Το κουβάρι της πλοκής αρχίζει να ξετυλίγεται με μια υπόθεση την οποία ο ερευνητής ήρωας «κληρονομεί» από τον πατέρα του: έναν φόνο που είχε διαπραχθεί στο σταθμό του Μονάχου τη μέρα που ο Στέλιος Καζαντζίδης έφτανε εκεί για να δώσει μια σειρά συναυλίες. Τα στοιχεία οδηγούν στο ακόμα μακρύτερο παρελθόν, στην Κατοχή και τον Εμφύλιο - εποχές τις οποίες η Μαρλένα Πολιτοπούλου επιχειρεί και σε αυτό το βιβλίο της να φωτίσει. Μιλώντας μαζί της με αφορμή την επικείμενη βιβλιοπαρουσίαση, ανακαλύψαμε μεταξύ άλλων έναν άνθρωπο πολύ σοβαρό, ο οποίος απεχθάνεται τις ευκολίες - και «ανατριχιάζει» μπροστά στην παραμικρή πιθανότητα μιας γενίκευσης... που θα μπορούσε ίσως να θολώσει την πολυδιάστατη σημερινή ή ιστορική πραγματικότητα.
Το βιβλίο «Η Πηνελόπη των τρένων» θα παρουσιαστεί στην αποβάθρα του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Καλαμάτας το Σάββατο 11/6. Εκτός από τη συγγραφέα, θα μιλήσουν ο πρώην υπουργός και δήμαρχος Καλαμάτας Σταύρος Μπένος και η γιατρός Μιμή Γεωργακοπούλου. Θα συντονίσει ο αρχισυντάκτης της «Ε» Θανάσης Λαγός.
- Εχετε δημιουργήσει έναν ήρωα ντεντέκτιβ ευαίσθητο, που αγαπάει την τζαζ και τα ζώα, είναι αρχιτέκτονας και σκιτσογράφος κι ασχολείται με σκληρές υποθέσεις στο παρόν, που οδηγούν στο παρελθόν. Ως και το έργο του Καζαντζίδη μελετάει στο τελευταίο σας βιβλίο. Πώς δένουν όλα αυτά σ' έναν άνθρωπο και στο μυθιστόρημα;
«Οπως και στη ζωή, είναι οι αντιθέσεις μας που λένε την αλήθεια για εμάς και η αναμέτρηση με τα δύσκολα. Ολοι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας δημιουργούν έναν ήρωα που τους ακολουθεί και τον ακολουθούν. Ο δικός μου είναι ο Παύλος Γεωργούλας, γιος αστυνομικού, είναι φύση καλλιτεχνική, σκέφτεται καλύτερα όταν ζωγραφίζει, είναι μελαγχολικός και επίμονος. Συμπάσχει δεν είναι σκληρός και αδιάφορος. Τον έχτισα λίγο λίγο για να με βοηθήσει, μαζί με τον φίλο του Περικλή Γιατζόγλου, αστυνόμο καριέρας, να κοιτάξουμε τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και το παρελθόν. Δεν είναι ακαταμάχητος, αλλά είναι γοητευτικός και μοναχικός. Ο Καζαντζίδης δεν ανήκει στην προσωπική του μυθολογία, αλλά τον προσεγγίζει με σεβασμό γιατί κατανοεί, όπως κι εγώ, πως δεν μπορείς να καταλάβεις τον μετανάστη, αν δεν έχεις καταλάβει τι συμβολίζει για την εποχή η φωνή του Στέλιου. Αφορμή στο βιβλίο γι' αυτή τη διαδρομή, 20 δισκάκια του Καζαντζίδη που κληρονομεί η κόρη του θύματος του σταθμού του Μονάχου, από τον πατέρα της. Το πήγαινε-έλα σε τρεις χρόνους, δύο κοντινούς του παρελθόντος και το σήμερα, ανοίγει το δρόμο στον Παύλο Γ. να προσεγγίσει το θέμα της μετανάστευσης μέσα από δυο δραματικές ιστορίες, χωρίς να κολλάει σε εθνικά χαρακτηριστικά».
- Στη “Μνήμη της πολαρόιντ” ο Παύλος Γεωργούλας ερευνά ένα φάκελο με ανεξιχνίαστες υποθέσεις του αστυνόμου πατέρα του και “σκαλίζει” την περίοδο του Εμφυλίου. Οι Ελληνες γνωρίζουμε εκείνη την ταραγμένη εποχή ή αφήνουμε τους σκελετούς στην ντουλάπα γιατί μας τρομάζει η αλήθεια;
«Οταν άρχισα να δουλεύω την ιστορία του βιβλίου, μάζευα βιωματικές ιστορίες γεμάτες κενά. Σιωπές. Στο θέατρο οι σιωπές είναι γεμάτες νόημα. Δίνουν το ρυθμό. Στη ζωή μένει το κουκούλωμα, το να ζεις με απορίες, να συνεχίζεις με βερεσέδες. Η ελληνική κοινωνία έχει βερεσέδες με τον Εμφύλιο, με αυτούς ήθελα να ασχοληθώ. Σε όσους έλεγα το κεντρικό θέμα μου, πάνε 5 χρόνια από τότε, αντιδρούσαν μάλλον αρνητικά λέγοντας, ωχ πάλι, τα έχουμε βαρεθεί πια! Οταν όμως προσπαθούσα να συζητήσω μαζί τους, όχι τόσο για το τι γνώριζαν ιστορικά -που και αυτά λίγα ήταν- αλλά τι γνώριζαν από το οικογενειακό τους σενάριο γύρω από εκείνα τα χρόνια, έβλεπα επανειλημμένα πως κουβαλούσαν ένα θολό τοπίο από τους γονείς τους. Νικητές και ηττημένοι σιώπησαν τότε για να μπορέσουν να ξεπεράσουν το τραύμα του Εμφύλιου. Αυτό είναι το κεντρικό μου θέμα στη "Μνήμη", σε μια υπόθεση που ξετυλίγεται κυρίως στην περιοχή του Πηλίου και της Αγυιάς, είναι μπλεγμένη όμως με έναν μεγάλο έρωτα όπως στα περισσότερα βιβλία μου.
Οσο για τους σκελετούς στην ντουλάπα, κάποιοι τους ξέθαψαν πρόσφατα για πολιτικό όφελος και όχι για να κατανοήσουν το τότε και το τώρα, όπως ο ήρωάς μου κι εγώ με αυτό το βιβλίο. Μόνο με την κατανόηση ξεπερνάμε όλοι τις αγκυλώσεις μας. Η λογοτεχνία βοηθάει σε αυτό, γιατί το συναίσθημα απελευθερώνεται και συμπάσχουμε, όχι μόνο με αυτούς που βρίσκονται από τη δική μας μεριά».
- Στο νέο σας βιβλίο “Η Πηνελόπη των τρένων” ο Παύλος Γ. ερευνά ένα έγκλημα στη Γερμανία του '60 και ακολουθώντας τα ίχνη πηγαίνει πίσω στα χρόνια της μετανάστευσης αλλά και της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πιστεύετε ότι τα εγκλήματα έχουν γενικά τις ρίζες τους στο παρελθόν;
«Δεν υπάρχει παρθενογένεση ούτε για το καλό ούτε για το κακό. Κάθε μας επιλογή, και η πιο απλή ή ακραία, συνδέεται με το παρελθόν. Εχει ειπωθεί πως το πρώτο αστυνομικό είναι ο "Οιδίπους τύραννος" και ο Φρόυντ αιώνες αργότερα έδωσε το όνομά του στο περίφημο σύμπλεγμα. Τι άλλο είναι η ψυχανάλυση, παρά επιστροφή στο παρελθόν το προσωπικό και το οικογενειακό, για να σταθεροποιηθείς στο παρόν.
Το ίδιο είναι και η αστυνομική λογοτεχνία. Για να εξιχνιαστεί ένα έγκλημα πρέπει να επιστρέψεις στο παρελθόν του δράστη και του θύματος. Γι' αυτό και το αστυνομικό είδος στις μέρες μας, που έχει αναβαθμιστεί, φιλοξενεί με επιτυχία βιβλία που ακουμπούν στο ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα. Στην ουσία, το παρόν σκαλίζουμε σε βάθος».
- Στην “Πηνελόπη των τρένων” γίνεται έρευνα για τη δολοφονία ενός μετανάστη στο σταθμό του Μονάχου, όταν έφτανε εκεί ο Στέλιος Καζαντζίδης για να δώσει σειρά συναυλιών στη Γερμανία. Σήμερα, η Ελλάδα παρακολουθεί από τον καναπέ το “έγκλημα της Ειδομένης”. Πόσο άλλαξαν οι Ελληνες και η Ελλάδα στις δεκαετίες που μεσολάβησαν;
«Θαρρώ πως αδικείτε τους Ελληνες βάζοντάς τους όλους στο τσουβάλι με τους αδιάφορους. Υπάρχουν ευτυχώς αποχρώσεις, από αυτόν που έδωσε ένα ευρώ βοήθεια, έως τους ανθρώπους που άνοιξαν τα σπίτια τους, και τους γιατρούς που ξημεροβραδιάζονται βοηθώντας. Υπάρχει διαφορά και στη συζήτηση για το μεταναστευτικό, για το πώς φτάσαμε εκεί και για το πώς θα βγουν από εκεί μέσα οι άνθρωποι και θα λυθούν τα αδιέξοδα που επιπόλαιες, τουλάχιστον, πολιτικές επιλογές δημιούργησαν.
Ομως ένα είναι σίγουρο, πως στην επαφή μας με πρόσφυγες και μετανάστες βοηθάει η μνήμη - και η επίγνωση πως 60 μόλις χρόνια πριν ήταν Ελληνες σε παρεμφερή θέση, όχι τόσο τραγική αλλά σκληρότατη. Εκείνη την εποχή θέλησα να ερευνήσω και να τη συνδέσω με το σήμερα, με αφορμή τη δολοφονία ενός Ελληνα μετανάστη, γιο αντάρτη που εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Ενα υφαντό μαντίλι διατρέχει όλο το βιβλίο, μαζί με τα πάθη και τους έρωτες των ανθρώπων εκείνης της γενιάς, και συνδέει τη Νάουσα με το Μόναχο, τα υφαντουργεία με τα αμπέλια, τους μετανάστες με τους δωσίλογους, μια συγγραφέα με τους Εβραίους, δυο καρδιακούς φίλους με μιαν ωραία Πηνελόπη».
- Οπως τα “πέτρινα χρόνια” οι Έλληνες αναζήτησαν ένα καλύτερο αύριο σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, έτσι και σήμερα εκατομμύρια Ασιάτες και Αφρικανοί αναζητούν μια θέση στο ήλιο των ανεπτυγμένων χώρων. Τελικώς η μετανάστευση θ' αλλάξει τον κόσμο για μια ακόμα φορά;
«Ο κόσμος δεν σταματάει στιγμή να αλλάζει. Το περίφημο στάτους κβο δεν είναι παρά η περίοδος της επιβράδυνσης και σπανίως διαρκεί όσο μια ανθρώπινη ζωή. Με τη σύγχρονη τεχνολογία οι αλλαγές είναι σαρωτικές, με τον υπερπληθυσμό τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, και περνάμε μια περίοδο που κάθε βεβαιότητα μοιάζει να αμφισβητείται. Αν βάλετε και την αλλαγή του κλίματος, η ανάγκη των ανθρώπων θα ζητήσει επιτακτικά να βρεθούν λύσεις. Νομίζω πως οι πιέσεις που θα ασκηθούν στους λαούς οι οποίοι είχαν μάθει να ζουν σε πολύ υψηλό επίπεδο θα είναι τεράστιες, από αυτούς που έχασαν τα πάντα. Μακάρι να έχουν μια φωνή σαν του Καζαντζίδη να τους συνοδεύει στις δύσκολες ώρες, μια φωνή σύμβολο να τους φέρνει κοντά και να βγάζει τον καημό της ξενιτιάς».
- «Πριν αρχίσω να γράφω διαβάζω πολύ, ταξιδεύω και μιλάω με ανθρώπους που έχουν προσωπικές εμπειρίες γύρω από τα γεγονότα στα οποία αναφέρομαι» έχετε πει σε προηγούμενη συνέντευξη. Ποιες διαφορές και ποιες ομοιότητες έχουν η δημοσιογραφική, η λογοτεχνική και η αστυνομική έρευνα;
«Η έρευνα κάθε είδους απαιτεί ενδιαφέρον, οργάνωση, γνώση. Ο λογοτέχνης είναι ο πιο τυχερός ερευνητής. Εχει αφεντικό τον εαυτό του, ψάχνει ό,τι θέλει, αν το αποφασίσει χρησιμοποιεί το υλικό του, αν αλλάξει διάθεση αφήνει χώρο στη φαντασία. Αρα χαίρεται την όλη διαδικασία με μεγαλύτερη ελευθερία. Ο δημοσιογράφος δίνει αναφορά σε εκδότες, καναλάρχες, αναγνώστες και θεατές, κι όταν είναι άξιος αναμετριέται με εντιμότητα με την υποκειμενικότητα της καταγραφής των γεγονότων. Τον κυνηγάει συνήθως ο χρόνος, διασταυρώνει τα στοιχεία του, παλεύει για την πρωτιά, λειτουργεί κάτω από στρες. Η αποκάλυψη της αλήθειας τον συνδέει με την αστυνομική έρευνα. Ο ντεντέκτιβ, αστυνόμος ή μη, χρειάζεται απόλυτη οργάνωση, τη συνεργασία ειδικών, ενώ κάθε λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο για ανθρώπινες ζωές ή να εμποδίσει το έργο της δικαιοσύνης».
- Πόσο δύσκολη είναι η συγγραφή ενός βιβλίου σε μια εποχή που η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία;
«Ποια πραγματικότητα, ποια φαντασία; Η φαντασία δεν έχει όρια, είτε είναι καλλιτεχνική είτε επιστημονική. Στα εργαστήρια της NASA βρίσκονται στον επόμενο αιώνα, ενώ στη Μοσούλη σε έναν καταυλισμό τζιχαντιστών είναι αγκιστρωμένοι στον μεσαίωνα. Ο συγγραφέας να γνωρίζει τι θέλει να πει πρέπει, να έχει συνείδηση των ορίων του και των γνώσεών του και να είναι έτοιμος να ζητήσει βοήθεια από τους ειδικούς».
- Αυτή τη φορά θα αποκαλυφθούν οι ένοχοι για την οικονομική κρίση ή θα κρύψουμε ακόμα μια φορά τους σκελετούς στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, όπως συνέβη π.χ. με την Κατοχή και τη Χούντα;
«Η οικονομική κρίση που επιδεινώθηκε, αντί να βελτιώνεται, οφείλεται σε μια μακρά πορεία για να φτάσουμε ως εδώ, εξαιρετικά περίπλοκη, και δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή δείχνοντας με ένα δάχτυλο τον ένοχο. Η σύνδεσή της πάλι με την Κατοχή και με τη Χούντα δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο, συγκρίνονται διαφορετικές καταστάσεις και το μέτρο χάνεται δίνοντας τροφή σε μυαλά που κινούνται στα άκρα. Η Κατοχή ήταν σε περίοδο πολέμου με εκατόμβες νεκρών και ευτυχώς νικήθηκαν οι ναζί. Οσο για τη χούντα καταδυνάστευσε τη χώρα αλλά υπήρξαν γρήγορα δίκες και καταδίκες σε πολύχρονη φυλάκιση. Πολλοί λαοί δεν είχαν την ίδια τύχη».