική μου, είπε ότι έχω συνδυάσει επιρροές από διάφορους πολιτισμούς με τέτοιο τρόπο, που οι απαρχές (ρίζες) του πολιτισμού δεν είναι πλέον σαφώς αναγνωρίσιμες. Με αυτόν τον τρόπο, έχω δημιουργήσει μια νέα μορφή μουσικής που είναι πολύ προσωπική, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο στυλ στη σύνθεση. Χρησιμοποιώ μπουζούκι, σιτάρ, κιθάρα, didgeridoo, κρουστά από την Ινδία και τη Μέση Ανατολή, σαράνγκι, σαξόφωνο, τσέλο, και πραγματικά δεν έχει σημασία από πού προέρχεται το όργανο. Επιλέγω όργανα γιατί μου αρέσει ο ήχος τους, όχι λόγω της καταγωγής τους και τα χρησιμοποιήσω για να παίζω τις μελωδίες που έχω δημιουργήσει, πάνω στους ρυθμούς που έχω ανακαλύψει, σε ένα πλαίσιο που μπορεί να θεωρηθεί τζαζ. Ετσι δεν επιχειρώ να κάνω ελληνική-τζαζ μουσική, αλλά κάτι που με περιγράφει και με αντιπροσωπεύει ως μουσικό.»

- Τελικά η μουσική είναι μία; Είναι η παγκόσμια κοινή γλώσσα;

«Οπως το χαμόγελο, που είναι μια έκφραση του προσώπου που ο καθένας σε οποιαδήποτε χώρα μπορεί να καταλάβει, έτσι και η μουσική έχει την ίδια επίδραση στους ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων. Προκαλεί συναισθήματα χαράς και λύπης. Διασπά τους πολιτιστικούς φραγμούς και επιτρέπει η επικοινωνία να συμβεί στο μυαλό και στις καρδιές των ανθρώπων».

- Πέρα από τη μουσική έχετε κάνει και περφόρμανς. Τελικά, η τέχνη γενικότερα, είναι μια κοινή γλώσσα;

«Θα πρέπει να πω ότι μετά τη μουσική, ο σύγχρονος χορός είναι η επόμενη αγαπημένη μου μορφή τέχνης. Για μένα η έκφραση του σώματος σε κίνηση είναι μια θαυμάσια μορφή καλλιτεχνικής επικοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απολαμβάνω τόσο πολύ να δουλεύω με χορευτές. Δεν είμαι τόσο «οπτικός τύπος», αλλά απολαμβάνω τις προβoλές και το moving art, το video art και ό,τι έχει σχέση με multimedia».

- Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας Ελληνας συνθέτης;

«Υπάρχουν πολλοί που αγαπώ. Θα πρέπει όμως να πω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις κατέχει μια ιδιαιτέρως προεξέχουσα θέση στην καρδιά μου».

- Τι είναι εκείνο που νοσταλγείτε από την Ελλάδα, όταν βρίσκεστε στο εξωτερικό;

«Οι βαθιές συζητήσεις που έχω με το ελληνικό κοινό είναι αυτό που μου λείπει όταν είμαι μακριά. Οι Ελληνες είναι βαθιά φιλοσοφημένοι και όταν εμπνευστούν από κάτι, εκφράζονται πολύ ποιητικά. Μου αρέσει να μιλώ με τους ανθρώπους μετά από μια παράσταση και να ακούω τις εντυπώσεις τους από την μουσική».

- Ολοκληρώνοντας τις εμφανίσεις στην Ελλάδα, ποιο είναι το επόμενο καλλιτεχνικό βήμα; 

«Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σε ένα μεγάλο συμφωνικό έργο, που ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να το ακούσω εκτελεσμένο από ορχήστρα. Είχα την καλή τύχη μια δική μου σύνθεση 7 λεπτών να παρουσιαστεί από μια συμφωνική ορχήστρα στις ΗΠΑ και με αυτό ευελπιστώ να ασχοληθώ όλο τον επόμενο καιρό».


* Γεννημένη στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών από Ελληνες γονείς. Κινείται στη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης και ακούγεται παγκοσμίως από τους πρωτεργάτες της world fusion music. Τραγουδά και παίζει κιθάρα, μπουζούκι και σιτάρ. Η μουσική της -μελωδική και ρυθμική- είναι ένα μείγμα που συνδυάζει μεσογειακά, αφρικάνικα, νοτιοαμερικάνικα και ινδικά στοιχεία με την τζαζ. Το τελευταίο έργο της «Daughters of the Sun», ήταν το νούμερο #1 στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της νέας παγκόσμιας μουσικής την Αμερικής (NAV New Age and World radio charts). Σε πολλές εμφανίσεις της διευθύνει μια πολυεθνική ομάδα φημισμένων μουσικών, όπως «After the Moon, Pandoras Blues», «Wings and Air» και το «Ονειρο της Γαίας», που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Η ομάδα "World Music of Nana" έχει εμφανιστεί σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως και στο φεστιβάλ του Μοντρέ, όπου μουσική της συμπεριλήφθηκε στο cd με τις ζωντανές ηχογραφήσεις του φεστιβάλ «Live at the B&W Montreux Music Festival, Vol. II». Η Νάνα Σιμοπούλου έχει γράψει μουσική για κλασικό και μοντέρνο μπαλέτο για τις ομάδες «Joffrey Ballet και Dance Theater of Harlem», οι οποίες έχουν παρουσιαστεί σε πολλά μέρη του κόσμου. Εχει γράψει μουσική για θεατρικά έργα και για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Η διαδρομή της παίζοντας σιτάρ περιλαμβάνει συναυλίες με τον μεγάλο συνθέτη Tan Dun που πήρε τo βραβείο Οσκαρ, ως σολίστα στο Marco Polo με την Οπερα Πόλεων της Νέας Υόρκης και τη συμφωνική ορχήστρα RAI στο Τορίνο της Ιταλίας. Σημαντικές είναι οι συνεργασίες της με κορυφαίους καλλιτέχνες εκπροσώπους της τζαζ, όπως ο μπασίστας Charlie Haden, ο τρομπετίστας Don Cherry και στα κρουστά ο Βραζιλιάνος Café Da Silva. Εμφανίστηκε με τη διάσημη σοπράνο Lauren Flanigan στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης και στο Kennedy Center στην Ουάσιγκτον με τη Mary Ann Mc Sweeney, στo πλαίσιο του φεστιβάλ «Γυναίκες της Jazz». Εχει διευθύνει σύνολα μουσικών που έπαιξαν συνθέσεις της στο Broadway και σε άλλα θέατρα της Νέας Υόρκης. Πρόσφατα, έγραψε μουσική για το θεατρικό γκρουπ «The Acting Company», που κέρδισε το βραβείο θεάτρου Τόνι, για το έργο «American Dreams, Lost and Found». Είναι καθηγήτρια Κινηματογραφικής Μουσικής (Professor of Music for Film) στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Εικαστικών Τεχνών της Νέας Υόρκης (School of Visual Arts). Τα τελευταία χρόνια βρίσκουν την Νάνα Σιμοπούλου όλο και πιο κοντά στις ελληνικές ρίζες της με εμφανίσεις και συνεργασίες με Ελληνες καλλιτέχνες.