Η Νάσια Γκόφα, γνωστή τζαζ τραγουδίστρια και δασκάλα στην Τζαζ Ακαδημία Μάνης που αυτές τις μέρες πραγματοποιείται για 3η συνεχόμενη χρονιά, μας βοηθά να εντοπίσουμε τις εκλεκτικές συγγένειες - καθώς και να χαρτογραφήσουμε αυτή την ιδιαίτερη μουσική σκηνή στην ελληνική πραγματικότητα. Πάλι μέσα από σχέσεις... αλλά και αντιθέσεις.
- Είστε ανάμεσα στους διδάσκοντες της 3ης Τζαζ Ακαδημίας στη Μάνη. Περιγράψτε μας λίγο «εκ των έσω» τη διοργάνωση, τους στόχους, την ατμόσφαιρά της...
«Η Ακαδημία είναι σαν ένα campus, όπου μαζεύονται καθηγητές και μαθητές όλοι μαζί για 6 μέρες, με στόχο να παίξουν όσο πιο πολύ τζαζ μουσική μπορούν. Κάνουμε μάθημα το πρωί και το απόγευμα, με 2 ωρίτσες μόνο διάλειμμα το μεσημέρι - και το βράδυ παίζουμε σε διάφορα στέκια στην Καρδαμύλη και τη Στούπα. Είμαστε λοιπόν στο πόδι απ’ το πρωί από τις 8-9 το πρωί, 9.30 με 10 αρχίζουν τα μαθήματα, και το πάμε σχεδόν σερί μέχρι τα ξημερώματα... Ο ύπνος μας είναι λίγος, μα όλο αυτό έχει πολλή πλάκα, γιατί σ’ αυτά τα live παίζουμε πάλι όλοι μαζί, μαθητές και καθηγητές. Επίσης, πριν και μετά φορτώνουμε μαζί τα όργανα και τα μηχανήματα... Ολα τα κάνουμε εμείς μόνοι μας, ξέρετε - αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό γίνεται συνήθως στην τζαζ!
Οσα κάνουμε μαζί μέσα στη μέρα, καθηγητές και μαθητές, είναι εξαιρετικά. Οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ μας είναι πολύ δυνατοί, γιατί ξυπνάς, βλέπεις τον άλλον να ξυπνάει, τρώτε μαζί, μετά κάνετε μάθημα... είναι συμπυκνωμένη γνώση και εμπειρία ζωής. Είναι μια φοβερή κατάσταση!».
- Πολύ πρόσφατα είχατε επισκεφτεί πάλι τη Μεσσηνία, στο πλαίσιο ενός τριήμερου μουσικού φεστιβάλ στο Art Farm / Αγρόκτημα Μαρίνη στη Μεγάλη Μαντίνεια. Πώς ήταν η εμπειρία σας στον τόπο μας και σε αυτόν τον κάπως διαφορετικό χώρο;
«Η εμπειρία μου ήταν υπέροχη! Φυσικά δεν ήταν η πρώτη μου φορά στη Μεσσηνία, καθώς έχω έρθει άλλα δυο καλοκαίρια με την Ακαδημία Τζαζ στην Καρδαμύλη. Είμαι πολύ χαρούμενη όποτε κατεβαίνω - και το Αγρόκτημα Μαρίνη ήταν κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Πολύ διαφορετικό και μεγάλη έκπληξη για εμάς, με το θεατράκι του εκεί στην πλαγιά... Απίστευτο το να μπορείς να παίξεις σε τέτοιες συνθήκες, με ήχο κανονικό αλλά και με τ’ αστέρια από πάνω, τα δέντρα ολόγυρα...
Ηταν επίσης πολύ φιλόξενοι οι άνθρωποι, φάγαμε μάλιστα και τα ωραία προϊόντα τους, λαχανικά που είχαν καλλιεργήσει οι ίδιοι... Εύχομαι πραγματικά το εγχείρημά τους, το Art Farm, να πάει καλά!».
- Αν τώρα συνυπολογίσουμε και το τόσο ενδιαφέρον Φεστιβάλ Τζαζ της Μάνης, κάθε Μάιο, συνειδητοποιούμε πως οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περιοχής και της συγκεκριμένης μουσικής έχουν δέσει μ' έναν παράξενο τρόπο. Πώς το σχολιάζετε;
«Εμείς ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στη Μάνη γιατί ο δάσκαλος που εμπνεύστηκε την Ακαδημία, ο Σύλβιος Σύρρος, είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του τμήματος τζαζ του Ωδείου "Athenaeum" αλλά διδάσκει επίσης στο Δημοτικό Ωδείο της Καλαμάτας. Αυτός εδώ ο τόπος φαντάζει ιδανικός για να οργανωθεί κάτι τέτοιο. Σε ένα πιο "μαλακό" τοπίο ίσως να μην μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά. Το τοπίο της Μάνης προκαλεί δέος... Είναι όλα τα στοιχεία μαζί - το νερό, το βουνό, το φως, η ατμόσφαιρα, ο βράχος, η πέτρα. Και η τζαζ είναι ούτως ή άλλως μια μουσική που πρέπει να εμπνευστείς πολύ δυνατά για να την παίξεις.
Είναι μια μουσική διπλή: Από τη μια είναι εξαιρετικά "διανοητικοποιημένη", δηλαδή πρέπει να έχεις μελετήσει πολύ για να παίξεις τζαζ. Δεν φτάνει ένα ταλέντο, πρέπει να έχεις τα εργαλεία, να είσαι καλά εξασκημένος, να ξέρεις άριστα το ύφος. Κι αφού το κάνεις όλο αυτό και για χρόνια έχεις παίξει επί πολλές ώρες την ημέρα, μετά πρέπει να αφεθείς... και να μπεις στην ουσία. Είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη, να "αφήσεις" κατά κάποιον τρόπο όλα αυτά που έμαθες για να μπεις τελικά στο βασικό, στο ουσιαστικό.
Η τζαζ είναι η μουσική για τη μουσική. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλο τέτοιο είδος, εκτός από την κλασική. Παίζει κανείς τζαζ γιατί θέλει να παίξει μουσική - δεν θέλει να μεταφέρει ένα μήνυμα κοινωνικό μέσα από τα λόγια ή τους στίχους. Οποια συναισθήματα δημιουργούνται, δημιουργούνται μέσα από τους ήχους και τη μουσική, όχι από αυτά που λέει ο καλλιτέχνης. Δεν είναι μουσική της πρώτης ανάγνωσης...».
- Γι' αυτό η τζαζ, η σόουλ, η φανκ μουσική έχουν σχετικά λίγους -αν και πολύ πιστούς- φαν στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια πάντως, νομίζω ότι το κοινό τους αυξάνεται. Είναι πράγματι έτσι;
«Ετσι είναι. Η σόουλ και η φανκ φυσικά είναι πιο προσιτές μουσικές γιατί έχουν να κάνουν και με το χορό, με τη διασκέδαση. Είναι και πιο απλές στη δομή τους, στις αρμονίες που χρησιμοποιούν, στις νότες, στις μελωδίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως νομίζω πως το ελληνικό κοινό έχει ένα θέμα με αυτές τις μουσικές... Οι μόνες ξένες μουσικές που έγιναν άμεσα αποδεκτές από τους Ελληνες ήταν η ροκ και το μπλουζ, για κάποιο λόγο, προφανώς κοινωνικό. Η τζαζ δεν είναι εύκολα αποδεκτή. Εχει βέβαια πολύ φανατικό κοινό και περνάει τώρα μια περίοδο άνθισης, η οποία έχει να κάνει και λίγο με τη μόδα - τουλάχιστον για τα είδη της τζαζ που είναι πιο εύπεπτα, όπως το σουίνγκ.
Από την άλλη υπάρχουν πια και πολύ καλοί μουσικοί στην Ελλάδα - και πολλοί νέοι πλέον, οι οποίοι έχουν σπουδάσει, καθώς λειτουργούν πλέον και σχολές ανώτατης εκπαίδευσης, όπως στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ερχονται τα παιδιά από κει έτοιμα με σπουδές τζαζ - και πολλά πάνε στο εξωτερικό, Ολλανδία κυρίως, οπότε δημιουργείται ένα εξαιρετικό ελληνικό δυναμικό.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μουσική αυτή να παίζεται πλέον καθημερινά. Στην Αθήνα δηλαδή υπάρχει ένας οργασμός τζαζ! Βέβαια, δυστυχώς όλα αυτά δεν δημοσιοποιούνται πολύ, κι έτσι το ευρύ κοινό δεν τα μαθαίνει. Εμάς δεν μας διαφημίζει ούτε η τηλεόραση ούτε το ραδιόφωνο. Δεν υπάρχει πολύ χρήμα στην τζαζ, γι’ αυτό νομίζω ότι δεν ασχολούνται και πολύ μαζί μας. Μόνο τα πολύ μεγάλα live διαφημίζονται, 2-3 διασήμων που εμφανίζονται κυρίως στους μεγάλους χώρους. Από κάτω όμως γίνεται ένας χαμός: Δεκάδες γκρουπ εκατοντάδων μουσικών, σε εμφανίσεις που τις στηρίζουμε μόνοι μας, μέσα από το Facebook. Αποφασίσαμε κι εμείς να αυτοοργανωθούμε εδώ και 3 χρόνια, φτιάξαμε μια σελίδα και, σιγά σιγά, άνθρωποι που απλώς έρχονταν και μας άκουγαν, έγιναν φίλοι μας κι έπειτα και... ρεπόρτερ. Οπότε καθημερινά πια ανεβαίνουν στο Διαδίκτυο όλα αυτά τα live - κι έχουμε γίνει σαν μια οικογένεια».
- Εσείς πώς οδηγηθήκατε στους δρόμους της τζαζ, και ποια άλλα μονοπάτια συνηθίζει να εξερευνά η φωνή σας;
«Εμένα η μουσική δεν ήταν από την αρχή η βασική μου ασχολία. Εχω σπουδάσει γεωλόγος και η ειδικότητά μου ήταν η Παλαιοντολογία. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα όμως ότι ήμουν πολύ δυστυχισμένη και ότι θέλω να κάνω αυτό που μου αρέσει. Ετσι, ξεκίνησα να σπουδάζω μουσική. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσα πάντα: Κάθε φορά που ήθελα να κάνω κάτι, έπρεπε να το σπουδάσω. Και επειδή ήθελα να μάθω τη μουσική, πήγα στην τζαζ - γιατί στην τζαζ ο τραγουδιστής είναι και μουσικός, δεν είναι μόνο τραγουδιστής. Μελετάς σαν μουσικός, δηλαδή ό,τι μελετάει ο πιανίστας, ο σαξοφωνίστας, το μελετάμε κι εμείς μόνο με τη φωνή, για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε με την μπάντα· αλλιώς δεν γίνεται.
Η τζαζ μου έδινε και μια ελευθερία μεγαλύτερη από άλλες μουσικές. Στην τζαζ είσαι και ένας μικρός συνθέτης, ένα τραγούδι κάθε φορά το αλλάζεις, οφείλεις να το αλλάξεις αλλιώς δεν είναι τζαζ - και ρυθμικά και μελωδικά. Εκεί που παίζει η μπάντα, μπορεί ξαφνικά να αλλάξουν το ρυθμό κατά τη διάρκεια του κομματιού. Κάνει π.χ. κάτι ο μπασίστας, τον ακολουθεί ο πιανίστας, κάνω κάτι εγώ, με ακούει ο άλλος... οπότε πρέπει να έχεις τα όπλα για να το κάνεις αυτό, να το ακολουθήσεις ή να το οδηγήσεις.
Εκανα τζαζ, λοιπόν, για να μη βαριέμαι και γιατί μου αρέσει. Επαγγελματικά δεν κοιτάω άλλες μουσικές, εκτός απ’ τα πολύ παρεμφερή· δηλαδή μπορεί σ’ ένα πρόγραμμα να υπάρχουν και κάποια κομμάτια πιο φάνκι ή πιο σόουλ, αλλά κι αυτά θα συνταχθούν με τζαζ τρόπο, με τζαζ μουσικούς.
Τώρα, για τη διασκέδασή μου την προσωπική, τη χαρά μου, μπορεί και ελληνικά να τραγουδήσω, ρεμπέτικα και άλλα... Το πρόβλημα μ’ αυτές τις μουσικές είναι ότι πλέον συνήθως δεν γίνονται με τρόπο δημιουργικό. Δεν ξέρω πώς να το πω χωρίς να ακουστεί προσβλητικό: Η ελληνική μουσική έχει σταματήσει να εξελίσσεται εδώ και 30 χρόνια. Δεν έχει γίνει τίποτα. Μιλώ για μουσική, όχι για την περίπτωση ενός τραγουδοποιού που έφτιαξε έναν ωραίο δίσκο. Μιλώ για κάτι καινούργιο: Πώς πήραν οι Βραζιλιάνοι την παραδοσιακή τους μουσική και φτιάξαν τη νέα βραζιλιάνικη μουσική, την μποσανόβα, την τζαζ μπόσα κ.λπ.; Εγινε μια νέα μουσική, εδώ δεν έχει γίνει τίποτα. Εχουμε ένα τέτοιο πλούτο μουσικό, παραδοσιακά, και δεν έχει γίνει τίποτα... Κοιτάζουν αυτά που έλεγα πριν, λίγο το στίχο, λίγο το ύφος, λίγο το στιλάκι - όχι την ουσιαστική μουσική δουλειά. Και δυστυχώς είναι κυρίως για τη διασκέδαση η ελληνική μουσική, δηλαδή για να φάει ο κόσμος, για να χορέψει, σε ένα γάμο... Είναι συνοδευτική, δεν είναι για ακρόαση. Την αγαπώ πάρα πολύ την ελληνική μουσική και δεν θέλω να παρεξηγηθώ - αλλά νομίζω ότι δεν την έχουν προσέξει όπως πρέπει».
- Η σύγχρονη τζαζ είναι μια διεθνής και πολύ κοσμοπολίτικη μουσική γλώσσα. Στις συνεργασίες σας με σχήματα του εξωτερικού, εντός ή εκτός συνόρων, τι πολιτισμικά στοιχεία βλέπετε ν' ανταλλάσσονται;
«Η τζαζ είναι ένας κώδικας διεθνής, αλλά σε κάθε χώρα, ανάλογα με το ταμπεραμέντο των ανθρώπων και την κουλτούρα τους, επικρατεί ένα άλλο είδος τζαζ: Αλλη τζαζ παίζουν στη Σκανδιναβία, άλλη στην Κεντρική Ευρώπη, άλλη στην Ιταλία, άλλη στην Αμερική. Οσο για τις ανταλλαγές; Πέρυσι το καλοκαίρι έπαιξα για παράδειγμα με κάποιους Ιταλούς μουσικούς -με τους οποίους έτσι κι αλλιώς είμαστε πολύ πιο κοντά, πολιτισμικά- ενώ έχω παίξει και με Αμερικανούς εδώ στην Ελλάδα. Είναι κάτι που γίνεται αυτόματα: Είναι καταπληκτικό το πώς μπορεί να μη μιλάς την ίδια γλώσσα αλλά να παίξεις μουσική αμέσως, έτσι για πλάκα! Δεν χρειάζεται να πεις πολλά πολλά, και ο καθένας βάζει στοιχεία κι απ’ την προσωπικότητά του κι απ’ την ταυτότητα της χώρας του.
Εγώ προσπαθώ να το κάνω αυτό και δισκογραφικά: Το όνειρό μου είναι να κάνω ένα δίσκο τζαζ που να έχει το ελληνικό στοιχείο πιο έντονο, και με γλώσσα ελληνική. Πρόκειται για μεγάλο στοίχημα. Εχω ήδη κάνει κάποια πράγματα σε αυτή την κατεύθυνση αλλά αφορούσαν την πιο ελαφριά πλευρά της τζαζ - όπως ένα δισκάκι μου με διασκευές από ρεμπέτικα. Θα ήθελα και κάτι πιο καθαρόαιμο. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να βάλεις την ελληνική γλώσσα μέσα σε τζαζ περιβάλλον, γιατί είναι αλλιώτικος ο ήχος της, τα φωνήεντα, οι συλλαβές της...
Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να παίξω τη μουσική μου χωρίς επιπτώσεις, αλλά κατά κάποιον τρόπο να γλυκάνω κι άλλους ακροατές ώστε να έρθουν λίγο πιο κοντά στην τζαζ... κι ίσως μετά να τους παρασύρουμε πιο μέσα. Και νομίζω ότι στην Ελλάδα ο στίχος είναι πιο δυνατός από τη μουσική. Η σχέση του Ελληνα με τη λέξη, με το λόγο, με το στίχο, με το θέατρο επίσης, είναι πιο ισχυρή».
- Κάνετε άλλα σχέδια για το αμέσως επόμενο διάστημα ή για την ερχόμενη σεζόν;
«Ο πρωταρχικός στόχος είναι να μπορούμε να παίζουμε και να υπάρχουμε... Δεν ακούγεται και πολύ μεγάλος στόχος, αλλά αυτή την εποχή είναι ο μεγαλύτερος.
Εμείς ποτέ δεν ήμασταν καλομαθημένοι, αλλά τα τελευταία χρόνια μ’ όλα αυτά που γίνονται στην πολιτική σκηνή, φοβούνται τόσο πολύ οι καταστηματάρχες, που μπορεί π.χ. να έχεις κλείσει ένα live από μήνες, και να ακυρωθεί ξαφνικά 2 μέρες πριν. Οι μικροί χώροι φοβούνται. Πέρυσι με τα capital controls οι μισές καλοκαιρινές δουλειές ακυρώθηκαν. Επίσης, δεν έχουμε σχεδόν ποτέ ήχο στους χώρους των συναυλιών μας, κουβαλάμε μόνοι μας τους ενισχυτές μας γιατί κανείς δεν δίνει λεφτά γι’ αυτό.
Υπάρχει ένα τρέξιμο και μια αμφιβολία μεγάλη - αλλά είναι κι ένα πράγμα πολύ ζωντανό. Τέλος πάντων, είμαι πολύ τυχερή που το κάνω, γιατί έχει όλες τις δυσκολίες αλλά μετά κάνεις ένα live που είναι μαγικό... και επί 1 μήνα λες "αχ, τι ωραίο που ήταν!". Είμαστε λοιπόν ζωντανοί και αφυπνισμένοι συνέχεια, alert! Συναντιόμαστε μεταξύ μας -η κοινότητα είναι πολύ δυνατή- και τζαμάρουμε κάθε εβδομάδα... Εμείς είμαστε τόσο τρελοί με αυτό που κάνουμε, που πληρώνουμε για να παίξουμε».
Η 3η Τζαζ Ακαδημία Μάνης πραγματοποιείται φέτος από τις 8 έως και τις 14 Ιουλίου. Διδάσκουν οι: Σύλβιος Σύρρος (σαξόφωνο - αυτοσχεδιασμός), Νάσια Γκόφα (φωνή), Γιώργος Μικρός (πιάνο), Αρίων Γυφτάκης (κοντραμπάσο) και Αναστάσης Γούλιαρης (τύμπανα). Πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής: 6944-514422.