Από τον Ελβα και τη Βαλτική, στον Πάμισο και τη Μεσόγειο, από το Αμβούργο στην Καλαμάτα -στη Βέργα για την ακρίβεια- είναι το ταξίδι του Γερμανού Τόμας Σρέκενμπαχ (Thomas Schreckenbach), πανεπιστημιακού καθηγητή, και όχι μόνο, ο οποίος, εδώ και 25 χρόνια περίπου, περνά μεγάλο μέρος της ζωής του ως κάτοικος της Μεσσηνίας, της Πελοποννήσου.
“Για μένα, τα νησιά είναι το πρόσωπο της Ελλάδας, αλλά η Πελοπόννησος είναι η καρδιά της...” λέει στην “Ε” ο Θωμάς, όπως τον αποκαλούν οι πολλοί Ελληνες φίλοι του, στη Βέργα και στην Καλαμάτα: “Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ, με έναν φίλο, κατεβαίνοντας με το τρένο στην Καλαμάτα, είδα από ψηλά, τον κάμπο, με τον Πάμισο, τη Μεσσήνη στο βάθος... Κατάλαβα τότε ότι αυτή η περιοχή μου αρέσει και θα ήθελα να ζήσω εδώ” συνεχίζει, μιλώντας εξαιρετικά ελληνικά.
Ο Τόμας Σρέκεμπαχ μελετά ελληνική λογοτεχνία και ποίηση, για να βελτιώσει τις γνώσεις του στη γλώσσα μας όπως λέει, διαβάζει εφημερίδες -“είμαι αναγνώστης της ''Ελευθερίας''” δηλώνει-, αλλά και δημιουργός, καθώς εδώ και χρόνια, από τότε που συνταξιοδοτήθηκε, μετά από θητεία ως στέλεχος στον ιδιωτικό τομέα, ζωγραφίζει, με το ψευδώνυμο Thomas Paul.
Ως άνθρωπος του πολιτισμού, όταν ερωτάται σχετικά, εκτιμά ότι η μεσσηνιακή πρωτεύουσα έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 2021, σημειώνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις “το λίγο είναι πολύ”. Οπως παρατηρεί, “η Καλαμάτα έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Η ομορφιά της βρίσκεται στο ότι είναι ανοιχτή προς τη θάλασσα, η πόλη ''ρέει'' προς τη θάλασσα...”, τονίζοντας ότι η προσπάθεια οφείλει να είναι παμμεσσηνιακή.
Ταυτόχρονα, αναζητεί τρόπους για να τονώσει την τουριστική παρουσία της περιοχής μας, με προτάσεις για αξιοποίηση -μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων- των ερημωμένων χωριών, στον Ταΰγετο και τη Μάνη. Παράλληλα, κάθε καλοκαίρι, φιλοξενεί πολλούς Γερμανούς φίλους του και τους ταξιδεύει σε όλη τη Μεσσηνία -αλλά και ως το άκρο Ταίναρο:
“Τα δείχνουμε όλα αυτά στους φίλους μας που έρχονται από τη Γερμανία και όλοι τους επιστρέφουν ξανά εδώ τον επόμενο χρόνο. Ας πούμε ότι κι εμείς, με τις μικρές μας δυνάμεις, συμβάλαμε έστω και κατ’ ελάχιστο, στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος στην Ελλάδα...” λέει χαριτολογώντας.
Ο Τόμας Σρέκενμπαχ συνεχίζει ακούραστα να ψάχνει την “ψυχή” της Ελλάδας, για την ακρίβεια ψάχνει την ελληνική ψυχή -και τη βρίσκει παντού, όπως λέει, ακόμα και σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους από το απρόσωπο κράτος: “Δεν μπορεί να μιλάς συνέχεια για την οικονομία, τα capital controls... Αυτό δεν είναι η χώρα σας, δεν είναι αυτό η Ελλάδα. Είναι ένα μικρό χρονικό διάστημα, που θα περάσει. Κι αυτό που θαυμάζω είναι τον τρόπο που οι Ελληνες διαχειρίζονται αυτή την κρίση, πώς παραμένουν ψύχραιμοι, πώς παραμένουν φιλόξενοι” λέει, αναγνωρίζοντας ότι και στην πατρίδα του, ορισμένα μέσα ενημέρωσης, το έχουν... παρακάνει:
“Από την πλευρά μου, όταν μια συγκεκριμένη γερμανική εφημερίδα έγραφε σειρά αρνητικών άρθρων για τους Ελληνες, ήθελα να πάω και να τους πω ότι θα έπρεπε, ως έμπειροι δημοσιογράφοι, αντί να γράφουν τέτοια πράγματα να παρακινήσουν τον κόσμο να επισκεφθεί την Ελλάδα, την πιο όμορφη χώρα της Ευρώπης. Ετσι θα μπορούσαν να βοηθήσουν”.
Τα ελληνικά, ο Τ. Σρέκενμπαχ, τα αγάπησε από πολύ νέος, όταν μαθητής γυμνασίου ακόμα, στο Αμβούργο, επέλεξε να κάνει αρχαία ελληνικά: “Η αγάπη μου για την Ελλάδα άρχισε με το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, στο Αμβούργο που γεννήθηκα” θυμάται, παρατηρώντας την ίδια στιγμή ότι “στην Ελλάδα τα κατάργησαν όμως”.
Από την πρώτη του φορά στην Ελλάδα, το 1963, όταν ήταν 17 χρόνων, θυμάται με έντονη νοσταλγία “την ευωδία των δέντρων στην Αθήνα”, και συμπληρώνει: “Ηταν πολύ ρομαντική τότε η εικόνα, κάναμε 3 ημέρες και δύο νύχτες με το τρένο από το Μόναχο”. Ακολούθησαν πολλές επισκέψεις ακόμα, αλλά αυτή που ξεχωρίζει -όπως έλεγε την ώρα που με ξεπροβόδιζε από το σπίτι του- ήταν λίγα χρόνια αργότερα, στην Αμοργό -όπου ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό και ο κόσμος ήταν τα βράδυα στις ταβέρνες και τραγουδούσε...
Αναλυτικά, ακολουθεί η συνομιλία μας με τον Τόμας Σρέκενμπαχ:
-Πόσο διαφορετική ήταν η πραγματικότητα στην Ελλάδα που είδατε σε σχέση με την Ελλάδα που είχατε διαβάσει ή ακούσει;
“Γνωρίζω πως δεν είναι όλοι οι Ελληνες ευχαριστημένοι με το δημόσιο στην Ελλάδα, αλλά μιλώντας με φίλους μου Ελληνες μου λένε ότι αγαπάνε την πατρίδα τους. Γιατί η πατρίδα που είναι στην καρδιά του κάθε Ελληνα δεν είναι το δημόσιο, δεν είναι το κράτος, αλλά η γη, η θάλασσα, ο ουρανός, οι άνθρωποι.
Η πραγματικότητα σε σχέση με όσα έχεις ακούσει ή διαβάσει, είναι ένα μόνιμο δίλημμα για τις χώρες που αγαπά κανείς... Πολλά χρόνια πριν, διαβάσαμε στο σχολείο γλωσσών, άρθρα και βιβλία για την Ελλάδα, συγγραφέων από το εξωτερικό, όπως ο Χένρι Μίλερ που περιέγραφαν ότι η Ελλάδα είναι ο γαλάζιος ουρανός, οι θεοί του Ολύμπου... Από την άλλη πλευρά, διαβάσαμε άρθρα από Ελληνες συγγραφείς που περιέγραφαν τη γραφειοκρατία, τη φτώχια... Η ζωή έχει πάντα δύο πλευρές.
Νομίζω, ωστόσο, ότι ως Γερμανός, ως άνθρωπος δηλαδή που δεν έχω γεννηθεί στη χώρα αυτή και δεν έχω στενή σχέση με τα προβλήματα της καθημερινότητά της, μιας και έρχομαι κυρίως ως επισκέπτης, έχω το προνόμιο να απολαμβάνω τις όμορφες πλευρές της Ελλάδας. Αυτό ισχύει, φυσικά, και για τον ξένο που θα επισκεφθεί τη Γερμανία. Οι φίλοι του εκεί θα του δείξουν μόνο τις καλές πλευρές κι όχι τα καθημερινά προβλήματα ή τα παράπονα που έχει ο Γερμανός πολίτης με τη χώρα του.
Κι αυτό νομίζω είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί δεν μπορεί να μιλάς συνέχεια για την οικονομία, τα capital controls... Αυτό δεν είναι η χώρα σας, δεν είναι αυτό η Ελλάδα. Είναι ένα μικρό χρονικό διάστημα, που θα περάσει. Κι αυτό που θαυμάζω είναι τον τρόπο που οι Ελληνες διαχειρίζονται αυτή την κρίση, πώς παραμένουν ψύχραιμοι, πώς παραμένουν φιλόξενοι.
Αυτό έχει σχέση και με τον βλαβερό ρόλο των μέσων ενημέρωσης και στη Γερμανία, ορισμένα από τα οποία ασκούν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή και προκαταλαμβάνουν αρνητικά τον κόσμο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, κάποιοι φίλοι μας που ήθελαν να έλθουν για δύο – τρεις μήνες στην Ελλάδα με αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, την περίοδο που είχε αρχίσει η κρίση, και ήταν πολύ επιφυλακτικοί, ''φοβόμαστε να πάμε, μήπως μας φερθούν άσχημα'' έλεγαν... Εγώ τους είπα ότι αυτά είναι βλακείες και θα έπρεπε οπωσδήποτε να έρθουν στην Ελλάδα -και εν τέλει τους έπεισα.
Αποτέλεσμα; Οχι μόνο ήρθαν, όχι μόνο έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, όπως φοβούνταν, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο, εντυπωσιάστηκαν και κατευχαριστήθηκαν από την υποδοχή, τη φιλικότητα και τη φιλοξενία των ανθρώπων, όπου κι αν πήγαν.
Ενας άλλος φίλος μου, που έχει το σχολείο γλωσσών στην Αθήνα -Ελληνας αυτός και η γυναίκα του από το Βέλγιο- έμεινε στις Βρυξέλλες για δύο εβδομάδες και η εικόνα που μετέφεραν οι εκεί εφημερίδες δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα στην Ελλάδα, δεν ήταν η Ελλάδα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΜΕ
Για μένα, αυτό σημαίνει πως πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός του Ελληνα, του ανθρώπου, από την ελληνική πολιτεία, από το κράτος, από την πολιτική κατάσταση κι από την εικονική πραγματικότητα που ''ζωγραφίζουν'' τα μέσα ενημέρωσης.
Εγώ από την πλευρά μου, την περίοδο της έντονης κρίσης, που μια συγκεκριμένη γερμανική εφημερίδα έγραφε σειρά αρνητικών άρθρων για τους Ελληνες, ήθελα να πάω και να τους πω ότι θα έπρεπε, ως έμπειροι δημοσιογράφοι, αντί να γράφουν τέτοια πράγματα να παρακινήσουν τον κόσμο να επισκεφθεί την Ελλάδα, την πιο όμορφη χώρα της Ευρώπης. Ετσι θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Τελικά, όμως, είμαι ευχαριστημένος γιατί, παρ’ όλ’ αυτά, ήρθαν και φέτος πολλοί τουρίστες στην Ελλάδα. Κι αυτό που πιστεύω ότι αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα είναι ένας διαφορετικός τύπος ανθρώπου... Γιατί γαλάζιο ουρανό, ήλιο, θάλασσα, έχουν και στην Τυνησία, στην Τουρκία, την Ιταλία, την Ισπανία. Αλλά εδώ έχεις κάτι παραπάνω, κάτι μοναδικό, που μπορεί να αξιοποιηθεί ιδιαίτερα, κι αυτό είναι τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία που έχουμε με την Ελλάδα, όχι μόνο οι Γερμανοί αλλά κι οι άλλες χώρες της Ευρώπης
Οσοι Γερμανοί έχουν ανώτερη μόρφωση, έχουν την εικόνα της Ελλάδας όπως την περιέγραψε ο Γκέτε και άλλοι Γερμανοί και Ευρωπαίοι φιλόσοφοι, υπό το πρίσμα του ουμανισμού. Αλλά αν εξετάσουμε την εικόνα της σημερινής Ελλάδας, όχι φιλοσοφικά, διακρίνουμε άλλα στοιχεία, πιο ''πραγματικά''. Κι αυτά είναι η φιλοξενία, η αναζήτηση για τις ρίζες της γλώσσας, οι ανασκαφές -στις οποίες έχει μεγάλη συμβολή το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο-, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, τραγουδιστές όπως ο Νταλάρας και η Αλεξίου...
Κι όλα αυτά, του τότε και του σήμερα, δημιουργούν ένα ''μίγμα'' που αποτελεί τη βάση του σύγχρονου φιλελληνισμού στη χώρα μου”.
-Εχουν οι νέες γενιές των Γερμανών την ευκαιρία -ή τη θέληση, το ενδιαφέρον, εν πάση περιπτώσει- να γνωρίσουν τις πιο πάνω αξίες; Στην εποχή σας, στο σχολείο σας στη Γερμανία, διδασκόσαστε αρχαία ελληνικά. Σήμερα;
“Η απάντηση σε αυτό είναι δύσκολη και πραγματικά δεν την ξέρω. Αλλά μπορώ να αναρωτηθώ κι εγώ το ίδιο, πώς είναι δηλαδή σήμερα οι νέοι στην Ελλάδα; Είναι δύσκολα τα πράγματα... Πραγματικά δεν ξέρω. Σίγουρα θα έχουν άλλη θεώρηση, άλλα ενδιαφέροντα ίσως...
Από την πλευρά μου, εγώ έχω μεγάλο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία, την Αρχαία Μεσσήνη, τις παλιές εκκλησίες στη Μάνη, τα κάστρα -όπως το Τηγάνι (σ.σ. το κάστρο της Μαΐνης, στον όρμο του Μέζαπου), για τις ανασκαφές στο οποίο έχω ζητήσει να γίνει ρεπορτάζ- αλλά έχω φίλους που δεν τους ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Τα επισκέπτονται βεβαίως, την Αρχαία Ολυμπία, τις Μυκήνες, αλλά τους συγκινεί περισσότερο η πεζοπορία, μαζί τους πηγαίνουμε στον Ταΰγετο, στα φαράγγια. Τους συγκινούν περισσότερο τέτοια πράγματα. Κάτι ανάλογο, θεωρώ, ισχύει και για τους νέους”.
-Εσείς έχετε τη δυνατότητα να περνάτε κοντά τον μισό χρόνο σας στην Ελλάδα. Οι συμπατριώτες σας και οι άλλοι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα, έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν, να ζήσουν την εμπειρία από αυτή την Ελλάδα που βλέπετε εσείς -τις αρχαιότητες, τα μνημεία, τη φύση. Ιδίως μάλιστα όταν η διαμονή τους γίνεται σε ένα ξενοδοχείο, όπου τα πάντα είναι πληρωμένα και το μόνο που τελικά γνωρίζουν είναι οι χώροι του;
“Αυτός είναι άλλος τύπος τουρίστα, αλλά εγώ γνωρίζω ανθρώπους που μένουν σε χωριά, μαζί με τους Ελληνες, έχουν Ελληνες φίλους, μένουν και ζουν μαζί με τον καθημερινό Ελληνα. Οπως η γυναίκα μου κι εγώ δηλαδή, που έχουμε πολλούς Ελληνες φίλους.
Ο άλλος τύπος τουρίστα που περιγράψατε, πάει σε έναν τουριστικό προορισμό, μένει στο ξενοδοχείο, μπορεί και να μη βγει καθόλου. Εμείς που είχαμε πάει σε έναν τέτοιον προορισμό κάναμε κάθε μέρα πεζοπορία. Αυτοί πηγαίνουν στην παραλία, και το βράδυ στο εστιατόριο ή στο beach party που διοργανώνει το ξενοδοχείο. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι αυτό. Από την άλλη, βεβαίως, όπως το καταλαβαίνει καθένας...
Φιλοξενήσαμε έναν φίλο μας για μία εβδομάδα και μετά πήγε σε άλλη περιοχή της Ελλάδας, πολύ τουριστική, και αυτό που είδε τον σόκαρε. Εδώ είχε την παρέα, το ελληνικό φαγητό κι εκεί είχε σπαγγέτι, πίτσα, σνίτσελ... Οχι ότι είναι κακό, φυσικά, αλλά δεν είναι αυτή η Ελλάδα.
Αυτό που ελπίζω είναι να μη συμβεί το ίδιο στην Καλαμάτα και τη Μεσσηνία, με τουριστικές μονάδες που θα περιορίζουν τον επισκέπτη στους χώρους τους και μόνο. Η περιοχή μας πρέπει να διατηρήσει αυτή την ομορφιά, την αύρα του λαϊκού πολιτισμού, χωρίς να αρνείται την ανάπτυξη που φέρνουν μεγάλες τουριστικές επενδύσεις, όπως η Costa Navarino λόγου χάρη.
Φίλοι μας Γερμανοί, που ήταν εδώ πριν λίγες ημέρες, εντυπωσιάστηκαν πολύ από τη Μεσσηνία -τους πήγαμε στην Πύλο, στο Νιόκαστρο, τη Βοϊδοκοιλιά, μια βραδιά περάσαμε με Ελληνες φίλους που έπαιξαν μουσική με μπουζούκι και τραγούδησαν... Αυτή είναι η Ελλάδα και η ζωή της -σήμερα, όχι τότε”.
-Πώς απασχολείστε όταν είσαστε στην Ελλάδα;
“Εχω ένα στούντιο ζωγραφικής και ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα κάνω και μία έκθεση εδώ... Διαβάζω πολύ, εγώ κι η γυναίκα μου, έχουμε στο σπίτι μας εδώ μια μικρή βιβλιοθήκη με βιβλία για την Ελλάδα. Κάνω και μαθήματα, μόνος και με φίλους μου, διαβάζουμε ελληνικά βιβλία για να εξασκηθούμε στη γλώσσα και να έχουμε μεγαλύτερο και καλύτερο λεξιλόγιο. Διαβάζω βεβαίως και την ''Ελευθερία'', έντυπα και online.
Μας αρέσει να κάνουμε εκδρομές και πεζοδρομία, πάμε συχνά με φίλους στο φαράγγι του Ρίντομου, αλλά του χρόνου θέλουμε να πάμε στον Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του Ταΰγετου. Η σύζυγός μου πάει συχνά με τα πόδια στην Ανω Βέργα, απόσταση μιας ώρας από εδώ.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
Εχω, όμως, μια μεγάλη επιθυμία, όχι μόνο για μένα, αλλά νομίζω ότι ως ιδέα είναι σημαντικό και για τον Δήμο Καλαμάτας. Εχει σχέση με τη φύση, το περιβάλλον και την ιστορία της Μάνης. Υπάρχει στην Ελβετία κάτι ανάλογο με αυτό που σκέφτομαι, μιας και η συγκεκριμένη χώρα έχει πολλά βουνά, όπου πολλοί άνθρωποι κάνουν πεζοπορία. Υπάρχουν στα βουνά αυτά πολλά χωριά που πλέον δεν κατοικούνται, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, είναι καλοδιατηρημένα ή αναπαλαιωμένα έτσι ώστε να μπορείς να δεις πώς ήταν η ζωή πριν φύγουν οι κάτοικοί τους -βλέπεις τους σταύλους, τα πηγάδια, τους παλιούς μύλους. Χωριά που εξυπηρετούν, δηλαδή, σαν μικρά ανοιχτά μουσεία φύσης, ιστορίας και πολιτισμού. Είναι μια ιδέα που μπορεί να βοηθήσει πολύ τον τουρισμό.
Ο Ταΰγετος και η Μάνη διαθέτουν τόσα πολλά στοιχεία, τη φύση, τις βυζαντινές εκκλησίες με τις εξαιρετικές αγιογραφίες, τα μονοπάτια, τα παλιά ελαιοτριβεία, τα αλώνια. Δυστυχώς, πολλά από αυτά καταστρέφονται -ακόμα και στην περιοχή μας, το πανέμορφο μονοπάτι προς την Ανω Βέργα είναι κατεστραμμένο σε αρκετά σημεία... Το όνειρό μου είναι ότι με χρήματα, που μπορούν να προέλθουν και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, μέσα από προγράμματα που έχουν σχέση με τη φύση, να αποκατασταθεί το μονοπάτι αυτό και να το διαφημίζει ο Δήμος Καλαμάτας για πεζοπορικό τουρισμό.
Αυτό που λέω δεν είναι απλώς μια ρομαντική εικόνα, είναι τα ίχνη της ιστορίας και της ανθρώπινης παρουσίας, δείχνει τη συνέχειά της στην περιοχή,
Αντιλαμβάνομαι ότι για να ξεκινήσεις να συντηρείς αυτά που είπα χρειάζονται χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να γίνει αν η Καλαμάτα στοχεύει στον τουρισμό αυτού του επιπέδου. Γάλλοι, Γερμανοί, Αγγλοι, Αυστριακοί, Ελβετοί ψάχνουν πολύ τέτοια πράγματα, οι Ελληνες μάλλον έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη θάλασσα... Τώρα, πού και πού, βλέπουμε Γερμανούς ή Αγγλους οι οποίοι ψάχνουν να βρουν αυτό το παλιό μονοπάτι και άλλα πράγματα τέτοιου είδους, αλλά δεν μπορούν να τα βρουν, αφού πολλά αφήνονται να καταστρέφονται. Ενα τέτοιο αρνητικό παράδειγμα είναι οι μύλοι στο φαράγγι κάτω από το Κέντρο (σ.σ. Κέντρο Γαϊτσών ή Μπίλιοβα), όλες οι νωπογραφίες που καταστράφηκαν, χάθηκαν για πάντα. Αντίθετα, θετικό παράδειγμα είναι η ανακατασκευή που έγινε στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του Ταΰγετου και η σηματοδότηση του μονοπατιού.
Θα συμφωνήσω ότι υπάρχει κόσμος που ενδιαφέρεται να διατηρήσει τα μνημεία αυτά, αλλά ο κόσμος αυτός σπάνια έχει την οικονομική δυνατότητα να το πράξει, γι’ αυτό θα πρέπει τους ανθρώπους αυτούς να τους βοηθήσει η πολιτεία, μιας και από το αποτέλεσμα των έργων τους θα βγει κι αυτή ωφελημένη, από τους τουρίστες που θα επισκεφθούν την περιοχή και θα αφήσουν χρήματα. Οπως έγινε, πριν λίγα χρόνια στην Αρκαδία, στον Λούσιο, στη Μονή Φιλοσόφου, όπου έγινε αναπαλαίωση των μονοπατιών, των σκαλοπατιών -και ξαφνικά, ο τόπος ζωντάνεψε ξανά. Οπως μπορεί να γίνει και στη Νέδα, ενώ βλέπω ότι και στο Πολυλίμνιο γίνεται τώρα μια προσπάθεια. Απαιτείται φυσικά, από την μεριά του κράτους, να υπάρχει και η πολιτική βούληση.
-Σκέπτεστε πώς όσα χρήματα ενδεχομένως και να κόστισε για να φτιάξετε το σπίτι σας εδώ στη Βέργα, η θέα αυτή, του Μεσσηνιακού, της Καλαμάτας, του κάμπου με τα χωριά του, σας αποζημιώνει;
“Πολύ εύκολη ερώτηση, φυσικά και με αποζημιώνει. Η Βέργα είναι το μπαλκόνι της Καλαμάτας. Είναι κοντά, αλλά δεν είναι και κοντά... Οταν δούλευα, η εργασία μου με υποχρεώνε σε πολλά ταξίδια, Ασία και Αμερική. Από τότε όμως, είχα αυτό τον τόπο, αυτό το σπίτι, σαν δεύτερη πατρίδα μου.
Πρωτοήρθα στη Βέργα το 1990, βλέποντας μια αγγελία σε γερμανική εφημερίδα για κάποιο σπίτι που νοικιαζόταν. Μας άρεσε τόσο πολύ η περιοχή όμως, που μετά αγοράσαμε ένα χτήμα, αυτό που τώρα έχουμε φτιάξει το σπίτι μας. Μας αρέσει που είμαστε κοντά σε μια πόλη, όχι τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη, αλλά που έχει όλες τις απαραίτητες υποδομές...
Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ, με έναν φίλο, κατεβαίνοντας με το τρένο στην Καλαμάτα, είδα από ψηλά, τον κάμπο, με τον Πάμισο, τη Μεσσήνη στο βάθος, Κατάλαβα τότε ότι αυτή η περιοχή μου αρέσει και θα ήθελα να ζήσω εδώ.
Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω όλη την Ελλάδα. Γνωρίζω κάποια μέρη στη Βόρεια Ελλάδα, την Χαλκιδική, γνωρίζω τα νησιά. Για μένα, τα νησιά είναι το πρόσωπο της Ελλάδας στον κόσμο, αλλά η Πελοπόννησος είναι η καρδιά της... Εδώ έχεις τα πάντα, τη φύση, τα βουνά, τις αρχαιότητες, τα μοναστήρια, τα κάστρα.
Και κάθε φορά που επιστρέφουμε, ανακαλύπτουμε και κάτι καινούργιο -ίσως μικρά πράγματα, αλλά πάντα κάτι καινούργιο. Οπως η νεκρόπολη στη Θουρία, το Τηγάνι, τις εκκλησίες στο Κάβο Γκρόσο (σ.σ. ακρωτήρι νότια από τον Μέζαπο, βόρεια του Γερολιμένα)...
Τα δείχνουμε όλα αυτά στους φίλους μας που έρχονται από τη Γερμανία και όλοι τους επιστρέφουν ξανά εδώ τον επόμενο χρόνο. Χαριτολογώντας, ας πούμε ότι κι εμείς, με τις μικρές μας δυνάμεις, συμβάλαμε έστω και κατ’ ελάχιστο, στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος στην Ελλάδα...”.
-Γνωρίζετε για την υποψηφιότητα της Καλαμάτας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021;
“Πιστεύω ότι η Καλαμάτα έχει καλύτερες δυνατότητες από αυτές που είχε η Πάτρα, η οποία έγινε πολιτιστική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα το 2006. Ημουν στην Ελλάδα τότε, αλλά δεν είδα τίποτα, γιατί η Πάτρα είναι μεγάλη πόλη και το μέγεθος ''πνίγει'' τα δρώμενα.
Η Καλαμάτα, όμως, έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Η ομορφιά της βρίσκεται στο ότι είναι πόλη ανοιχτή προς τη θάλασσα, η πόλη ''ρέει'' προς τη θάλασσα... Με το κάστρο της, το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, το Μέγαρο Χορού, την παραλία της, τη μαρίνα, το πάρκο με το μουσείο του σιδηροδρόμου, τις ανασκαφές στην Αρχαία Μεσσήνη, το αρχαίο θέατρο στον ίδιο χώρο,την Costa Navarino... Κι ίσως μέχρι τότε να πρέπει να γίνει κάτι με τα ερειπωμένα διατηρητέα στο κέντρο της πόλης και με την μεγάλη κίνηση των αυτοκινήτων στην παραλία, θα ήταν εξαιρετικό αν ο δήμος μπορούσε να βρει λύση σε αυτά τα προβλήματα.
Μπορεί η Καλαμάτα να τα καταφέρει, χωρίς πολλά χρήματα. Ξέρετε, μερικές φορές ''ουκ εν τω πολλώ το ευ'', το λίγο είναι πολύ, όπως λέμε less is more. Αυτό θα μπορούσε ίσως να είναι και το διαφημιστικό σλόγκαν της εκστρατείας του Δήμου Καλαμάτας στην διεκδίκησή του αυτή, less is more... Αλλά, βεβαίως, είμαι σίγουρος ότι ο δήμος έχει αξιόλογους ανθρώπους που ασχολούνται με το θέμα και θα προκύψουν καλές ιδέες”.
* Thomas Schreckenbach
Ο Τόμας Σρέκενμπαχ γεννήθηκε το 1946 στο Αμβούργο. Σπούδασε Χημεία και Βιοχημεία στο Μόναχο. Μετά το διδακτορικό και την εκπαίδευσή του εργάστηκε ως ανώτερος επιστήμονας και επικεφαλής της ομάδας στο Πανεπιστήμιο του Würzburg και στο Max-Planck, στο Μόναχο. Από το 1986 ώς το 2005 κατείχε διάφορες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και δίδασκε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Darmstadt.
Ελαβε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στην Σχολή Καλών Τεχνών Malakademie της Φρανκφούρτης, στην Ακαδημία Τέχνης του Bad Reichenhall και στο στούντιο του Stephan Geisler στο Μπόχουμ.
Πραγματοποιεί τακτικές ζωγραφικές εκθέσεις με το ψευδώνυμο Thomas Paul και έχει στούντιο στο Wackerfabrik Mühltal (Εσσεν, Γερμανία) και στην Καλαμάτα (Βέργα). Είναι μέλος σε διάφορες ομάδες καλλιτεχνών και την κύρια γερμανική ομοσπονδία επαγγελματιών καλλιτεχνών BBK (Bundesverband Bildender Künstlerinnen und Künstler / Ομοσπονδιακή Ενωση Καλλιτεχνών). Παραδίδει ακαδημαϊκές διαλέξεις σχετικά με την αλληλεπίδραση της επιστήμης και της τέχνης.