Ενα παρελθόν που εμπεριέχει πόνο, μοναξιά, αδυναμία, αλλά καταλήγει σε έναν ποταμό μιας αυτοβιογραφούμενης εξιστόρησης που εκβάλλει στη θάλασσα της προσωπικής επιβεβαίωσης. Την συναντήσαμε μετά την παρουσίαση του βιβλίου της «Πατρός ορφανή», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ιαμβος» και συζητήσαμε εν όψει της περιοδείας της στην Πελοπόννησο, το καλοκαίρι.
- Βιωματικό και το δεύτερο βιβλίο σας «Πατρός ορφανή», όπως και το προηγούμενο «Οδός Παπαμάρκου 9». Πόσο δύσκολη η βιωματική έκθεση στο κοινό;
"Είναι αφάνταστα δύσκολη όταν ο στόχος σου είναι να αποσυμπιεστείς και να ηρεμήσεις και πολύ εύκολη όταν γράφεις για εμπορικό και μόνο σκοπό. Στη δική μου την περίπτωση πρωτίστως με ενδιέφερε να πραγματοποιήσω μια αυτοβύθιση στο υποσυνείδητό μου και να αντιμετωπίσω τη ζωή μου στα ίσια. Δεν χαρίστηκα στις μνήμες, δεν κολάκευσα τις αναμνήσεις που με πονούσαν, απεναντίας τις προκάλεσα να βγουν στην επιφάνεια".
- Ζήσατε επαρχία και Αθήνα και δεν ξέρω ποια εποχή οι δράκοι, όπως γράφετε κάπου, σας επισκέπτονται;
"Γεννήθηκα στο Μηλοχώρι Πτολεμαΐδος του Νομού Κοζάνης. Την πρώτη δεκαετία μου την έζησα και μεγάλωσα στη Δραπετσώνα. Για λόγους οικογενειακούς, αργότερα, βρέθηκα και πάλι στην Πτολεμαΐδα, όπου και έμεινα μέχρι την ενηλικίωσή μου. Θα σας απαντήσω όπως και στο βιβλίο μου που είναι εγώ: «Τους δράκους στη ζωή της, δεν τους έκανε ποτέ ζάφτι, γιατί κάθε φορά που την επισκέπτονταν απρόσκλητοι, ερχόντουσαν τα πάνω κάτω με ξέφρενους ρυθμούς. Κι εκεί στην άκρη του ξέφωτου την πρόφταιναν πάντα, άσχημο σημάδι, κι έτσι πελώριοι και δυνατοί όπως ήταν, της έγνεφαν κατάματα, αποτελειώνοντάς την. Μ’ εκείνα τα μάτια που πέταγαν φλόγες κι εκείνο το στόμα που ξερνούσε πύρινη κόλαση, την πρόκαναν κάθε φορά, χωρίς τη δυνατότητα διαφυγής, έτσι μικρή και ευάλωτη που ήταν. Δεν ήθελε ή δεν ήξερε να τους κάνει συμμάχους, γιατί ήταν πάντα κακιωμένη μαζί τους και ήταν ζήτημα χρόνου πια να γίνει και πάλι παρανάλωμα»".
- Εχω την αίσθηση ότι ο χρόνος παλεύει μέσα σας, σαν μια διελκυστίνδα, όπου τα περασμένα ανταγωνίζονται τα παρόντα για την κυριαρχία;
"Η ζωή μου προσπαθεί ν’ ανοίξει εκείνη την περίεργη τρύπα στον τοίχο του χρόνου για να δραπετεύσει σ’ άλλους καιρούς, στην οδό Παπαμάρκου 9, που μου στοίχειωσε και μου σφράγισε για πάντα τη ζωή. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου μου, υπάρχουν κομμάτια του κορμιού και της ψυχής μου".
- Λυτρώνεται γράφοντας η Αννα Τσαλουκίδου ή απλώς εκτονώνεται;
"Προσωπικά πιστεύω ότι ο δημιουργός δεν θέλει να λυτρωθεί, γιατί αν αυτό συμβεί τότε η γραφή του θα λάβει τέλος. Σε ό,τι με αφορά γράφω όταν είμαι καλά, γιατί αλλιώς δεν μπορώ να γράψω αν δεν αισθάνομαι αισιόδοξη και σε καλή κατάσταση. Ακούω πως άλλοι δημιουργούν στα δύσκολα. Εμένα η χαρά μου είναι να γράφω, ασχέτως αν αυτά που θα περιγράψω αποτελούν προϊόν ακόμα και τραγικών συμβάντων που έλαβαν χώρα στη ζωή μου. Τώρα, αν κάποια πράγματα κατά την διαδικασία της γραφής, εμφανιστούν μπροστά μου ως πρόσωπα ή εικόνες που πονούν, είναι κι αυτά μέσα στο παιχνίδι που δημιουργεί η πένα του καθενός, όταν το μελάνι ακολουθεί τις χαρακιές της έμπνευσης".
- Στο «Πατρός ορφανή» ποια ήταν τα συναισθήματα που υποδαύλισαν τον συναισθηματικό σας κόσμο, ώστε η έμπνευση να καταλήξει βιβλίο;
"Σε ηλικία ενός έτους χάνεται ο πατέρας μου σε εργατικό ατύχημα και οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Κάποιες στιγμές μαλακώνουν, αλλά το στάνταρ των αισθηματικών αποχρώσεων κυρίως είναι το μαύρο. Τα κενά του πατέρα, γενικά ο θάνατος είναι μια σπάνια ιστορία στην παιδική ηλικία, γιατί το σύνηθες και φυσικά βιολογικό, είναι οι άνθρωποι να ζουν και να πεθαίνουν αφού γεράσουν. Ημουν ένα από τα μοναδικά παιδιά της γειτονιάς μου, που δεν είχα πατέρα και αυτό άλλοτε με τσάκιζε και άλλοτε μου έδινε θάρρος και ορμούσα πάνω στο πρόβλημα. Καλό και κακό λοιπόν σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Εμαθα να χάνω και να κερδίζω. Να έχω στόχους και να δημιουργώ χρονοδιαγράμματα. Οταν ήθελα να κάνω κάτι πολύ, τις περισσότερες φορές το κατόρθωνα. Με τον καιρό όμως, οι καταστάσεις καθοδηγούνταν από το συναίσθημά μου, που με πήγαινε όπου ήθελε, αλλά και με κατακερμάτιζε. Το παρελθόν στεκόταν εκεί, απέναντί μου, ψυχρό, απειλητικό και με βασάνιζε. Στην εφηβεία η απώλεια του πατέρα είναι ανεκπλήρωτη. Στο βιβλίο αυτό, αυτά τα συναισθήματα με ώθησαν να γράψω για την ηλικία που έζησα μετά τα 8, και βέβαια ουδέν κακόν αμιγές καλού!".
- Και τώρα ποια τα σχέδια μιας συγγραφέως που παλεύει με τις μνήμες της; Θα συνεχιστεί το παιχνίδι της επιστροφής στο χρόνο που σας χάραξε;
"Εννοείται πως θα συνεχιστεί. Η μεγαλύτερη δεξαμενή έμπνευσης είναι ό,τι ζήσαμε και ό,τι έμεινε ανεκπλήρωτο. Σαν τα όνειρα που βλέπουμε το βράδυ, που έρχονται στον ύπνο μας ως φόβοι και ως επιθυμίες. Με μια διαφορά: Τις πληγές όταν τις κάνεις τέχνη, από τραγωδίες γίνονται ευεργεσίες και τα δάκρυα όταν τα διοχετεύεις στο χαρτί, αυτό που για σένα νοτίζει, για τον άλλον που το διαβάζει δακρυσμένο, μπορεί να ισοδυναμεί με το αγίασμα μιας πνευματικής ώσμωσης, ώστε δημιουργός και αναγνώστης να ξορκίζουν από κοινού τους εφιάλτες τους".
- Ραντεβού λοιπόν στην Καλαμάτα να ξορκίσουμε τους φόβους μας;
"Ετσι λέει το πρόγραμμα, αρκεί να έχουμε υγεία. Κι ένα μεγάλο “ευχαριστώ” για την φιλοξενία στην εφημερίδα σας".
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Αννα Τσαλουκίδου γεννήθηκε στο Μηλοχώρι Πτολεμαΐδος του Νομού Κοζάνης. Την πρώτη δεκαετία της έζησε και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα. Για λόγους οικογενειακούς, αργότερα, βρέθηκε και πάλι στην Πτολεμαΐδα, όπου και έμεινε μέχρι την ενηλικίωσή της. Οταν επέστρεψε στον Πειραιά, εργάσθηκε σε τραπεζικό όμιλο, στον οποίο και έγινε διευθύντρια. Σπούδασε ξένες γλώσσες και σήμερα διδάσκει αγγλικά, business English και κάνει μεταφράσεις. Εχει βραβευτεί κατά καιρούς με β΄ διάκριση πεζογραφίας σε διαγωνισμό του υπουργείου Παιδείας από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών και λίγο αργότερα με το γ΄ πανελλήνιο βραβείο του Ποντιακού Συλλόγου Κιλκισιωτών Λογοτεχνών. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Ιαμβος”.