«Τις εστί πλούσιος Μανωλιό μου; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος». Σε ελεύθερη προσαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα θα μπορούσε κανείς να πει: Τις εστί πλούσιος; Ο μη κινδυνεύων να χάσει πολλά, επειδή δεν έχει πολλά.
Οταν το 1996 ανακοίνωσα στη διεύθυνση του «Βήματος», όπου είχα την ευθύνη των κυρίων άρθρων και των σχολίων, ότι πρόκειται να αποχωρήσω, προκειμένου να ενταχθώ στην «Ελευθεροτυπία», η πλέον απρεπής αντίδραση προήλθε από τον Σταύρο Ψυχάρη. Ο οποίος τότε δεν ήταν ακόμη μέτοχος του ΔΟΛ αλλά απλώς ευνοούμενος του Χρήστου Λαμπράκη. Τηλεφώνησε στην τότε σύζυγό μου να την τρομοκρατήσει ότι «αυτός ο μ….κας πήρε μια απόφαση που θα σας καταστρέψει». Και ζήτησε να τον συναντήσω, το ίδιο απόγευμα, στο Café Brazilian, στη Βουκουρεστίου.
Πήγα, για να του πω πόσο άπρεπο ήταν αυτό που έκανε και να μην τολμήσει να ενοχλήσει ξανά τους δικούς μου. Και εισέπραξα τις λοιδορίες του: «Εγκαταλείπεις ρε μ…..α την Τράπεζα Ελλάδος της ελληνικής δημοσιογραφίας, όπου είχες προοπτικές να γίνεις μεγάλο στέλεχος, για να πας να γίνεις Ζήκος στο μπακάλικο του Τεγόπουλου». Δεν χρειάζεται να γράψω εδώ πώς του απάντησα.
Πέρασαν χρόνια πολλά, εκείνος έγινε αφεντικό στον ΔΟΛ, και εγώ, το 2000, εξέδωσα την πρώτη μεγάλη δωρεάν διανεμόμενη εφημερίδα, το «Μετρόραμα». Αλλά, επειδή δεν έφταναν το εφάπαξ και οι οικονομίες μου να την στηρίξω, πώλησα την πλειοψηφία σε ξένους, για να ξεχρεώσω. Τότε μου ζήτησε μια συνάντηση στο «Esperia». Τον βρήκα χωμένο σε μια μπερζέρα και τριγύρω τέσσερις «φουσκωτούς». Ηθελε να αγοράσει το μερίδιό μου και να πείσω τους συνεταίρους μου να του δώσουν άλλο 20%. Ετσι όπως τον έβλεπα, εν μέσω των μπράβων, τον ρώτησα αν με όλα αυτά απολαμβάνει τη ζωή. «Εχω λεφτά να αγοράσω και εσένα και όποιον άλλο θέλω ρε, αλλά δεν έχω χρόνο να τα απολαύσω», απάντησε.
Και συνέχισε να αγοράζει. Οπως και τη βίλα του Περατικού στο Πόρτο Χέλι, με ιδιωτικό δάσος και λιμάνι. Που σήμερα διαβάζω ότι βγήκε στο σφυρί. Και φτύνω τον κόρφο μου που δεν πλούτισα από τη δημοσιογραφία, τόσο ώστε σήμερα να μου κατάσχουν καμιά βίλα.
Γ. Π. Μασσαβέτας