Τον ίδιο πολιτικό δεν τον θεωρήσαμε άξιο να εκλεγεί καν βουλευτής, στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που μετείχε με το κόμμα που ίδρυσε, τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗ.ΑΝΑ), όταν τον ψήφισε μόλις το 1,01% το 1989, ποσοστό που υποχώρησε στο 0,77% το 1990. Οπότε, αποκαρδιωμένος από αυτά τα αποτελέσματα, δεν έλαβε μέρος στις βουλευτικές εκλογές του 1993. Τελευταία προσπάθειά του να κερδίσει τη λαϊκή αναγνώριση, ήταν το 1994, όταν μετείχε στις ευρωεκλογές, χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί ούτε ευρωβουλευτής, αφού απέσπασε ένα ποσοστό κατά τι μικρότερο από το φράγμα του 3%, δηλαδή 2,8%, οπότε και αποφάσισε να προχωρήσει στη διάλυση του κόμματός του.
Σε εκείνη την προεκλογική περίοδο, μου εξέφρασε ένα Σάββατο την ανυπόκριτη συγκίνηση και τις ευχαριστίες του διότι τον είχα αποκλειστικό καλεσμένο στην ωριαία τηλεοπτική εκπομπή μου στο «New Channel». Ο λόγος της συγκίνησής του ήταν ότι άλλα κανάλια αλλά και εφημερίδες τον είχαν «κομμένο». Πλήρωνε γαρ τη θέση που είχε πάρει το 1989 κατά της παραχώρησης των τηλεοπτικών συχνοτήτων στους ιδιοκτήτες των εφημερίδων, από τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού.
Προσωπικώς του το χρωστούσα. Διότι αν και δεν είχαμε καμιά προσωπική γνωριμία, το 1988 τον είχα προτείνει ως μάρτυρα, με την ιδιότητα του υπουργού Εσωτερικών και πολιτικού προϊσταμένου της ΚΥΠ, στη μήνυσή μου κατά του Τόμπρα. Και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση το γεγονός ότι παρά τις τόσες μεθοδευμένες αναβολές, επί σχεδόν τέσσερα χρόνια, όταν άλλοι πολιτικοί κουράστηκαν να προσέρχονται στα δικαστήρια, εκείνος ήταν πάντοτε παρών.
Ως λαός του χρωστάμε τον τρόπο με τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ιδίως δε την υπέροχη ομιλία του, όταν «τα είπε χύμα» στον φιλοξενούμενο «πλανητάρχη» Μπιλ Κλίντον. Πράγματι θα είναι «αιώνια η μνήμη του».
Γ.Π. Μασσαβέτας