Κυριακή, 20 Δεκεμβρίου 2015 08:30

Ρούλα Γεωργακοπούλου - Σοφία Φιλιππίδου: Σουρεαλιστικές, λυτρωτικές ...«Καρφίτσες στα γόνατα»

Ρούλα Γεωργακοπούλου - Σοφία Φιλιππίδου: Σουρεαλιστικές, λυτρωτικές  ...«Καρφίτσες στα γόνατα»

Πριν από λίγους μήνες συναντήθηκαν δημιουργικά δυο τρομερές κυρίες, οι οποίες στην εκπνοή του χρόνου του παλιού ανέβασαν στη σκηνή ένα παράξενο θεατρικό, μ' ένα ακόμα πιο παράξενο όνομα. «Καρφίτσες στα γόνατα» είναι ο τίτλος της παράστασης, η οποία συστεγάζει δύο μονόπρακτα της γνωστής Μεσσήνιας δημοσιογράφου Ρούλας Γεωργακοπούλου, με την υπογραφή της δαιμόνιας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σοφίας Φιλιππίδου.

 Οι «Καρφίτσες στα γόνατα» έκαναν την πρεμιέρα τους στις 11 Δεκεμβρίου στο «Από Μηχανής Θέατρο», στον Κεραμικό, και θα παρουσιάζονται εκεί ως τις 17 Ιανουαρίου. Πρόσφατα μάλιστα κυκλοφόρησαν και σε βιβλίο απ' τις εκδόσεις «Ροδακιό». Κάτι μας τσίμπησε ευχάριστα όταν μάθαμε τα νέα τους - κι έτσι καλέσαμε τις δυο μαμάδες τους στο σαλονάκι της "Ε". 

Λιτή και εύστοχη η μία, με μια ευαισθησία ευφυή και κοφτερή, που ξετινάζει σιγουριές και βεβαιότητες με απαλές κινήσεις... Πιο χειμαρρώδης και πολύχρωμη η άλλη, ένα οξύ μα και συναισθηματικό συνάμα πνεύμα, που σε διαπερνάει ευεργετικά. Μαζί και χώρια, η συζήτηση μαζί τους είναι μια σπάνια εμπειρία - και είμαι ευτυχής που τη μοιράζομαι μαζί σας.

 

ΡΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

- Κυρία Γεωργακοπούλου, μια ζωή γράφετε... Aλήθεια, από πότε γράφετε; Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

«Σαν παιδί ήμουν μάλλον άχαρο και δειλό. Δεν είχα κανένα από τα προσόντα που έκαναν τότε ένα κοριτσάκι δημοφιλές. Το γράψιμο με έσωσε απάνω που σχεδίαζα να καταφύγω σε κανένα βολικό σύμπλεγμα. Ηταν μακράν το καλύτερο παιχνίδι μου. Πήρα πολλή χαρά απ’ αυτό, πήρα αγάπη από τους άλλους, με ξελάσπωσε στο σχολείο, με εκτίμησαν κι οι γονείς μου. Ξεκίνησε λοιπόν σαν παιχνίδι και ευτυχώς είναι ακόμη κάτι σαν παιχνίδι».   

- Είστε, σ' ένα μεγάλο ποσοστό, εφημεριδάνθρωπος: Οι έννοιες του επίκαιρου και του εφήμερου, λοιπόν, με ποιον τρόπο έχουν «γράψει» μέσα σας και πώς επηρεάζουν τα γραπτά σας;

«Τρελαίνομαι για το εφήμερο, το επίκαιρο, αυτό που ξέρω ότι θα μπαγιατέψει γρήγορα για να έρθει το επόμενο, το οποίο συνήθως είναι χειρότερο. Αυτή η επίγνωση του γκροτέσκο απελευθέρωσε το χιούμορ μου και άσκησε την ανεκτικότητά μου, όση έχω τελοσπάντων… Μ’ έμαθε να αντιδρώ γρήγορα, να μη γράφω μανιφέστα και "μεγάλες αλήθειες". Να εκτίθεμαι, να κάνω λάθη». 

- Πέρα από τα άρθρα, τα χρονογραφήματα, τις κριτικές, τα θεατρικά σας έργα... γράφετε καθημερινά και στο Facebook. Τι είδους επικοινωνία είναι αυτή, ποια ανάγκη έκφρασης καλύπτει; 

«Εντάξει, δεν έχω και χιλιάδες "φίλους" στο φμπ. Συγγενείς, συνάδελφοι, παλιοί και νέοι φίλοι, καθώς και κάποιοι άγνωστοι που μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντες, ενημερωτικοί, και μ’ αρέσει να διαβάζω τις απόψεις τους ή να δέχομαι τα πυρά τους. Ωραίο παιχνίδι για όποιον έχει αυτοέλεγχο και δεν το παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Με διασκεδάζει και μου επιτρέπει να επικοινωνώ εύκολα με τους άλλους».  

- Οι «Καρφίτσες στα γόνατα» είναι ένα θεατρικό που συνενώνει δύο παλαιότερα δικά σας μονόπρακτα. Πώς έγινε αυτή η σύνδεση; Τι νέο γέννησε και τι άφησε, ίσως, να χαθεί απ' τα δυο έργα;

«Το θεατρικό έργο, από μόνο του, δεν είναι έργο τέχνης. Δεν διεκδικεί και δεν δικαιούται αυτονομία. Είναι μια "δυνατότητα" που θα οδηγήσει σε μία ή σε πολλές διαφορετικές παραστάσεις. Οχι πως δεν έχει κι αυτό τους κανόνες και τα μη παρέκει του, αλλά χρειάζεται χρόνος και κόπος για να γίνουν ορατά. 

Απ’ αυτήν την άποψη με εξιτάρει η εκδοχή της Σοφίας Φιλιππίδου η οποία ανέλαβε την ευθύνη να ενώσει δυο διαφορετικά έργα μου, βρίσκοντας τη λεπτή κλωστή που τα συνδέει. Τους έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα ποπ διάσταση και απελευθέρωσε το χιούμορ τους. Στην πρεμιέρα γέλαγα τόσο, που ντρεπόμουνα τους διπλανούς μου. Γιατί κι ο συγγραφέας, μη νομίζετε, λειτουργεί κι αυτός σαν θεατής. Κυρίως σαν θεατής».

- Πόσο εύκολη σας είναι η μετάβαση από τη θέση του ερωτώντα δημοσιογράφου-κριτικού, σε αυτήν του ερωτώμενου-κρινόμενου δημιουργού; 

«Χα, καθόλου εύκολη. Σαν δημοσιογράφος λυπάμαι πολύ τον συνεντευξιαζόμενο. Ενδόμυχα είμαι εντελώς με το μέρος του, έχω την τάση να του πω "Φυλάξου άνθρωπέ μου, τα θέλεις και τα λες ή σου ξεφεύγουν;" αλλά κρατιέμαι. 

Ποτέ δεν θεώρησα απαραίτητο να παγιδεύσω κάποιον για να τον εκθέσω. Αυτή η μέθοδος είναι κατά τη γνώμη μου ξεπερασμένη και δεν οδηγεί σε σπουδαία πράματα. 

Αντίθετα, είμαι σίγουρη ότι οι πιο ήπιες τεχνικές είναι απολύτως πιο αποτελεσματικές για να εκτεθεί κάποιος από μόνος του, χωρίς να τον σφυροκοπάει ο δημοσιογράφος απλώς και μόνον για να φανεί εξυπνότερος. Ελπίζω να με λυπηθείτε κι εσείς και να μη μου κάνετε δύσκολες ερωτήσεις».

- Πανεύκολες! Υπάρχει π.χ. μια άποψη πως ο δημιουργός δεν αναλύει ο ίδιος το έργο του - αλλά ο Μ. Κούντερα στον «Πέπλο» διαφωνεί κι εγώ συμφωνώ μαζί του: Θα ήθελα να μας μιλήσετε λίγο για τους ήρωες και τις ηρωίδες σας.

«Ωχ, να το... Πώς να πω τώρα ότι δεν έχω γράψει ήρωες και ηρωίδες με την κλασική έννοια των "χαρακτήρων"; Κι αυτό γιατί δεν πιστεύω καθόλου στους χαρακτήρες, στους ψυχολογικά, ταξικά, ηθογραφικά ή όπως αλλιώς οριζόμενους. 

Οι ήρωές μου είναι "ψυχικά γεγονότα" που ζητούν το δίκιο τους. Είναι μεγάλη εφεύρεση του πολιτισμού η δικονομία της σκηνής. Μόνο αυτή εμπιστεύομαι». 

- Πώς είναι η συνεργασία σας με τη Σοφία Φιλιππίδου, ένα σύγχρονο ιερό τέρας των παραστατικών τεχνών και μια τόσο ιδιαίτερη γυναίκα;

«Εκτός από το θέατρο, η Σοφία είναι και άνθρωπος της γραφής. Τα άρθρα της στην παλιά "Ελευθεροτυπία", που κυκλοφόρησαν και σε βιβλίο, με έκαναν να την εμπιστευτώ ακόμη περισσότερο. Η συνεργασία μας είναι ευφορική, αποδοτική και άκρως δημοκρατική. Μιλάμε πολύ, γελάμε πολύ, και πάνω στη δουλειά η μία σπεύδει να λύσει τις δυσκολίες της άλλης χωρίς δεύτερες σκέψεις και κρατούμενα. 

Από τη μεριά μου χρειάζομαι το ένστικτό της, θαυμάζω το διονυσιακό κομμάτι του εαυτού της και εκτιμώ αφάνταστα την καλλιτεχνική της αυστηρότητα. Νομίζω ότι είναι γνήσια απόγονος των μεγάλων ηθοποιών που κάποτε, χωρίς να το καλοσκεφτούμε, τους λέγαμε απλώς "κωμικούς", αγνοώντας τις διανοητικές προϋποθέσεις της δουλειάς τους και την πολυπλοκότητα του ψυχισμού τους. Η Σοφία είναι μια τέτοια διανοούμενη και μια πραγματικά σοφή γυναίκα».  

      

ΣΟΦΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

- Κυρία Φιλιππίδου, έχετε γράψει τη δική σας ιστορία ως ηθοποιός και σκηνοθέτρια - έχετε όμως επιπλέον και το μικρόβιο της γραφής. Ποια ιδιότητά σας αποφάσισε πρώτη να παρουσιάσετε τις «Καρφίτσες», και γιατί;

«Αποφάσισα να ανεβάσω τα δύο μονόπρακτα της Ρούλας Γεωργακοπούλου "Διανυκτερεύον" και "Η Προσπερίνα και ο Ναύτης" πρώτα γιατί την εκτιμώ σαν συγγραφέα αλλά και γιατί μας ενώνουν κάποιες κοινές απόψεις για τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο. Τα τελευταία χρόνια είμαι σε μια φάση που αναζητώ να βρω εκείνα τα κίνητρα που με κάνανε παλιά, στα χρόνια της πρώτης μου νεότητας, να πηγαίνω με χαρά στην πρόβα (θεατρικό εργαστήρι της "Τέχνης" Θεσσαλονίκης). Μπορώ επιπλέον να ονειρεύομαι και να σχεδιάζω πράγματα που είναι πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου και στις επιθυμίες μου. Ετσι, μετά τον μονόλογο των Κωνσταντίνου και Αντώνη Κουφαλη "Η έκτη Καρυάτιδα" σε σκηνοθεσία Κώστα Τσόκλη, το "Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς" του Χέρμαν Μέλβιλ σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία δικιά μου, τις "Ευτυχισμένες μέρες" του Σάμουελ Μπέκετ σε μετάφραση δική μου και σκηνοθεσία Γιώργου Μανιώτη, ήρθαν τα μονόπρακτα της Ρούλας στα χέρια μου. Μου τα έστειλε έτσι απλά να τα διαβάσω.

Ενθουσιάστηκα στην αρχή από τις εικόνες, τις λέξεις, από την ποιητικότητα... το "Διανυκτερεύον" μου θύμισε θέατρο του παραλόγου, με πήγε στον Σαρτρ... στον Ιονέσκο… στις "Δούλες" του Ζενέ… βρήκα ιδιοφυή την σύλληψη της Προσπερίνας και του Ναύτη του Τσαρούχη... Η Ρούλα είναι μια γυναίκα που έχει να πει πολλά στο θέατρο και μακάρι να το κάνει, για το καλό μας.

Με μια δεύτερη ανάγνωση, ήμουν βέβαιη πως ήθελα να σκηνοθετήσω αυτά τα έργα σε μια κοινή παράσταση, να δώσω τους δύο γυναικείους ρόλους σε αγόρια και να κρατήσω τον μικρό ρόλο της Προσπερίνας.

Αυτά γίναν σχεδόν αυτόματα. Μετά, όταν πήραμε την απόφαση να τα ανεβάσουμε και άρχισα να τα μελετάω, τα ερωτεύτηκα και εν τέλει τα αγάπησα. Αυτή την αγάπη μου προσπάθησα να μεταδώσω σε όλους τους συντελεστές, για να καταφέρουμε μέσα από ευγενικές διαφωνίες αλλά και μικρές αναγκαίες συγκρούσεις να φτάσουμε στο αποτέλεσμα που ονειρεύτηκα. 

Οσο για την ιδιότητά μου ως συγγραφέως, αν και δεν έχω παρά μικρό συγγραφικό έργο, νομίζω ότι με βοήθησε σε δεύτερο επίπεδο, να κατανοήσω καλύτερα τα έργα να τα συνδέσω μέσω μιας μικρής δραματουργικής επεξεργασίας (αφήνοντας τα ίδια σχεδόν ανέπαφα) και να τα παρουσιάσω ως μία ενιαία παράσταση».

- Η ματιά της Ρούλας Γεωργακοπούλου είναι απολύτως θηλυκή... με την έννοια όμως ότι σκιαγραφεί και αντιπροσωπεύει την πολύπλοκη γυναικεία ολότητα, στη χειραφετημένη της εκδοχή. Ποιες γυναίκες εκτιμάτε εσείς; 

«Εκτιμώ αφάνταστα και μου ταιριάζουν οι χειραφετημένες γυναίκες, κι εκτιμώ και θαυμάζω τη Ρούλα. Μπορεί εγώ να μην δείχνω η οργανωμένη και πολιτικοποιημένη φεμινίστρια, όμως έδωσα μάχη σε πολλά πεδία για την προσωπική μου χειραφέτηση, την ανεξαρτησία και την ελευθερία μου. Δούλεψα σκληρά για να έχω τα δικά μου χρήματα, βοήθησα τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου για να πάει καλά το μαγαζί μας, σπούδασα, βοήθησα τη μάνα μου στις δουλειές του σπιτιού και επιπλέον μεγάλωσα τον μικρό μου αδελφό (γεννήθηκε όταν ήμουν 13 χρονών). 

Με λίγα λόγια έκανα πολλά "γυναικεία" πράγματα που δεν τα κάνανε οι φεμινίστριες της εποχής μου. Επομένως ένας συνδυασμός ανεξάρτητης γυναίκας και κλασικής νοικοκυράς είναι το δικό μου πρότυπο γυναίκας (για να υποστηρίξω και τη δική μου θέση και να μη χάσω την ευαίσθητη ισορροπία μου)».

- Στις δουλειές σας υπάρχουν συχνά -ή τα φέρνετε εσείς- στοιχεία που φλερτάρουν με τον σουρεαλισμό: έναν κωμικό ή κωμικοτραγικό σουρεαλισμό. Είναι γενικότερη φιλοσοφία ζωής αυτό;

«Είναι στη φύση μου η χαρά της ζωής, η ποίηση, και αγαπώ να δημιουργώ πράγματα με το μυαλό, τη φαντασία και τα χέρια. Εμπνέομαι από τα όνειρα και τις υποσυνείδητες δυνάμεις, από τη χαμένη αθωότητα, μου αρέσει να παρατηρώ τη φύση και τα φαινόμενα, αγαπώ την τέχνη και την επιστήμη. Πιστεύω πως η ζωή είναι παράλογη, όπως και οι εισηγητές του θεάτρου του παραλόγου, και είμαι επηρεασμένη από το μύθο του Σίσυφου και τη μεγάλη πέτρα που ανεβάζουμε στην ανηφόρα για να κατρακυλήσει πάλι κάτω, όπως με μαγικό τρόπο αναπτύσσει στο δοκίμιό του ο Καμύ. Πιστεύω στη θεωρία της αμφιβολίας και της τυχαιότητας της φυσικής επιστήμης. Αγαπώ όμως και τους κλασικούς συγγραφείς που μιλούν για τον μύθο... την θεϊκή εξουσία και την ανθρώπινη αδυναμία, για τη μοίρα και τον από μηχανής θεό - και πάνω απ' όλα λατρεύω τον εισηγητή του σουρεαλιστικού κινήματος Αντρέ Μπρετόν και τη θεωρία για την απελευθέρωση της φαντασίας, την ηθική στην τέχνη και την υπέρβαση, την αλήθεια και το όνειρο.

Στη ζωή μου είμαι πιο γειωμένη και η πραγματικότητά μου με κρατάει στα καθημερινά, αν και έχω κάνει κάποιες μικρές επαναστάσεις. Ευτυχώς όλες οι ψυχικές μου ανάγκες διοχετεύονται και εκφράζονται μέσα στον τρόπο που παίζω και στον τρόπο που πειραματίζομαι σκηνοθετώντας».

- Οταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία (όπως πολύ συχνά, μάλλον, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα) ο καλλιτέχνης κινητοποιείται ή... ακινητοποιείται;

«Ο καλλιτέχνης κινητοποιείται - εκτός από κάποιους που, έχοντας ξεπεράσει τους εαυτούς τους και κατανοώντας επί της ουσίας τη ματαιότητα κάθε κίνησης, ακινητοποιούνται από άποψη. Οι άλλοι όλοι, οι πιο ανώριμοι κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ, πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά και στη δημιουργία με κάθε μέσο. Παίζουμε, γράφουμε, σκηνοθετούμε, μονολογούμε ακαταπαύστως μερικές φορές και άναρθρα ή απελπισμένα, προκειμένου να επικοινωνήσουμε ή να κατανοήσουμε τους εαυτούς ή απλώς να σωθούμε από την απόγνωση και το αδιέξοδο που μας περιβάλλει. 

Μέσα σ' αυτό το χάος ο καθένας καταθέτει τη δική του πρόταση. Προσωπικά βρίσκω σε κάθε παράσταση που παρακολουθώ, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε ποιητική ή λογοτεχνική βραδιά, στα αναλόγια, σε όλα τα καλλιτεχνικά, εδώ και εκεί φράσεις, εικόνες, λέξεις που με συναρπάζουν - και συνθέτοντας όλα αυτά που ξεχωρίζω, κάνω μόνη μου ένα άλλο έργο για δική μου κατανάλωση. Θέλω να πω πως κάτι πάει να γίνει από πάρα πολλούς ανθρώπους που παλεύουν και συνωστίζονται στα θέατρα και στις αίθουσες τέχνης».

- Τι σας συγκινεί κυρίως στις ιστορίες των ανθρώπων - φανταστικές ή πραγματικές, σουρεαλιστικές ή μη;

«Εμένα με τρελαίνει η αληθινή συγκίνηση των ανθρώπων, το πηγαίο γέλιο, το χιούμορ, η εξυπνάδα, η απλότητα και η καλοσύνη. Με συναρπάζει η ευτυχισμένη στιγμή, όταν με πλησιάζει αναπάντεχα τρυφερά και απαλά, σαν αγάπη ή αλλιώς ευτυχία: Αλλοτε σαν αεράκι, άλλοτε σαν δροσοσταλίδα πάνω σε ένα φύλλο, πότε σαν κοτσύφι που μου "μιλάει" από το απέναντι μπαλκόνι… άλλοτε σαν πανσέληνος ή νέα Σελήνη…

Από μικρό παιδί έπαιζα με καρφάκια, γυαλάκια, πανάκια, κουρελάκια, με τα λιγότερα και τα μικρότερα. Παρατηρούσα τα μυρμήγκια, τα ποντίκια, τις μύγες, τους κοριούς… γελούσα και μοίραζα τις καραμέλες μου στα παιδιά... οργάνωνα το παιχνίδι… κι όταν ζήλευα έκλαιγα αλλά δεν εκδικιόμουν ούτε θύμωνα.

Από τη φύση μου μυρίζομαι την αγάπη από χιλιόμετρα μακριά, και δίχως χάδια και φιλιά, την καταλαβαίνω. Ετσι μ' έμαθε η μάνα μου. Ακόμα και σήμερα παίρνω αγάπη ακόμα και από τους πεθαμένους, τη νιώθω, την αισθάνομαι παντού: χωμένη μέσα στα βιβλία, μέσα στους τάφους, στα βάθη των ωκεανών, στα πτώματα των πνιγμένων, στους ναυαγούς... στις γοργόνες... στην άσπρη φάλαινα... Στα μεγάλα και μικρά αστέρια στη Μεγάλη Αρκτο… στους πλανήτες, στα μικρά φυλλαράκια των φυτών στο μπαλκόνι μου... στα μικρά φυλαχτά μου...».

- Πώς προέκυψε ο τίτλος «Καρφίτσες στα γόνατα» για τα μονόπρακτα τους Ρούλας Γεωργακοπούλου;

«Ααα... είναι μια περιπέτεια που ξεκίνησε ένα βράδυ στο Facebook και μας βρήκε το ξημέρωμα με τη Ρούλα. Η ιδέα ήταν ότι, αφού θα έχουμε δύο μονόπρακτα σε κοινή παράσταση, χρειάζεται και ένας νέος τίτλος. Ετσι άρχισε ένα παιχνίδι με τις λέξεις, με τα νοήματα, με τη σημειολογία, με τους συμβολισμούς των λέξεων... Γελάσαμε πολύ, φτάσαμε στα άκρα, ακόμα και στη σαχλαμάρα, και αιφνιδίως -δεν ξέρω ποιος το είπε πρώτος και δεν έχει σημασία- ειπώθηκε το "καρφίτσες στα γόνατα". Τότε είπαμε και οι δύο "αυτό είναι". Αυτό το παιχνίδι του τίτλου είναι πολύ γοητευτικό και είναι ένα από τα ωραιότερα σημεία της συνεργασίας μας με τη Ρούλα».

- Ποια ήταν η δυσκολία στο ανέβασμα αυτής της παράστασης - και τι πρέπει να αναμένουν οι υποψήφιοι θεατές της;

«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν πώς θα κάνω μια ενιαία παράσταση με βασική ηρωίδα την πελάτισσα του πρώτου μονόπρακτου (ρόλος που παίζεται με μεγάλη επιτυχία από τον Χάρη Αττώνη). Μετά, πώς θα κάνω δύο άντρες να εμφανιστούν ως γυναίκες, πώς θα είναι τα "φουστάνια" που θα φορούν, τα ρούχα τους... ποιο το μακιγιάζ, τα παπούτσια... πώς θα μιλούν... και τέλος πώς θα στηρίξω την παράσταση ως ηθοποιός. Ρόλος μεγάλος για μένα, δεν υπήρχε παρά μόνο η έξοχη και δαιμόνια Προσπερίνα στο δεύτερο μονόπρακτο και οι ανατροπές της. Σκέφτηκα, δούλεψα, μελέτησα και βρήκα μια λύση που με τη συμπαράσταση και την εμπιστοσύνη της Ρούλας Γεωργακοπούλου αλλά και την βοήθεια των άξιων συνεργατών μου, την έκανα θεατρική πράξη και πρόταση. 

Και με την ευκαιρία θέλω να προσθέσω πως η παράστασή μας, εκτός από μια καλλιτεχνική πρόταση, είναι και μια πρόταση ηθικής στάσης απέναντι στη ζωή και στο θέατρο. Μπορεί κάποιος να το πει και δημοσίως, αλλά στην περίπτωση που δεν θα ειπωθεί, θέλω να καυχηθώ πως είχα τη δύναμη και την γενναιοδωρία να έχω δίπλα μου δύο καινούργιους ηθοποιούς (τους ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκαν)... τους έδωσα ζωτικό χώρο και τους αντιμετώπισα ισότιμα πάνω στη σκηνή, χωρίς να κοιτάω να τους εξαφανίσω.

Αυτό είναι το λεγόμενο σκηνικό ήθος για το οποίο γίνεται καθημερινά λόγος στην τηλεόραση, στις παρέες και στις θεατρικές κριτικές».