Η ενδιαφέρουσα πορεία του ξεκινά από τα πέτρινα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του '50, όταν φτάνει στην πρωτεύουσα από τη Μεσσήνη, επαρχιωτάκι που στον τόπο του ζωγράφιζε ταμπέλες για χαρτζιλίκι, για να σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών σε μια Αθήνα που δεν είχε καν Εθνική Πινακοθήκη.
«Γεννήθηκα στη Μεσσήνη. Εκεί τελείωσα το γυμνάσιο. Μετά ήρθα στην Αθήνα. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τις τέχνες. Ο πατέρας μου ήταν παπάς και δάσκαλος. Η μάνα μου είχε ταλέντο να φτιάχνει με τα κομμάτια υφασμάτων που περίσσευαν όμορφες κουρελούδες. Τα ύφαινε, ταιριάζοντας χρώματα και υφές, κι έφτιαχνε με το βελονάκι υπέροχα εργόχειρα. Ο προπάππους ήταν από την Καρδαμύλη – ήταν εγγράμματος και πήγαιναν, λέει, σ' αυτόν οι ντόπιοι για να τους γράφει επιστολές και τηλεγραφήματα. Μάλιστα, συνέθετε λέξεις, ώστε το κόστος του τηλεγραφήματος να είναι κατά το δυνατόν μικρότερο – γιατί τότε πλήρωναν με τις λέξεις το τηλεγράφημα. Ο γιος του, ο παππούς μου, ήταν στα 1870 δάσκαλος στο Πεταλίδι, σε δυο χωριά. Όλα τα παιδιά του σπούδασαν. Δεν ήμασταν, δηλαδή, μια οικογένεια με αγροτικές καταβολές, δεν είχαμε γη. Οι δραστηριότητες της οικογένειας είχαν να κάνουν κατά κύριο λόγο με τα γράμματα».
Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα της Ματίνας Καλτάκη στο lifo.gr